Κυριακή
22 Δεκεμβρίου 2024

Τα νέα «όπλα» της Αριστεράς

Αφ’ ότου χάθηκε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός»,  ο αιώνιος «αγώνας» της Αριστεράς κατά του «φασισμού», στον οποίο κατατάσσει συλλήβδην όλες τις δυτικές κοινωνίες, με τις πολιτισμικές τους αξίες και τον τρόπο ζωής που αγαπά να μισεί, επειδή βαθύτατα τον ζηλεύει (χωρίς, όμως και να τον απαρνούνται οι διάφοροι αριστεροί των σαλονιών, του «χαβιαριού» και των χλιδάτων διακοπών…), περιλαμβάνει νέα είδωλα.

Του Διονύση Κ. Καραχάλιου

Πέρα από  την λατρεία για τους παράνομους μετανάστες και την ανεπιφύλακτη συμπάθεια προς τους φονταμενταλιστές του Ισλάμ,  η πολιτική ορθότητα των δικαιωματιστών  και το παράγωγο «κίνημα Woke» ή «Woke Culture» αλλά και ο θαυμασμός για τα απολιθώματα της πάλαι ποτέ σοβιετικής εξουσίας, προσδιορίζουν τις νέες «αξίες» με τις οποίες η ριζοσπαστική Αριστερά οραματίζεται να νικήσει την Δύση και να κυριαρχήσει στην ανθρωπότητα.

Ενώ λοιπόν ο ανυποχώρητος μαρξιστικός – λενινιστικός δογματισμός και η περιχαράκωση της κομμουνιστικής ορθοδοξίας στα πρότυπα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» χαρακτηρίζουν  την ιδεολογική ανυδρία της αθεράπευτα προσκολλημένης  στο παρελθόν Αριστεράς, η Ριζοσπαστική Αριστερά αναζητεί την επιβίωσή της σε άλλες ατραπούς, χωρίς, όμως, να κατορθώνει να υπερβεί τις αφετηριακές της καταβολές, καταλήγοντας, με νέους όρους, να ανακυκλώνει παλαιά και φθαρμένα υλικά.   

Η πολιτική ορθότητα (political correct) είναι η σύγχρονη αντίληψη, η οποία υπαγορεύει, αφ’ ενός μεν, την αποφυγή εκφράσεων, χαρακτηρισμών ή συμπεριφορών, που πιστεύεται ότι αποκλείουν ή προσβάλλουν ομάδες ανθρώπων μειονεκτούντων κοινωνικά, αφ’ ετέρου δε, την συμμόρφωση με τις πεποιθήσεις των άλλων. Ουσιαστικά πρόκειται για αστυνόμευση της σκέψης, που επιβάλλει «αυτολογοκρισία» και αποδοχή, ως ορθών, αντιλήψεων  τις οποίες, στην πραγματικότητα, έστω και αν δεν συμμερίζεται αυτός που τις εκφράζει, τις υιοθετεί από φόβο μήπως θεωρηθεί «αντιδραστικός», «οπισθοδρομικός», «ρατσιστής», «σεξιστής» ή «ομοφοβικός».

Ακόμη και αν δεχθούμε ότι, ξεκίνησε ως  καλοπροαίρετη διάθεση κοινωνικής ευαισθησίας έναντι ασθενεστέρων κοινωνικών ομάδων, έχει καταλήξει να απαιτεί την αναθεώρηση της ακαδημαϊκής ύλης των πανεπιστημίων και των προτεραιοτήτων  της πολιτικής ατζέντας, με στόχο την εκ νέου διατύπωση   των πορισμάτων της ιστορικής γνώσεως και την πλήρη αμφισβήτηση των επιτευγμάτων του δυτικού πολιτισμού.  

Η υιοθέτηση της πολιτικής ορθότητας από την ριζοσπαστική  Αριστερά εμπεριέχει την «συμπερίληψη», ως έννοια που αποτυπώνει την διάθεσή της να θέσει υπό την προστασία της κάθε κοινωνική, φυλετική ή σεξουαλική μειονότητα, αναγνωρίζοντάς την ταυτόχρονα ως φορέα εκσυγχρονισμού και προόδου της κοινωνίας.  Συμπερίληψη σημαίνει πως δεν αφήνουμε κανέναν έξω από το σύνολο της κοινωνίας, πως δεν αποκλείουμε κανέναν ούτε από την εκπροσώπηση ούτε από τις κοινωνικές αναπαραστάσεις και ότι δεν κάνουμε καμιά διάκριση με βάση την φυλή, το φύλο, την εθνικότητα, την ηλικία, την αρτιμέλεια, τις ιδιομορφίες, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την οικονομική κατάσταση και τις θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις.

Όμως, στην πράξη, η πολιτική ορθότητα, επιβάλλοντας την αναπόδραστη αναγκαιότητα της «συμπερίληψης» (νέα «μαγική» λέξη στο «προοδευτικό λεξιλόγιο), καθιέρωσε όρια, προδιαγραφές, προσανατολισμούς, τρόπους σκέψεως και μεθόδους διαχείρισης, που καταλήγουν στον παραγκωνισμό και την εξαφάνιση, ως ιδεολογικά «αντιδραστικών», αντιλήψεων που συνιστούν ιστορική πραγματικότητα και των οποίων η ακύρωση (cancel culture) συνιστά παραχάραξη της ιστορίας του πολιτισμού. Τελικά δε αυτός ο δήθεν «καλοπροαίρετος» και τεχνητά «προοδευτικός κόσμος» θυμίζει τον Ζντάνοφ , δηλαδή την σταλινική επιβολή κοινωνικών και ιδεολογικών προτύπων και τις επιταγές του σοβιετικού «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», που κατηύθυνε την τυπική, παραδοσιακή και δογματική κομμουνιστική τέχνη του υπαρκτού σοσιαλισμού . 

