Η διαμόρφωση των προτεραιοτήτων της εξωτερικής πολιτικής, είναι μια εξαιρετικά απαιτητική άσκηση. Προϋποθέτει γνώσεις, αντιληπτική και συνθετική ικανότητα, εγρήγορση παρακολούθησης των εξελίξεων, ετοιμότητα υλοποίησης σχεδιασμού, προσαρμοστικότητα σε αλλαγή των δεδομένων, διαμόρφωση και διατήρηση δικτύου επαφών στη διεθνή σκηνή, αξιοπιστία μεταξύ συνομιλητών και εταίρων.
Η πολυεπίπεδη αυτή δράση δοκιμάζεται και επιβεβαιώνεται σε επιμέρους σταθμούς και ορόσημα αναφοράς. Η πρόσφατη συμμετοχή μας ως χώρα, σε ένα από αυτά, την τακτική δηλαδή διάσκεψη για τα Δυτικά Βαλκάνια, μόνο προβληματισμό και ανησυχία προκαλεί.
Εν αρχή, είναι απαραίτητο να επισημανθεί και να γίνει κατανοητό, ότι η Αλβανία, ως γειτονική χώρα, μας απασχολεί και μας ενδιαφέρει, για μια σειρά ιστορικών, πολιτισμικών, θρησκευτικών, γεωπολιτικών, οικονομικών και εθνικών λόγων.
Και πάνω από όλα γιατί εκεί διαβιεί από αρχαιοτάτων χρόνων, μια συμπαγής και αναγνωρισμένη διεθνώς Ελληνική μειονότητα. Κάθε επίσημη παρουσία της πολιτικής ηγεσίας στη χώρα αυτή, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με προχειρότητα και εξ ορισμού ερασιτεχνικούς αυτοσχεδιασμού.
Η διάσκεψη για τα Δυτικά Βαλκάνια, που για πρώτη φορά έγινε στην Αλβανία, τη μία εκ των έξι χωρών, που συναπαρτίζουν τη γεωγραφική αυτή ενότητα, ήταν μια πολυμερής και εν πολλοίς θεσμοθετημενή, στο πλαίσιο διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάντηση. Κατά τούτο ήταν μια συνάντηση που ήμαστε αναγκασμένοι και με πλήρη δικαιώματα και λόγο να παραστούμε.
Οποιαδήποτε προκλητική ενέργεια της Αλβανικής ηγεσίας, δε θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με ματαίωση της παρουσίας μας, στο πλαίσιο διαμόρφωσης των διμερών μας σχέσεων. Κάτι αντίστοιχο δηλαδή με τα όσα τραγελαφικά έγιναν με τη Λιβύη, που κάθε άλλο παρά αποτελούν θετικό προηγούμενο ως προς τη σοβαρότητα της παρουσίας μας ως χώρας και την υπευθυνότητα πλοήγησής μας στο διεθνές γεωπολιτικό σκηνικό.
Κι ενώ ήταν ή θα έπρεπε να είναι γνωστό ότι η παρουσία μας στην Αλβανία, θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο της σύσκεψης για τα Δυτικά Βαλκάνια, μέσα από την οποία κάλλιστα θα μπορούσαμε να ασκήσουμε όποια τυχόν πίεση θεωρούμε αναγκαία για την προστασία της Ελληνικής μειονότητας και την προώθηση θεμάτων ενδιαφέροντός μας, δημιουργήσαμε καταστάσεις αυτοπαγίδευσης.
Η εξαγγελθείσα επίσκεψη στα χωριά της μειονότητας και τη Βόρεια Ήπειρο, αποδείχθηκε ότι δεν είχε γίνει σε συνεννόηση με την Αλβανική πλευρά.
Ως αποτέλεσμα και τις χυδαίες αναφορές του Αλβανού Πρωθυπουργού υποστήκαμε σε διεθνές μέσο ενημέρωσης, σε σχέση με τις συνθήκες ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από μια χώρα μάλιστα υποψήφια, που θα έπρεπε κατά τα άλλα να είναι έτοιμη να προσφέρει γη και ύδωρ στους κριτές της και η εξαγγελθείσα επίσκεψη στα προπύργια του Β. Ηπειρωτικού Ελληνισμού, ταπεινωτικά ματαιώθηκε.
Η αμηχανία προσέγγισης των διμερών μας θεμάτων με την Αλβανία, καταδείχθηκε και στο θέμα του καθορισμού της ΑΟΖ με τη γειτονική χώρα. Όλα αυτά όπως φαίνεται στην προσπάθεια να διασκεδαστούν οι αρνητικές εντυπώσεις και να αναδειχθούν, φευ, κάποια θετικά αποτελέσματα.
Συμφωνία λοιπόν για τον καθορισμό της ΑΟΖ μεταξύ ημών και της Αλβανίας υπάρχει, νόμιμα συναφθείσα από το 2009. Αν για τους δικούς τους λόγους οι Αλβανοί θέλουν να την ανατρέψουν, πρέπει να κατανοήσουν ότι παραβιάζουν τις διεθνείς υποχρεώσεις τους και τις διεθνείς συνθήκες που έχουν υπογράψει.
Κι ως γνωστό αναγκαία προϋπόθεση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ο σεβασμός των υποψηφίων στο Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συνθήκες. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτές αφορούν κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αν για οποιονδήποτε λόγο θέλουμε να φανούμε γαλαντόμοι έναντι των Αλβανών και υπό τον όρο πάντα ότι θα έχουν δοθεί κάποια εύλογα ανταλλάγματα, το μόνο συνυποσχετικό που μπορούμε να υπογράψουμε μαζί τους για τη Χάγη, είναι αυτό που θα αναθέτει στο Διεθνές Δικαστήριο να κρίνει κατά πόσο η συμφωνία του 2009 για τον καθορισμό της ΑΟΖ είναι νόμιμη, έγκυρη-που είναι-και σε ισχύ.
Όλα τα άλλα αποτελούν αυτοσχεδιασμούς ερασιτεχνών και μη σχετικών με το αντικείμενο. Ας ενεργούν με τον τρόπο αυτό για τις προσωπικές τους υποθέσεις. Τα εθνικά θέματα και δικαιώματα είναι υπόθεση όλων μας. Κανείς δεν έχει αρμοδιότητα εκχώρησής τους.
*Ο Πολύκαρπος Αδαμίδης είναι δικηγόρος, αναπληρωτής Καθηγητής Κοινοτικού Δικαίου, Διεθνών Σχέσεων και Προμηθειών στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων