Ενώ οι Eυρωεκλογές πλησιάζουν, τα σοβαρά ευρωπαϊκά προβλήματα που θα έπρεπε να απασχολούν τους ψηφοφόρους θεωρούνται μάλλον περιττή… πολυτέλεια!
Το έλλειμμα οικονομικού δυναμισμού, είναι πλέον σήμα κατατεθέν της Ευρώπης. Η ήπειρος από την οποίαν ξεκίνησε η βιομηχανική επανάσταση και στην οποίαν αναπτύχθηκε η πολιτική οικονομία, σήμερα δεν παύει να χάνει ποσοστά συμμετοχής τόσο στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, όσο και στην κατάθεση ευρεσιτεχνιών.
Και η εξέλιξη αυτή, αντί να ανησυχεί και να προβληματίζει τους Ευρωπαίους πολίτες, αντίθετα καλύπτεται από πνεύμα αδιαφορίας. Προφανώς δεν είναι λίγοι στην Ε.Ε. αυτοί που πιστεύουν ότι οι θέσεις εργασίας έρχονται με …drones. Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και όσο δεν γίνεται αντιληπτή σε λαϊκό επίπεδο, τόσο το χειρότερο.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Χτυπημένη από το ενεργειακό σοκ που ακολούθησε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τώρα από την κρίση στη Μέση Ανατολή, η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα πέντε τελευταία χρόνια είχε μόνον 4% ανάπτυξη, έναντι 8% της Αμερικής. Ακόμα χειρότερα, σαν να μην έφθανε αυτό, η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα κύμα φθηνών εισαγωγών από την Κίνα που, ενώ ωφελούν τους καταναλωτές, θα μπορούσαν να βλάψουν τους ευρωπαίους κατασκευαστές και να αυξήσουν τις κοινωνικές και βιομηχανικές συγκρούσεις. Και μέσα σε ένα χρόνο, ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο και να επιβάλει τεράστιους δασμούς στις ευρωπαϊκές εξαγωγές.
Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο όπου αρκετός λόγος γίνεται στη Δύση για την υιοθέτηση μέτρων «πολεμικής οικονομίας». Πώς θα μπορούσε όμως να γίνει αυτό στην ΕΕ χωρίς ισχυρή ανάπτυξη και χρηματοδότηση περισσότερων αμυντικών δαπανών;
Η Ευρώπη υστερεί σε ανταγωνιστικότητα, τονίζει ο κ. Μάριο Ντράγκι, ο άνθρωπος που ως επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έσωσε την Οικονομική και Νομισματική Ευρώπη (ΟΝΕ) στα μέσα της δεκαετίας του 2010 από του χάρου τα δόντια.
Προσθέτει δε ότι όσο η ΕΕ θα υστερεί σε καινοτομίες και ανταγωνιστικότητα, τόσο οι ευρωσκεπτικιστές θα ποντάρουν στον «οικονομικό εθνικισμό», ήτοι στη βέβαιη αυτοκτονία της Ένωσης.
Από την άλλη πλευρά, ο «οικονομικός εθνικισμός» είναι πραγματικό δηλητήριο για την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, το μεγάλο επίτευγμα του αείμνηστο Ζακ Ντελόρ, χάρη στον οποίον η Ευρώπη έρριξε τις βάσεις για τη νομισματική της ένωση, σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο.
Στη σημερινή συγκυρία τί πρέπει αν κάνει η Ευρώπη;
Ο δρόμος μπροστά είναι γεμάτος παγίδες. Ένα λάθος θα ήταν να υπάρξει μια υπερβολικά αυστηρή οικονομική πολιτική σε μια περίοδο ευάλωτης κατάστασης. Τα τελευταία χρόνια, η ΕΚΤ δικαίως καταπολέμησε τον πληθωρισμό αυξάνοντας τα επιτόκια. Ωστόσο, σε αντίθεση με την Αμερική, που ξοδεύει αφειδώς, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εξισορροπούν τους προϋπολογισμούς τους. Οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες έχουν επομένως περιθώριο ελιγμών για να μειώσουν τα επιτόκια προκειμένου να στηρίξουν την ανάπτυξη. Θα είναι ευκολότερο να μετριαστούν οι εξωτερικές διαταραχές, εάν οι κεντρικές τράπεζες προστατεύσουν την οικονομία από μια ύφεση, που εμποδίζει τους εργαζόμενους των οποίων οι επιχειρήσεις έχουν κλείσει, να βρουν νέες θέσεις εργασίας.