Ο δικαιωματισμός είναι η ποικιλόμορφη έμφαση στην  υπεράσπιση των δικαιωμάτων, η οποία λαμβάνει την μορφή ακτιβισμού και κυριαρχείται από την αντίληψη ότι, η προστασία συγκεκριμένων ατόμων ή ομάδων επιβάλλεται να γίνεται, χωρίς αίσθηση γενικού συμφέροντος και με πλήρη αδιαφορία για την κοινωνική συνοχή. Πρόκειται, στην ουσία, για ολοκληρωτική αντίληψη  η οποία, υπό το πρόσχημα του σεβασμού και της προστασίας τους, μετατρέπει τα δικαιώματα σε εργαλεία πολιτικής αντιπαράθεσης και σύγκρουσης, αδιαφορώντας για τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου, για την εσωτερική ασφάλεια και την πολιτική σταθερότητα της χώρας και για τους εξωτερικούς κινδύνους που την απειλούν. Ο δικαιωματισμός εμφανίζεται να διεκδικεί την πλήρη απάρνηση των κοινωνικών, πολιτισμικών και αξιακών κεκτημένων, την  νομιμοποίηση προσωπικών επιλογών ως κανόνων αυξημένης τυπικής ισχύος και την κατίσχυση των ολίγων έναντι των πολλών.   

Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, ο δικαιωματισμός, έχοντας την μορφή έξαλλου ακτιβισμού, βασίζεται σε μια ψευδή εικόνα των κοινωνιών τους, τις οποίες εμφανίζει ως άδικες, καταπιεστικές, αυταρχικές και διαρκώς επιδεινούμενες.  Οι ακτιβιστές του δικαιωματισμού υποστηρίζουν ότι οι κοινωνίες αυτές είναι ρατσιστικές, σεξιστικές, «φοβικές». Ο όρος «φοβικός» δεν ερμηνεύεται ως παράγωγο του φόβου ή της φοβίας, αλλά υπονοεί την επιθετικότητα του «φοβικού»· την επιβολή κολάσιμων διακρίσεων στο αντικείμενο του φόβου του. Η αφετηρία αυτής της ακτιβιστικής κουλτούρας -ο αντιρατσισμός, οι νεοφεμινισμός, οι ταυτοτικές διεκδικήσεις, η πολυπολιτισμικότητα- είναι η ιδεοληψία ότι ο ρατσισμός εμμένει και εντείνεται, όπως άλλωστε η βία εναντίον των γυναικών και εναντίον οποιασδήποτε άλλης πραγματικής ή φαντασιακής κοινωνικής ομάδας, πέραν των ετεροφυλοφίλων λευκών ανδρών. Ο ακτιβισμός αυτού του είδους καλεί τους ανθρώπους σε διαρκή επαγρύπνηση, η οποία καταλήγει συχνά σε γενικευμένη καχυποψία, συνωμοσιολογία και μισαλλοδοξία.

Οι δικαιωματιστές βλέπουν παντού εχθρούς: εχθρούς των μειονοτήτων -τις οποίες ορίζουν με αυθαίρετα κριτήρια και στις οποίες αποδίδουν ιδιότητες θύματος-, εχθρούς των γυναικών, τις οποίες διαχειρίζονται ως μειονότητα, και εχθρούς της ηθικής τάξεως. Την σύγχρονη ακτιβιστική κουλτούρα χαρακτηρίζει πανικός, αίσθημα ηθικής ανωτερότητας, ευθιξία και ευπάθεια, έλλειψη σεβασμού προς τους πολιτικούς και ιδεολογικούς αντιπάλους, καθώς και η επιταγή της ενιαίας, «ορθής» σκέψεως. Επιδιώκει την επιβολή της αρετής, όπως την αντιλαμβάνεται και επιτίθεται σαν όχλος, σε όποιον διαφωνεί με τις εκτιμήσεις και τις μεθόδους της. Η δικαιωματική αριστερά απαιτεί από τους αντιπάλους της- τα μέλη της υποτιθέμενης κυρίαρχης κοινωνικής τάξης -λευκούς, άνδρες, εύπορους, στρέιτ κλπ-  δημόσιες εκδηλώσεις εξιλέωσης για την αδικοκρατία εναντίον μειονοτικών ομάδων, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Αγνοεί σκόπιμα την πραγματικότητα του δυτικού κόσμου, όπου η νομοθεσία εξασφαλίζει την ισότητα των πολιτικών δικαιωμάτων, παραβλέπει την εξέλιξη των κοινωνικών αντιλήψεων και μοιάζει να ξεκινά από το μηδέν, ως εάν τα ανθρώπινα δικαιώματα επινοήθηκαν από τους σημερινούς ακτιβιστές και βρισκόμαστε στο σημείο εκκίνησης των αγώνων κατά του ρατσισμού, της πατριαρχίας και όλων όσα καταπίεζαν άλλοτε την ανθρωπότητα. Πρόκειται για  ιστορικό αναλφαβητισμό,  που καθιστά τον πάσχοντα, όχι μόνον κέντρο του κόσμου, αλλά και την αρχή του: οι δικαιωματιστές του 21ου αιώνα είναι πεπεισμένοι ότι, προτού πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, κυριαρχούσε ένα όργιο αυθαιρεσίας και διακρίσεων και παραβλέπουν ότι αν οι παλαιότεροι δεν είχαν χτίσει ευρείες, ανεκτικές δημοκρατίες, οι σημερινοί αγανακτισμένοι δεν θα μπορούσαν να ξεδιπλώνουν την ακτιβιστική τους δραστηριότητα, να ξηλώνουν πεζοδρόμια και να πυρπολούν την πόλη, με το πρόσχημα της «δίκαιης αγανάκτησης».  Η μη αναγνώριση της προόδου, που έχει συντελεστεί στον τομέα της προστασίας των δικαιωμάτων,  είναι αποτέλεσμα αμάθειας και αυταρέσκειας, στις οποίες προστίθεται ο συχνά ανεπίγνωστος, πολιτιστικός σχετικισμός που καταγγέλλει διαρκώς, ως εστία απανθρωπιάς, τη «Δύση» και ποτέ την Ανατολή. Στην ακτιβιστική κουλτούρα εγείρονται απαιτήσεις ταπείνωσης και τιμωρίας των «προνομιούχων», ως τρόπος εξιλέωσης των ενόχων και εξευμενισμού των άλλοτε τραυματισμένων κοινωνικών ομάδων. Εδώ, δεν γίνεται κατανοητό ούτε  ότι, οι ζώντες δεν ευθύνονται για τις αδικίες και τα εγκλήματα των περασμένων γενεών, ούτε το ότι η αναμόχλευση παλαιών παθών, με την καλλιέργεια οργής και εκδικητικότητας στα ιστορικά θύματα, εμποδίζει την ομαλή ανάπτυξή τους, στο περιβάλλον της αποκτηθείσας ισονομίας. Αν και η επίγνωση της αδικίας κάνει τον κόσμο καλύτερο, η μανία των δικαιωμάτων παραμερίζει τις υποχρεώσεις και δημιουργεί αθέμιτες προσδοκίες σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες -το «οικουμενικό δικαίωμα στην τεκνοποίηση» είναι μια τέτοια προσδοκία- οι οποίες προκαλούν, δυνάμει, εκμετάλλευση άλλων κοινωνικών ομάδων .

