Μπορεί στις αναπτυγμένες χώρες να υπάρχουν αισθητές διαφορές στα κατά κεφαλήν εισοδήματα, για παράδειγμα στο Λουξεμβούργο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι γύρω στα 80.000 ευρώ έναντι 16.000 στη Βουλγαρία και 19.000 στην Ελλάδα, πλην όμως οι οικονομικές συμπεριφορές και αντιλήψεις είναι παραπλήσιες.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις δυνατότητες αντίδρασης σε σοβαρά οικονομικά φαινόμενα, όπως ο πληθωρισμός για παράδειγμα. Αν οι πολιτικοί μπορούν να συζητούν για το ποιο είναι το καλύτερο οικονομικό σύστημα, ανάμεσα στον κρατισμό και την ελεύθερη αγορά, οι πολίτες ενδιαφέρονται για την πορεία, των τιμών και το μέλλον της σύνταξής τους.
Και στην περίπτωση αυτή ούτε οι σοσιαλιστές / σοσιαλδημοκράτες ψηφοφόροι, ούτε οι φιλελεύθεροι και οι ακροδεξιοί δεν έχουν τη δύναμη να δημιουργήσουν χρήμα ή να χειραγωγήσουν το κόστος του κεφαλαίου παρεμβαίνοντας στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Κυκλοφορία χρήματος, επιτόκια, πιστώσεις και πορεία αποταμιεύσεων και περιουσιακών στοιχείων εξαρτώνται από τους κεντρικούς τραπεζίτες.
Είναι έτσι χαρακτηριστικά τα όσα συνέβησαν τις τελευταίες εβδομάδες στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο η έξοδος από την Ε.Ε., κάθε άλλο παρά καλό κάνει στην οικονομία του Ιδιαίτερα δε όταν ξεσπούν κρίσεις όπως αυτές της πανδημίας και της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία.
Μπροστά λοιπόν σε μια οξύτατη κρίση που έπληττε και πλήττει ακόμα το Ηνωμένο Βασίλειο, η πρωθυπουργός της χώρας, εντελώς πρόχειρα για να τονώσει τις επενδύσεις και μια σχετική οικονομική ανάκαμψη, ανακοίνωσε μέτρα μείωσης της φορολογίας για ιδιώτες και επιχειρήσεις, με στόχο την ενίσχυση της παραγωγής και όχι της κατανάλωσης.
Λίγες ημέρες αργότερα, η Πρωθυπουργός Liz Truss δεχόταν σκληρή φραστική επίθεση από τον πρώην διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας, ο οποίος χαρακτήριζε την πρωθυπουργό, εκτός τόπου και χρόνου.
Ο κ. Μ. Carney, ο οποίος είναι τώρα ειδικός απεσταλμένος των Ηνωμένων Εθνών για δράσεις και χρηματοδοτήσεις που αφορούν την κλιματική αλλαγή, παραπονιόταν ότι η νέα κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προσπαθούσε να τονώσει τη βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη, τη στιγμή που η Τράπεζα της Αγγλίας προσπαθούσε να τη συγκρατήσει για να ελέγξει τον πληθωρισμό.
Ενώ η προσέγγιση που υποστηρίχθηκε από την κυρία Τρας θεωριτικά στόχευε στην επέκταση της οικονομικής παραγωγής, παρέχοντας κίνητρα για την αύξηση της προσφοράς, η Τράπεζα της Αγγλίας έχει δεσμευτεί να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό μειώνοντας τη ζήτηση - η οποία απαιτεί αύξηση των επιτοκίων για να περιορίσει την ανάπτυξη. Μπροστά σε αυτές τις διιστάμενες απόψεις ,εκτιμήσεις και πρόχειρες πολιτικές, τα δημοσιονομικά σχέδια της κυρίας Τρας έτυχαν κακής υποδοχής από τους επενδυτές στις διεθνείς αγορές και ως εκ τούτου η κεντρική τράπεζα έπρεπε να αγοράσει μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα για να σώσει τη λίρα στις αγορές συναλλάγματος. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ.), που έκανε λόγο ότι τα φορολογικά μέτρα θα στήριζαν περιουσιακά στοιχεία των προσοδοθήρων και όχι την παραγωγή.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, η βρετανική περίπτωση φέρνει στο προσκήνιο με ένταση τη σχέση των κεντρικών τραπεζών με την πολιτική εξουσία, αλλά και τον έμμεσο πολιτικό ρόλο που παίζουν πλέον οι Κεντρικοί Τραπεζίτες.
Επειδή λοιπόν παρόμοια φαινόμενα θα πληθαίνουν με τον καιρό σε μια περίοδο διεθνώς νομισματικής αταξίας, μήπως ήλθε η ώρα οι φιλελεύθερες δημοκρατίες να επανεξετάσουν σοβαρά θέματα λογοδοσίας και άσκησης εξουσίας στο επίπεδο των Κεντρικών Τραπεζών;
Είναι κατάδηλο ότι οι αλλεπάλληλες κρίσεις που σημειώνονται από το 2008 και μετά πέρα από τη διατάραξη των νομισματικών ισορροπιών θα οδηγήσουν και σε ενδεχόμενες κρίσεις χρέους, οι οποίες ως γνωστόν αποτελούν μέλι στη φρυγανιά των λαϊκιστών παντός χρώματος. Και αυτοί οι τελευταίοι όλοι γνωρίζουμε ποια γνώμη έχουν για το κοινό καλό.