Μέχρι πριν κάποια χρόνια οι πολίτες γνώριζαν και θεωρούσαν αυτονόητο, ότι με Πρωθυπουργική απόφαση οι Υπουργικές θέσεις θα καλυφθούν από εκλεγμένους Βουλευτές.
Το ίδιο δε, θεωρούσαν αυτονόητο και οι ίδιοι οι Βουλευτές. Αργά αλλά σταθερά αυτό το δεδομένο έχει αλλάξει στην πράξη και παρατηρούμε, ότι οι Πρωθυπουργοί καταφεύγουν όλο και περισσότερο σε εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα, τα οποία υπουργοποιούν.
Με τις ενέργειες αυτές πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, ότι δεν έχουμε Συνταγματική ή άλλη νομοθετική παραβίαση. Έχουμε όμως ένα «κενό», το οποίο θα πρέπει να αποσαφηνιστεί και αυτό για πολλούς λόγους.
Πρώτα απ’ όλα, οι ψηφοφόροι επιλέγουν ένα πολιτικό κόμμα, που τους εκπροσωπεί μέσω των πολιτικών θέσεών του και του προγράμματος που θα εφαρμόσει.
Το κόμμα αυτό συγκροτείται κοινοβουλευτικά από τους Βουλευτές που θα εκλεγούν, οι οποίοι ως υποψήφιοι είναι οι άμεσοι αντιπρόσωποί του προς τον λαό, καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο. Μια προεκλογική περίοδος που για τους υποψηφίους είναι δαπανηρή και σωματικά και ψυχικά αρκετά επιβαρυμένη.
Κατόπιν, ο ψηφοφόρος επιλέγει, να σταυροδοτήσει κάποιον ή κάποιους υποψηφίους Βουλευτές και δι’ αυτών να πλειοδοτήσει το κόμμα της επιλογής του αλλά και ο ίδιος να έχει άμεση πρόσβαση στο εκλεγμένο στη νομοθετική εξουσία πρόσωπο.
Αν το κόμμα πλειοψηφήσει, γνωρίζαμε από την εφαρμοσμένη πρακτική, ότι η Κυβέρνηση θα απαρτιστεί στο συντριπτικό της ποσοστό – αν όχι καθ’ ολοκληρία - εκ των εκλεγμένων Βουλευτών, όπου και κάποιοι θα υπουργοποιηθούν. Το ίδιο γνώριζαν και οι Βουλευτές.
Το «κενό» που αναφέρεται, εγγυάται στο γεγονός, ότι η Κυβερνήσεις πλέον απαρτίζονται κατά μεγάλη πλειοψηφία από μή εκλεγμένους Βουλευτές και αυτό θέτει ένα σοβαρό ερώτημα, ως προς τις οφειλόμενες ξεκάθαρες προεκλογικές θέσεις, τις οποίες πρέπει να έχουν τα πολιτικά κόμματα.
Δηλαδή, πρέπει ευθέως και χωρίς τις όποιες παρερμηνείες, να ενημερώνουν το εκλογικό σώμα περί των προθέσεών τους και συγκεκριμένα, του πλήρους ή μερικού διαχωρισμού της Κοινοβουλευτικής απαρτίας από την συγκρότηση της Κυβέρνησης.
Ας μας ενημερώσουν, ότι ο ρόλος των Βουλευτών θα είναι αποκλειστικά η Κοινοβουλευτική παρουσία και ψήφιση των νόμων και οι Κυβερνητικές θέσεις θα καλύπτονται από τρίτα πρόσωπα κατ’ επιλογή του Προέδρου του κόμματος και Πρωθυπουργού.
Κάτι τέτοιο, θα είναι πιο έντιμο έναντι όλων των συμμετεχόντων εκ των ιδιοτήτων τους στην εκλογική διαδικασία αλλά και πιο έντιμο έναντι της Δημοκρατίας μας. Κοινώς, θα υπάρχει διαχωρισμός Κοινοβουλευτικής ομάδας και Κυβερνητικών θέσεων.
Ας αναλογιστεί ο καθ’ ένας μας, αν γνωρίζει ή θυμάται κάποια πρόσωπα, τα οποία έχουν διατελέσει Υπουργοί ή Υφυπουργοί στις τελευταίες Κυβερνήσεις.
Ακόμη και στην σημερινή Κυβέρνηση, όπου τα πρόσωπα αυτά ασκούν άμεση δημόσια εξουσία. Λόγω μηδενικής ή ελάχιστης προβολής πολλούς νυν και πρώην Υπουργούς και Υφυπουργούς δεν τους γνωρίζουμε, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν εκτέλεσαν ή εκτελούν με ορθό τρόπο τα καθήκοντά τους.
Απλά, δεν είναι εκλεγμένα μέλη της Βουλής, δεν τους γνωρίσαμε κατά την προεκλογική περίοδο και αίφνης, τους μάθαμε στην ορκωμοσία τους και μέχρι εκεί.
Το Πρωθυπουργικό προνόμιο της επιλογής των προσώπων που θα συγκροτήσουν την εκάστοτε Κυβέρνηση, πρέπει να είναι γνωστό στους πολίτες της χώρας, όχι ως προς τα πρόσωπα αλλά ως προς τον χώρο προελεύσεως των προσώπων αυτών – εκλεγμένοι ή μή εκλεγμένοι.
Έτσι, θα οδηγηθούμε και στην αντίστοιχη νομοθετική ή Συνταγματική επιταγή, χωρίς αλλοίωση της μορφής του πολιτεύματος μας.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αυτοσκοπός του πολίτη – ψηφοφόρου «να δει
τον Βουλευτή του σαν Υπουργό». Είναι όμως δικαίωμα του πολίτη – ψηφοφόρου, να γνωρίζει εξ’ αρχής την εφαρμοσμένη πολιτική του κόμματος της επιλογής του στο σοβαρό θέμα της συγκροτήσεως της Κυβέρνησης.