Το κίνημα woke (αφύπνιση, εγρήγορση, επαγρύπνηση) εμφανίστηκε στις ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του 2010, με προμετωπίδα του την καταπολέμηση των ρατσιστικών διακρίσεων, των κοινωνικών ανισοτήτων  και των προκαταλήψεων κατά των Αφροαμερικανών. Η επίκληση της δικαιοσύνης, που από την φύση της, ως ευγενής, ανθρωπιστική ιδέα, είναι γενικώς αποδεκτή, προκειμένου τα θύματα διακρίσεων και ανισοτήτων να τύχουν προσοχής και προστασίας, προσέφερε την βάση αποδοχής του γουοκισμού, απ’ όλους όσοι αισθάνονται ή θέλουν να εμφανίζονται ως αδύναμοι, αδικημένοι και καταπιεσμένοι.  Οι ακτιβιστές του κινήματος «Black Lives Matters» (οι μαύρες ζωές αξίζουν), με το εύρος των αντιδράσεων και των κινητοποιήσεων που προκάλεσαν, προτρέποντας τους πολίτες με τη φράση «stay woke» (μείνε άγρυπνος,  έσω σε εγρήγορση), με αφορμή την δολοφονία εγχρώμων Αμερικανών από αστυνομικούς, συνέβαλαν στην ταχεία διάδοσή του σε ευρύτατα στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας, αλλά και στα αμερικανικά πανεπιστήμια, όπου, σύντομα, ο γουοκισμός προσέλαβε διαστάσεις μαχητικής και φανατικής ιδεολογικής στράτευσης. 

Η Γαλλίδα κοινωνιολόγος Natahlie Heinich υποστηρίζει ότι πρόκειται για ρεύμα, που προσελκύει την συμπάθεια, λόγω της συστράτευσής του με θύματα διακρίσεων, αλλά, το οποίο, μέσα σε λίγα χρόνια, οδηγήθηκε, με τις υπερβολές του, σε μια πλειοδοσία δογματικών θέσεων και στην επιβολή υποχρεωτικών θεματικών και απαγορευμένων όρων, που έχουν προσλάβει ολοκληρωτικές πτυχές .  Μεταξύ δε των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του γουοκισμού, αναφέρει: α) την επιβολή μιας απόλυτα ιδεολογικοποιημένης σχέσης με τον κόσμο, που δεν επιτρέπει κανέναν άλλο κώδικα αναγνώρισης, δηλαδή η αυταρχική βεβαιότητα για μια άποψη, η οποία δεν επιδέχεται διάλογο, θεωρούμενη ως απόλυτη και αδιαμφισβήτητη: πχ. η πεποίθηση ότι η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων δεν έχει βιολογική θεμελίωση, αλλά αποτελεί «κοινωνική κατασκευή»! β) την σύγχυση ανάμεσα στο περιγραφικό ύφος του λόγου, που λέει τι είναι κάτι και στο κανονιστικό  ύφος, που λέει τι πρέπει να είναι, με συστηματική υπαγωγή του πρώτου στο δεύτερο: γνωρίζουμε πχ. τι είναι τα αγόρια και τι τα κορίτσια, αλλά ΠΡΕΠΕΙ να τα ονομάζουμε παιδιά, ή γνωρίζουμε ποιος είναι ο πατέρας και ποια είναι η μητέρα, αλλά ΠΡΕΠΕΙ να τους αποκαλούμε γονείς και να τους διακρίνουμε ως γονέα 1 και γονέα 2,  γ) την ιδιαίτερη μορφή ανοησίας, που συνίσταται στην άγνοια της ιδιαιτερότητας της μυθοπλασίας, η οποία δεν ταυτίζεται με την πραγματικότητα, γι’ αυτό και είναι παράλογο να πιστεύουμε ότι προστατεύουμε τους ευάλωτους από την αναπαράσταση μιας δυσάρεστης πραγματικότητας, ωσάν να τους προστατεύουμε από την ίδια την πραγματικότητα: αν πχ. δεν χρησιμοποιήσουμε την λέξη νέγρος για την περιγραφή ενός μαύρου ανθρώπου, αυτομάτως νομίζουμε ότι τον απαλλάξαμε από τις διακρίσεις σε βάρος του! δ) την παραθεώρηση του συνολικού πλαισίου, οφειλόμενη κατά βάση με την έλλειψη ιστορικής παιδείας, η οποία οδηγεί στην κρίση των γεγονότων του παρελθόντος υπό τις συνθήκες και με τα κριτήρια της σημερινής εποχής: Η αποικιοκρατία, η δουλεία και η υποδεέστερη θέση των γυναικών στην αρχαιότητα και στον μεσαίωνα, αν κριθούν  με βάση τις σημερινές αντιλήψεις, καταλήγουν στην συνολική καταδίκη του πολιτισμού που διαμορφώθηκε στο παρελθόν, στην καταδίκη του λευκού ανθρώπου, ακόμη και των Ελλήνων της κλασσικής εποχής (παρ’ ότι οι δούλοι στην αρχαία Ελλάδα ήταν λευκοί και όχι μαύροι) και στην πλήρη και χωρίς «ελαφρυντικά» απαξίωση του ανδρικού φύλου! και, ε) τον φανατισμό, ο οποίος εμποδίζει τους προπαγανδιστές του γουοκισμού να διανοηθούν και να αντιληφθούν τις αρνητικές αντιδράσεις έναντι των πρωτοβουλιών τους και, τελικά, οδηγεί την γελοιότητα τόσο μακριά, ώστε να εξαντλούν τις πιθανότητες ενδιαφέροντος και συμπάθειας  που θα μπορούσαν να προκαλέσουν κάποιες από αυτές τις πρωτοβουλίες τους.  