Μια άλλη παγίδα θα ήταν η αντιγραφή του προστατευτισμού των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας με τη χορήγηση τεράστιων επιδοτήσεων σε ευνοημένες βιομηχανίες.
Ο πόλεμος των επιδοτήσεων είναι ένα παιγνίδι μηδενικού αθροίσματος που σπαταλά πόρους.
Αντίθετα, το εμπόριο εμπλουτίζει τις οικονομίες, ακόμη και όταν οι εμπορικοί τους εταίροι είναι προστατευτικοί. Οι φτηνές εισαγωγές από την Κίνα θα διευκολύνουν τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και θα προσφέρουν ανακούφιση στους καταναλωτές που έχουν υποφέρει από την ενεργειακή κρίση. Επιλεκτικά και αναλογικά αντίποινα κατά του προστατευτισμού μπορεί να δικαιολογούνται για να προσπαθήσουν να αποτρέψουν τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα από την περαιτέρω διατάραξη των παγκόσμιων εμπορικών ροών. Αλλά θα είχαν κόστος για την ευρωπαϊκή οικονομία και θα έβλαπταν τους επιδιωκόμενους στόχους.
Αντίθετα, η Ευρώπη θα πρέπει να αναπτύξει τη δική της οικονομική πολιτική, προσαρμοσμένη στην παρούσα στιγμή. Όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, που υποστηρίζουν τη βιομηχανία με δημόσιους πόρους, η Ευρώπη πρέπει να επενδύσει σε υποδομές, εκπαίδευση, έρευνα και ανάπτυξη. Αντί να μιμείται τον παρεμβατισμό της Κίνας, η Ευρώπη θα πρέπει να λάβει υπόψη τα οφέλη που αποκομίζουν οι κινεζικές εταιρείες από μια μεγάλη εσωτερική αγορά. Η ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής αγοράς υπηρεσιών, όπου το εμπόριο παραμένει δύσκολο, θα βοηθούσε τις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν, θα ανταμείψει την καινοτομία και θα αντικαταστήσει ορισμένες χαμένες θέσεις εργασίας στη μεταποίηση.
Από την άποψη αυτή, η ΕΕ θα πρέπει να δώσει τη δέουσα προσοχή στο σχέδιο του πρώην Ιταλού πρωθυπουργού κ. Ενρίκο Λέτα.
«Περισσότερο από μια αγορά», αυτός είναι ο τίτλος της περίφημης πια έκθεσης του Ενρίκο Λέτα, που άτυπα φέρει τη σφραγίδα του πολιτικό του μέντορα Ζακ Ντελόρ, που πάντα πίστευε ότι το «διαμάντι» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ενιαία αγορά, θεσπίστηκε πρώτα και κύρια για τους πολίτες της δίνοντάς τους συνολικά τέσσερις ελευθερίες: κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, κεφαλαίων και παροχής υπηρεσιών. «Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε πλέον για την Πέμπτη ελευθερία, την πιο σημαντική στην αυγή του 21ου αιώνα», τόνισε ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, Ενρίκο Λέτα, που δεν είναι άλλη από την ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας. Ένα δηλαδή από τα βασικά ζητούμενα, ώστε η Ευρώπη να πάψει να «τρέχει» πίσω από τους γεωπολιτικούς και οικονομικούς ανταγωνιστές της, τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ινδία και όλες τις αναδυόμενες οικονομίες.
Σκιαγραφώντας τους στόχους της έκθεσης του για τον μετασχηματισμό της ενιαίας αγοράς ο Ενρίκο Λέτα τονίζει ότι επί της ουσίας προτείνει την ένωση αποταμιεύσεων και επενδύσεων (Savings and Investment Union), που θα εξασφαλίσουν την παραμονή ιδιωτικών κεφαλαίων στην Ευρώπη με προτεραιότητα την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, καθώς και την εισαγωγή ενός νέου ευρωπαϊκού συστήματος κρατικών ενισχύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. «Μια επέκταση και ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς» προς όφελος των πολιτών, είπε χαρακτηριστικά ο Ενρίκο Λέτα, αμέσως μετά την ολοκλήρωση του πρόσφατου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συζήτησε διεξοδικά τις προτάσεις του.
Προτάσεις που ο σημερινός πρόεδρος του Ιδρύματος Ζακ Ντελόρ, μελετούσε από καιρό και πού αν υιοθετηθούν θα μπορούσαν να ανοίξουν το δρόμο και για περαιτέρω εμβάθυνση της ΕΕ, σε μια κρίσιμη για την ιστορία της περίοδο.