Η πτώση του τζίρου στο λιανεμπόριο τροφίμων είναι ένα φαινόμενο που πάει πολύ πιο μακρυά από κάποιες απλοϊκές ερμηνείες…

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Όπως προκύπτει από την έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών που πραγματοποιεί η Ελληνική Στατιστική Αρχή, καθώς και από ευρήματα του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών), η δαπάνη για κατανάλωση τροφίμων στην Ελλάδα πέφτει από το 2009 και μετά.

Όμως, τον τελευταίο καιρό η πτώση αυτή επιταχύνεται και η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαιτέρως ανησυχητική.

Συνολικά, η μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών σε είδη παντοπωλείου έχει μειωθεί την τελευταία επταετία (2009-2015) λόγω της οικονομικής κρίσης κατά 16,3%, ενώ συγκεκριμένα η δαπάνη σε τρόφιμα κατά 12,5%.

Το 2009 το μέσο νοικοκυριό δαπανούσε μηνιαία σε είδη παντοπωλείου 444 ευρώ, ενώ το 2015 371 ευρώ, δηλαδή 73 ευρώ λιγότερο. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι οι συνολικές δαπάνες παντοπωλείου, διατροφής και εστίασης μειώθηκαν κατά 23,4% την περίοδο 2009-2015.

Με εξαίρεση το 2010, οπότε και η δαπάνη σε είδη παντοπωλείου των νοικοκυριών παρουσίασε για τελευταία φορά αύξηση, έκτοτε εμφανίζεται κάθε χρόνο μείωση που κυμαίνεται από 0,6% έως και 6,3%.

Ενώ, όμως, η δαπάνη των νοικοκυριών για είδη παντοπωλείου μειώθηκε σε αξία, η δαπάνη ως ποσοστό επί των συνολικών αγορών των νοικοκυριών αυξήθηκε. Το 2010 η δαπάνη σε είδη παντοπωλείου αντιστοιχούσε στο 21,5% των αγορών του μέσου νοικοκυριού, ενώ το 2015 αντιστοιχούσε στο 26,2%. Πρακτικά, δηλαδή, ενώ η δαπάνη σε είδη παντοπωλείου μειώθηκε, οι υπόλοιπες δαπάνες (π.χ. είδη ένδυσης, είδη επίπλωσης, υπηρεσίες) μειώθηκαν με ακόμη μεγαλύτερο ρυθμό.

Η εξέλιξη αυτή είναι αναμενόμενη, καθώς τα περισσότερα από τα προϊόντα παντοπωλείου και ειδικά τα είδη διατροφής εξυπηρετούν βασικές ανάγκες του καταναλωτή και, κατά συνέπεια, είναι δυσκολότερο να περικοπούν σε περιόδους οικονομικής κρίσης.

Θα πρέπει στο επίπεδο αυτό να διερευνηθεί πώς σχηματίζεται πλέον η συνολική δαπάνη των νοικοκυριών και ποια θέση κατέχουν τα προϊόντα της νέας τεχνολογίας –ιδιαίτερα δε αυτά της κινητής τηλεφωνίας, μία υπηρεσία που σε κάποιες περιπτώσεις απορροφά έως και το 15% του οικογενειακού εισοδήματος.

Επίσης, όπως επισημαίνει το ΙΕΛΚΑ, μεγάλο μέρος της μείωσης της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών αντιστοιχεί στην αξιοποίηση από τον καταναλωτή προσφορών και εκπτώσεων. Ένα άλλο σημαντικό μέρος αντιστοιχεί σε μεταβολή καταναλωτικών συνηθειών προς φθηνότερες εναλλακτικές προϊόντων (π.χ. κοτόπουλο αντί για μοσχάρι), σε μικρότερες συσκευασίες και αξιοποίηση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.

Συγκεκριμένα, σε σχέση με τις προσφορές: α) Οι 9 στους 10 καταναλωτές εξοικονομούν χρήματα μέσω προσφορών και 7 στους 10 τουλάχιστον 5% της αξίας των αγορών τους και β) Η μεσοσταθμική εξοικονόμηση είναι 11,2%, η οποία δεν αποκλίνει από τις μετρήσεις που έχει πραγματοποιήσει το ΙΕΛΚΑ για την πραγματική εξοικονόμηση του καταναλωτή από την αξιοποίηση προσφορών και εκπτώσεων.

Από βαθύτερης διαρθρωτικής πλευράς, οι παραπάνω τάσεις στις καταναλωτικές συμπεριφορές φέρνουν στο προσκήνιο το μέγεθος της κρίσης που μαστίζει την ελληνική οικονομία και κοινωνία και που, όπως προκύπτει από την εξάντληση των τραπεζικών καταθέσεων, έχει ισχυρά διαρθρωτικά αίτια που δεν αίρονται μόνον με σκληρές δημοσιονομικές προσαρμογές.

Αυτό σημαίνει ότι η κρίση στην χώρα μας δεν είναι εξωγενής, ούτε και προκλήθηκε από τα «λάθη» ξένων. Αντιθέτως, πρόκειται για βαθειά κρίση διαρθρωτικής φύσεως, η οποία δεν θα ξεπεραστεί με λογιστικά τεχνάσματα.

Όπως επισημαίνουν δύο διαπρεπείς οικονομολόγοι, ο Κων. Γάτσιος, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, και ο Δημήτρης Ιωάννου, «μόνον εμείς κρατάμε το κλειδί της λύσης και όχι οι άλλοι».

Συνεπώς, συμπεραίνουν, «η έξοδος από την κρίση μπορεί να προέλθει μόνον ως προϊόν ενδογενών ριζοσπαστικών αλλαγών και δραστικών μετασχηματισμών, που όμως δεν βλέπουμε να προωθούνται.

Ούτε καν τα ελάχιστα προαπαιτούμενά τους: η κατάργηση του κομματικού κράτους, η απελευθέρωση των αγορών και η καταπολέμηση των καρτέλ, η διαχείριση της ανεργίας και ως κοινωνικού προβλήματος, η μέριμνα αποφυγής του στραγγαλισμού των παραγωγικών επιχειρήσεων, ο περιορισμός της φορολογικής αδικίας.

Αντ’ αυτών, λαοκράτες και φασίστες, εθνομηδενιστές και εθνοπριαπιστές, μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί, επειδή αδυνατούν να δουν το πρόβλημα –πόσω μάλλον να προτείνουν λύσεις–, βρίσκουν καταφύγιο σε μία βολική μυθολογία περί των ξένων, είτε ως σωτήρων είτε ως καταστροφέων, ενώ στην πραγματικότητα και το πρόβλημα κα η εν δυνάμει λύση του είμαστε εμείς οι ίδιοι και μόνο».

Άντε, όμως, όλα αυτά να τα πει κανείς στον πιο «έξυπνο λαό του κόσμου»…