Η οικειοποίηση του κινήματος από ποικιλόμορφες ομάδες ακτιβιστών, που αυτοχαρακτηρίζονται ως «προοδευτικές», «επαναστατικές», «αντιφασιστικές» και «αντισυστημικές», διεύρυνε το περιεχόμενο των διεκδικήσεων του, που πλέον περιλαμβάνει όλη την θεματολογία με την οποία η Αριστερά επιδιώκει να αποσταθεροποιήσει τις δημοκρατικές δυτικές κοινωνίες, με το πρόσχημα της προστασίας όλων εκείνων, που η ίδια θεωρεί ότι τους εκπροσωπεί και τους προστατεύει. Ο εκτραχηλισμός του κινήματος έχει πλέον φθάσει στο σημείο να περιλαμβάνει, στον κύκλο των ενδιαφερόντων του, όλες τις φερόμενες ως μειονοτικές ομάδες (έγχρωμους, ομοφυλόφιλους, μετανάστες, κλπ. κλπ.) αλλά και τις …γυναίκες, ακόμη και την κλιματική αλλαγή, να στρέφεται αποκλειστικά και μόνον κατά του δυτικού πολιτισμού, του λευκού ανθρώπου και του χριστιανισμού  και να επιδιώκει την αναθεώρηση της ιστορίας, παραχαράσσοντας τα γεγονότα και αμφισβητώντας ακόμη και τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τέχνης.… Στην ουσία πρόκειται για την διαμόρφωση ενός νέου δόγματος, με ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά και δικό του ιδεολογικό, ηθικό και αξιακό κώδικα, το οποίο απαιτεί την πλήρη συμμόρφωση στις αξιώσεις του και, παράλληλα, ενοχοποιεί τους μη συμμορφούμενους, επιστρατεύοντας εναντίον τους εχθροπάθεια, μίσος και επιθετικότητα, εμφανίζοντάς τους ως «φασίστες», «ρατσιστές», «δυνάστες», «αποικιοκράτες» και «σεξιστές»!...

Ο απώτερος σκοπός του κινήματος «woke» είναι το τέλος της κυριαρχίας του λευκού ετερόφυλου χριστιανού άνδρα και του πολιτισμού του, σε οποιονδήποτε και οτιδήποτε είναι διαφορετικό από αυτόν, δηλαδή τους εγχρώμους, τις γυναίκες, τους αλλοθρήσκους, τους ομοφυλόφιλους, φτάνοντας μέχρι το ζωικό και φυτικό βασίλειο και τον πλανήτη εν γένει.  Τα συνακόλουθα αυτής της κυριαρχίας δεν θεωρούνται απλώς κάποιες μεμονωμένες άτυχες στιγμές της ιστορικής διαδρομής της Δύσης, με δεδομένες τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες και αντιλήψεις, αλλά εκλαμβάνονται ως «συστημικά» φαινόμενα, απόρροια της δομής του δυτικού πολιτισμού, τα οποία δημιούργησαν αναρίθμητα θύματα και ένα τεράστιο ηθικό χρέος, που επιβάλλει την επανόρθωση αυτής της ιστορικής αδικίας.  Μέσα σ’ αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο, ο γουοκισμός συμπεριφέρεται ως μια νέα πεφωτισμένη πρωτοπορία, που, ως ένα είδος θρησκευτικής αποκάλυψης, ξύπνησε από ένα μακρύ ιστορικό παρελθόν και διαπίστωσε τις απαράδεκτες διακρίσεις που επιβάλλει ο δυτικός πολιτισμός και ο λευκός άνδρας, οι οποίοι, ακριβώς γι’ αυτά τα ανομήματά τους πρέπει να αποδομηθούν. Με αυτή την λογική αμφισβητούνται σημαντικά λογοτεχνικά έργα, αρχαίες τραγωδίες, καλλιτεχνικά επιτεύγματα, φιλοσοφικά κείμενα και ιστορικές προσωπικότητες, που συνθέτουν την μακρά ιστορία του δυτικού πολιτισμού, όπως ο Αριστοτέλης, που φέρεται ως απολογητής της δουλοκτησίας, ο Πλάτων, ύποπτος ως ανήκων στην λευκή φυλή, ο Σαίξπηρ ως σεξιστής, ο Βίκτωρ Ουγκό και ο Τσαϊκόφσκυ  ως ρατσιστές ! 

Η εκμετάλλευση αυτού του ιδεολογικού ρεύματος, που ανατρέπει την ιστορική πραγματικότητα, απορρίπτει τα επιτεύγματα του πολιτισμού και εκθεμελιώνει την κοινή λογική, εκλαμβάνεται από την Αριστερά ως αναγκαία ηθική αφύπνιση (!), η οποία, μάλιστα, οφείλει να μεταμορφωθεί σε πολιτική αφύπνιση. Κυνική, αλλά σαφής και απροκάλυπτη ομολογία!...

Πράγματι, εκτιμάται ότι, η Αριστερά μπορεί να είναι μια εκ των ένδον φωνή κριτικού αναστοχασμού στα κινήματα ηθικής αφύπνισης, προκειμένου να τα διανοίγει σε έναν ορίζοντα ιδιαζόντως πολιτικής καθολικότητας με έμφαση στη διεθνική ενότητα των εργασιακών υποκειμένων ως φορέων ανατροπής[...]Αυτό που μπορεί και οφείλει να κάνει η Αριστερά είναι να μεταμορφώνει την ηθική αφύπνιση σε μια ευρύτερη πολιτική αφύπνιση. Δηλαδή να τονίζει ότι κάθε τυχόν νίκη μιας επιμέρους ομάδας ατόμων δεν μπορεί να αποτελεί «σαξές στόρι», τουλάχιστον όχι μέχρι να επιτευχθεί μια καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση με έμφαση στη θέση του κόσμου της εργασίας. Η Αριστερά όχι μόνο δεν πρέπει να αρνείται την αφύπνιση, αλλά οφείλει να προκαλεί μια ακόμη βαθύτερη αφύπνιση, μια αφύπνιση πολιτική και όχι απλώς ηθική, ότι οι επιμέρους ελευθερίες είναι πραγματικές μόνο αν εντάσσονται στην καθολική ανθρώπινη απελευθέρωση. Αυτό όμως μπορεί να συμβεί μόνο μέσω μιας διεθνικής αφύπνισης για το πώς είναι η κατάσταση του κόσμου της εργασίας σε κάθε χώρα και, κατ’ επέκταση, μέσω μιας διεθνούς αλληλεγγύης και σχηματισμού γεφυρών στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός κοινού αντιστασιακού και ανατρεπτικού υποκειμένου .

Ο γουοκισμός υποβαθμίζει ή καταργεί την πορεία του δυτικού πολιτισμού, εδραιώνει, στην θέση του, την άγνοια και την αμορφωσιά και υποκαθιστά το ερευνητικό πνεύμα και την αναζήτηση της αλήθειας με την στράτευση σε μια ιδεολογία, που λειτουργεί όπως η μεθαδόνη στην ιδεολογική στέρηση της Αριστεράς. Η απώλεια της προοπτικής του μαρξισμού-λενινισμού την οδηγεί στην αναζήτηση ιδεολογικής στέγης, σε οποιαδήποτε έμπνευση διεγείρει τον λυρισμό της κατά του καπιταλισμού και, κατ’ επέκταση, κατά του δυτικού πολιτισμού . Πρόκειται για «πολιτισμική στροφή» της Αριστεράς, σε μια νέα στρατηγική επιλογή, εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη και αναγκαία, η οποία, δίπλα στην υπεράσπιση μεγάλων συλλογικοτήτων, όπως η εργατική τάξη, υπαγορεύει το ενδιαφέρον της και για μικρότερα κοινωνικά υποσύνολα. Πέρα δηλαδή από τους «παραδοσιακούς» στόχους της, την διεκδίκηση οικονομικής ισότητας και την αναδιανομή πλούτου, υπέρ των «εργαζόμενων», κινητοποιείται, πλέον, για την υπεράσπιση των αξιών και των συμφερόντων περιθωριακών ομάδων (εθνικών μειονοτήτων, μεταναστών, ομοφυλοφίλων κλπ).

Σ’ αυτή την προσπάθεια, η «αποδόμηση» είναι η μαγική λέξη, που εμπνέει και καθοδηγεί το κίνημα:  Σημαίνει την «κριτική ανάλυση με απομυθοποιητικό στόχο» και εξυπηρετεί τον πολιτικό λόγο των δυνάμεων της Αριστεράς, που «αγωνίζονται ενάντια στις προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και τις διακρίσεις». Οι «προοδευτικοί» έχουν αναλάβει εργολαβικά την κηδεμονία όλων των μειονοτήτων – μαύρων, ομοφυλοφίλων, τρανς, μεταναστών, προσφύγων, μουσουλμάνων – και αντιμετωπίζουν κρίσιμα σύγχρονα θέματα, όπως  ο ρατσισμός, η σεξουαλικότητα, η πολυπολιτισμικότητα και η ισλαμική τρομοκρατία, με φανατισμό σταυροφόρων. Με δούρειο ίππο την πολιτική ορθότητα, που εξελίσσεται στην ιδεοληψία της woke culture, «αστυνομεύουν» την γλώσσα, εμφανιζόμενοι ως αποκλειστικοί φορείς «σεβασμού» και «ενσυναίσθησης» και επιχειρούν να διαλύσουν τις δυτικές κοινωνίες, σπέρνοντας παράνοια, σύγχυση, διχασμό, πόλωση και αντιπαλότητα.

Στην πραγματικότητα, οι ακτιβιστές του γουοκισμού, θεωρώντας ότι «πρέπει να τελειώνουμε με τον δυτικό πολιτισμό», επιχειρούν να «αποδομήσουν» ο,τιδήποτε αντιλαμβάνονται και ορίζουν ως πολιτικά και ηθικά μη ορθό, πεπεισμένοι απόλυτα ότι είναι «προοδευτικοί». Υπό αυτή την έννοια, η «προοδευτικότητα» έχει χάσει το νόημά της και απλώς υποδηλώνει τον ιδεολογικο-πολιτικό στοχασμό που θεωρεί ότι ενσαρκώνει το Καλό, δηλαδή την στράτευση στην Αριστερά ή την άκρα Αριστερά, με διατυμπανιζόμενο στόχο της τον αγώνα για ισότητα και δικαιοσύνη . 
Είναι γεγονός ότι, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, το κίνημα woke δεν έχει βρει απήχηση στην ελληνική πραγματικότητα. Η ευθεία και ολομέτωπη επίθεση μερίδας του ακαδημαϊκού κατεστημένου που το προωθεί, στις πανεπιστημιακές αίθουσες, κυρίως των Αγγλοσαξονικών χωρών και της Γαλλίας, προσκρούει, επί του παρόντος, στην συνειδητή άρνηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού να αποκοπεί από την βαριά πολιτιστική του κληρονομιά και την αυτοπεποίθηση, που του προσδίδει η εθνική του καταγωγή και προέλευση. Εξ άλλου η Ελλάδα δεν είχε αποικιοκρατικό ή φυλετικό (εναντίον της μαύρης φυλής) παρελθόν, ώστε να βρει έδαφος η υστερία του γουοκισμού εναντίον του. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν  περιθώρια να ασκήσει ιδεολογική επιρροή στους κόλπους της ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπου ήδη θάλλουν αντιλήψεις, που συνιστούν το πλαίσιο ευδοκίμησης του γουοκισμού, όπως η δογματική προσήλωση σε κατασκευασμένες «αλήθειες», ο μνησίκακος φανατισμός, η μανιχαϊστική αντίληψη του κακού και του καλού ή του φωτός και του σκότους, η συνωμοσιολογική θεώρηση των πραγμάτων, ο ιστορικός αναθεωρητισμός και η αρρωστημένη απέχθεια έναντι του δυτικού πολιτισμού…
Η πολιτική ορθότητα, ο δικαιωματισμός και ο γουοκισμός εκφράζουν τον ιδιότυπο  και επιλεκτικό «εκλεκτισμό» της Αριστεράς, που  στην πραγματικότητα αποβλέπει στην διαίρεση και την απορρύθμιση της κοινωνίας, στην επικράτηση μειοψηφιών έναντι πλειοψηφιών, στην κυριαρχία του δικαιώματος ως απόλυτης αξίας, χωρίς την αντιστοιχία υποχρεώσεων και, τελικά, στην επιβολή των δικών της απόψεων ως αυθεντικών, για την ερμηνεία της ιστορίας και την οργάνωση των συγχρόνων κοινωνιών. Η μαύρη φυλή έναντι των λευκών, οι αξίες του Ισλάμ έναντι των αξιών του χριστιανικού κόσμου, η εκ βάθρων αμφισβήτηση της υπεροχής του δυτικού πολιτισμού, η άρνηση των επιτευγμάτων του «λευκού ανθρώπου», η αναθεώρηση της ιστορίας με έμφαση στον αποικιοκρατικό και ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα των ευρωπαϊκών χωρών, με παράλληλη ανάδειξη της Αφρικής ως μητέρας του πολιτισμού, η καταξίωση της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας ως υποδειγματικής πηγής υπερηφάνειας, αξιοπρέπειας και ελευθερίας, η απόρριψη της διακριτής ταυτότητας των φύλων, είναι οι βασικότερες εκδοχές μιας νοοτροπίας, την οποία καλλιεργεί συστηματικά πλέον η Αριστερά, για να επιτύχει την «άλωση» του δυτικού κόσμου, την οποία δεν πέτυχε να εδραιώσει για πάντα, ως πραγματικότητα, η κομμουνιστική εμπειρία…

Η ανεξέλεγκτη υποδοχή των μεταναστευτικών ροών, ως επιβεβαίωση άκρατου «ανθρωπισμού» και αλληλεγγύης, ο εξαιρετισμός των Ρομά, πέρα από νόμους και υποχρεώσεις κοινωνικής συμβίωσης, η υπερπροβολή της σεξουαλικής διαφορετικότητας, ως απόλυτα φυσιολογικής εκδοχής της ανθρώπινης ύπαρξης και η  ανάδειξη περιθωριακών, αντικοινωνικών και παραβατικών συμπεριφορών, ως υγιών αντιδράσεων, έναντι της αναλγησίας και της καταπίεσης της «αστικής» εξουσίας, του «αστυνομικού» κράτους και του καπιταλισμού και όχι ως απόρροια ανατρεπτικών ιδεολογικοπολιτικών διαθέσεων, οι οποίες κατατείνουν στην κοινωνική αναταραχή και αποσταθεροποίηση, συνιστούν το πλαίσιο δράσεων μιας Αριστεράς, που αναζητεί διεξόδους πολιτικής επιβίωσης και απορρύθμισης της κοινωνίας, πάντοτε με όραμα και προοπτική την δική της επικράτηση.

Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική ορθότητα και ο δικαιωματισμός έχουν ήδη εδραιώσει την παρουσία τους στην ελληνική δημόσια σφαίρα και, αργά αλλά σταθερά, διαμορφώνουν συνθήκες κοινωνικής επιρροής και επιβολής πολύ ισχυρότερες από την πολιτική απήχηση μιας, ούτως ή άλλως ταλαιπωρούμενης μέσα στην μετα-κυβερνητική της ανυποληψία, ριζοσπαστικής Αριστεράς…   

Τέλος, υπάρχει η νοσταλγία του ολοκληρωτισμού, που δεν μπορεί πλέον να εκδηλώνεται με τους μύθους, τους οποίους, επί 70 και πλέον χρόνια, καλλιέργησε και επέβαλε στην ανθρωπότητα το φάντασμα του μαρξισμού – λενινισμού. Έχουν όμως απομείνει τα απολιθώματά του, που δεν κρύβουν την επιρροή που ασκεί επάνω τους η γοητεία της απόλυτης και ανεξέλεγκτης εξουσίας, το πάθος της αυταρχικής επιβολής και κυριαρχίας, η μανία της ισχύος και της εξόντωσης ενοχλητικών αντιπάλων, ή, ακόμη και ανύπαρκτων εχθρών… 

Η περίπτωση του Πούτιν, που γαλουχήθηκε και ανδρώθηκε στους διαδρόμους της KGB, είναι ενδεικτική των κινδύνων που απειλούν την ανθρωπότητα, από αμετανόητους θαυμαστές και νοσταλγούς της πάλαι ποτέ σοβιετικής μονοκρατορίας. Και των οποίων μιμητές, στην μεγαλομανία και την παράνοιά τους, μπορούν να γίνουν υπερφίαλοι και φανατικοί αναθεωρητές, όπως ο Ερντογάν ή αποκρουστικοί ιεραπόστολοι του σκοταδισμού και του μίσους, όπως οι αγιατολάδες του Ιράν και οι άνανδροι δολοφόνοι του ISIS, της Χαμάς και της Χεζμπολάχ… 

Χαρακτηριστική η περίπτωση του άλλοτε υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας της κυβέρνησης Τσίπρα, Παναγιώτη Λαφαζάνη, που έμεινε στην ιστορία, όχι μόνον για την φαεινή ιδέα της εφόδου στο Νομισματοκοπείο, αλλά και για τις δουλοπρεπείς υποκλίσεις του στους Ρώσους, παρακαλώντας για ρούβλια, με τα οποία φιλοδοξούσε να μας σώσει από την οικονομική κρίση!

Ο ακραιφνής αυτός «δημοκράτης», που θεωρεί πρότυπο δημοκρατικού ηγέτη τον Ρώσσο τύραννο και κατηγορεί ως ναζί τους Ουκρανούς, που μάχονται για την ελευθερία της πατρίδας τους, πανηγύρισε έξαλλα τον «θρίαμβο» του Πούτιν, στην παρωδία εκλογών της αχανούς χώρας και, μεταξύ άλλων, δήλωσε και τα εξής: «Η νίκη του Βλ. Πούτιν μπορεί  να αποδειχθεί ιστορική και να  δώσει την ευκαιρία στον Ρώσο Πρόεδρο να κινηθεί με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και ταχύτητα για να πλήξει την γραφειοκρατία, για να προσανατολίσει την οικονομία και στα σύγχρονα καταναλωτικά αγαθά, για να ενισχύσει τους νέους τεχνολογικούς τομείς, για να περιορίσει δραστικά τα παρασιτικά τμήματα της ολιγαρχίας της Ρωσίας, για να προχωρήσει δυναμικά σε μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη και ενίσχυση της δημοκρατικής συμμετοχής των πολιτών και κυρίως για να προχωρήσει  τολμηρά την ιστορική του σύλληψη για ένα πολυπολικό κόσμο ισότιμης στενής συνεργασίας  ανεξαρτήτων δημοκρατικών εθνών και λαών,  που θα βάλει οριστικό τέλος στην αμερικανοβρετανική και ευρωενωσιακή νεοαποικιοκρατία στον πλανήτη.  Ο θρίαμβος Πούτιν μπορεί να γίνει θρίαμβος  κατά των Ουκρανοναζί του Κιέβου  και φάρος ελπίδας για το μέλλον όχι μόνο της Ρωσίας  αλλά κυρίως  για ένα δίκαιο και ασφαλή κόσμο με πρωταγωνιστές τους λαούς» !  

Ο Πούτιν, που εκλέγεται πρόεδρος με ποσοστά που θα ζήλευαν οι σοβιετικοί δικτάτορες του Κρεμλίνου και αφού προηγουμένως εξοντώνει ή αποκλείει κάθε «ενοχλητικό» αντίπαλό του, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά στα οποία συναντώνται ο παλαιοκομμουνιστικός ολοκληρωτισμός με τον σύγχρονο ρωσικό απολυταρχισμό. Η αριστοτεχνική περιγραφή αυτού του σύγχρονου ολοκληρωτισμού από την πένα του Τάκη Θεοδωρόπουλου  είναι απολύτως κατατοπιστική των γεγονότων:  

Στους παλιούς καλούς καιρούς της Σοβιετικής Ένωσης οι εχθροί του σοσιαλισμού κατέληγαν με μια σφαίρα στον σβέρκο. Ο πυροβολισμός ακουγόταν ως το διπλανό κελί. Το περιγράφει με ακρίβεια ο Καίστλερ στο «Μηδέν και το Άπειρο». Άλλοι πήγαιναν στα Γκουλάγκ της Σιβηρίας, το λοιμοκαθαρτήριο του ρωσικού απολυταρχισμού από την εποχή των Τσάρων. Η αποσταλινοποίηση εκσυγχρόνισε και τη μορφή της κάθαρσης της σοβιετικής αγνότητας από τα μολυσμένα κύτταρά της. Τους έστελνε στα ψυχιατρεία. Αναμενόμενο, αφού έπρεπε να είσαι ελαφρώς σαλεμένος για να αντισταθείς στο καθεστώς. Όλα αυτά όμως γίνονταν εν κρυπτώ και παραβύστω. Οι απόηχοί τους μόνον ξεπερνούσαν το Σιδηρούν Παραπέτασμα και έφταναν εις ώτα μη ακουόντων. Ο Σαρτρ, αρχιερέας της προοδευτικής διανόησης, είχε αποφανθεί ότι δεν πρέπει να «μιλάμε για όσα συμβαίνουν στη Σοβιετική Ένωση για να μην απογοητεύσουμε την Μπιγιανκούρ» – βιομηχανικό προάστιο των Παρισίων . Το Σιδηρούν Παραπέτασμα γκρεμίστηκε, η επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο άνοιξε τις Πύλες της, ήρθε ο Γκορμπατσόφ με την Περεστρόικα και την αυτοδιάλυση της αυτοκρατορίας, ο Γέλτσιν και ο Πούτιν. Η Δύση, για μια ακόμη φορά, έπεσε θύμα των ψευδαισθήσεών της. Με την ιδεολογική της προσήλωση στη δύναμη της δημοκρατίας της δεν μπόρεσε να δει την επέλαση του μεταμοντέρνου ολοκληρωτισμού.

Η ιστορία του Αλεξέι Ναβάλνι περιγράφει τη φυσιογνωμία του νέου ολοκληρωτισμού. Δικηγόρος που προσπάθησε να αξιοποιήσει τα «ανοίγματα» της δημοκρατίας στη Ρωσία, κατέληξε δηλητηριασμένος σ’ ένα νοσοκομείο της Γερμανίας. Όταν επέστρεψε στη Ρωσία, γνωρίζοντας ότι καμιά αντιπολίτευση δεν είναι δυνατή από εξόριστους, συνελήφθη και οδηγήθηκε σε μια φυλακή κάπου στη Σιβηρία. Θα υπέθετε κανείς ότι αυτό θα έφτανε για την εξουδετέρωσή του. Όμως δεν έφτανε. Μερικές εβδομάδες πριν από τις εκλογές οι δεσμοφύλακές του τον βρήκαν νεκρό και ως σήμερα ακόμη το πτώμα του αναζητείται.

Η Δύση καταγγέλλει, εξακολουθώντας αφελώς να πιστεύει πως το καθεστώς Πούτιν θα καμφθεί από τις δημοκρατικές της επιταγές. Η μεγάλη διαφορά του ολοκληρωτισμού της μετανεωτερικότητας από τον παραδοσιακό είναι ότι επιδεικνύει τη δύναμή του. Η Σοβιετική Ένωση έκρυβε τα θύματά της. Το καθεστώς τού Πούτιν τα επιδεικνύει ανενδοίαστα. Σαν να βγάζει τη γλώσσα στις δυτικές δημοκρατίες για να αποδείξει, για μια ακόμη φορά, την αδυναμία τους να τον αντιμετωπίσουν. Όπως έγινε με την Ουκρανία, έτσι και με τον Ναβάλνι. Κι εμείς τρέχουμε για να αποκαλύψουμε την αλήθεια. Χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι αυτό θέλει και ο Πούτιν. Να αποκαλύψουμε ότι κατάφερε να εξοντώσει τον μεγαλύτερο αντίπαλό του μερικές εβδομάδες πριν από τις εκλογές.

Το ανησυχητικό είναι ότι, η αίγλη του Πούτιν δεν περιορίζεται στους αμετανόητους νοσταλγούς και θαυμαστές του σοβιετικού μεγαλείου, που διατηρούν την Αριστερά υποταγμένη στον μαρξιστικό- λενινιστικό δογματισμό και τρέφουν την κρυφή ή και φανερή προτίμησή της για την μονοκρατορία του κομμουνιστικού κόμματος. Απλώνεται και σε αυτοαποκαλούμενους «πατριώτες», οι οποίοι αισθάνονται και πιστεύουν ότι, ο αυταρχισμός του Πούτιν, η ανεξέλεγκτη εξουσία του και ο νεοεπεκτατικός μεγαλοϊδεατισμός του, μπορούν να προσφέρουν στην Ελλάδα τις λύσεις των προβλημάτων που αντιμετωπίζει, στην ευρύτερη περιοχή της, υποκαθιστώντας την διεθνή θέση της χώρας και τις συμμαχίες της στον δυτικό κόσμο, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Το γεγονός ότι, η αποδοχή του αυταρχισμού, που σταδιακά προσλαμβάνει ολοκληρωτικές μορφές, της επιθετικότητας και της μεγαλομανίας του Πούτιν, είναι κοινή, έστω και με διαβαθμίσεις και από την Αριστερά και από την Ακροδεξιά, απλώς επιβεβαιώνει την ακατάλυτη ιδεολογική συγγένεια των δύο άκρων, αλλά και τους κινδύνους που κρύβει η αμφίπλευρη διάχυση αυτών των αντιλήψεων.

Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις


Διαβάστε ακόμη

Τα «άυλα» όπλα του Ισλάμ…

Ναρκωτικά, παράνομη μετανάστευση, τρομοκρατία και θεωρίες της αφύπνισης, είναι τα νέα όπλα του Ισλάμ στον πόλεμό του κατά της Δύσης.

Ας αφήσουμε πίσω τις χρόνιες στρεβλώσεις

Στην οικονομία, οι άνθρωποι ενεργούν αντιδρώντας σε κίνητρα και ευκαιρίες και όχι στην διεκδίκηση επιδομάτων και μόνιμη δια βίου αντιπαραγωγική απασχόληση.

Φόρτωση άρθρων...