Του Πάνου Καρβούνη*
Η απόπειρα του Τούρκου προέδρου να « πνίξει» την Ελλάδα μέσα από ένα τσουνάμι μεταναστών και η ευφυής ελληνική αντίδραση με την ενισχυμένη φύλαξη των συνόρων αποτελούν μια κορυφαία στιγμή στη διαχείριση του μεταναστευτικού προβλήματος και μπορεί να γίνει αφετηρία για ν´ αλλάξει τελείως η απαράδεκτη κατάσταση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια .
Η Ελλάδα με τη πρωτοβουλία που πήρε στα σύνορα της καθώς και με την αναστολή υποβολής αιτήσεων ασύλου, επέδειξε μια πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα ,η οποία εξανάγκασε όλη την ευρωπαϊκή ηγεσία να στοιχηθεί πίσω της και να διακηρύξει ότι «τα ελληνικά σύνορα είναι και ευρωπαϊκά»!
Εάν η Ελλάδα δεν είχε αντιδράσει με αυτό το σθεναρό τρόπο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα είχε υιοθετήσει παρόμοια στάση στήριξης.
Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τα τελευταία χρόνια κλείσει τα σύνορά της και δεν δέχεται, όπως θα έπρεπε στο στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, μετεγκατάσταση προς τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, των αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα, η οποία έχει καταστεί η κύρια πύλη εισόδου μεταναστών/ αιτούντων άσυλο στην Ευρώπη κυρίως μέσω των νησιών μας.
Η πρόσφατη απόφαση σχετικά με τα ελληνικά σύνορα εξυπηρετεί λοιπόν άμεσα και την Ε.Ε. γιατί έτσι αποφεύγονται οι λεγόμενες «δευτερογενείς ροές», δηλαδή η (λαθραία) μετάβαση σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες παρανόμως εισερχομένων ατόμων στην Ελλάδα, πράγμα που διεκδικεί ευθέως ο Τούρκος πρόεδρος υπέρ των χιλιάδων ατόμων που μεταφέρει στα σύνορα του Έβρου για να μπουν στην Ελλάδα σαν πέρασμα προς τις άλλες χώρες!
Το θέμα τώρα είναι πως αυτή η κίνηση - λάθος της Τουρκίας, από τη μια μεριά, και η απροθυμία των άλλων χωρών της Ε.Ε. να μοιραστούν το βάρος που σηκώνει η Ελλάδα ως εξωτερικό σύνορο της Ε.Ε., από την άλλη, θα μπορέσει να οδηγήσει σε μια πλήρη ανατροπή του αρνητικού έως τώρα σκηνικού του μεταναστευτικού προβλήματος και των δυσμενών επιπτώσεων για τη χώρα μας.
Όντως, οι ανεξέλεγκτες ροές από τη Τουρκία, πέραν της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης και αχρείαστης έντασης που επιφέρουν σε μια δύσκολη εποχή , δοκιμάζουν σκληρά και τις τοπικές κοινωνίες, ιδίως στα νησιά, εν μέσω εφησυχασμού των άλλων χωρών της Ε.Ε. των οποίων η αλληλεγγύη εξαντλείται στη χορήγηση στη χώρα μας υλικών μόνο μέσων αντιμετώπισης της κρίσης ( κονδυλίων, ειδικευμένου προσωπικού, εξοπλισμού κλπ),αλλά ουσιαστικά επικρατεί το αξίωμα “not in my backyard”.
Πρέπει λοιπόν να συνεχίσουμε να κινούμαστε με δημιουργικό τρόπο ώστε να κεφαλαιοποιήσουμε τη τομή που επιτύχαμε σε πρώτη φάση και να οργανώσουμε για το μέλλον μια βιώσιμη για τη χώρα κατάσταση.
Η πρόταση μου βασίζεται στο γεγονός ότι η Τουρκία δεν είναι εμπόλεμη ζώνη, είναι τουναντίον «ασφαλής χώρα» κατά το διεθνές δίκαιο και γι’αυτό συγκεντρώνει ήδη ένα πληθυσμό 4 εκατομμύρια προσφύγων, των οποίων η ζωή και η ασφάλεια δεν διακινδυνεύουν επί τουρκικού εδάφους.
Η Ελλάδα θα μπορούσε λοιπόν να δηλώσει ξεκάθαρα, χωρίς να παραβαίνει το διεθνές δίκαιο,ότι δεν θα δέχεται καμιά αίτηση ασύλου από όσους παράνομα διασχίζουν τα σύνορά της ( θαλάσσια ή χερσαία) αφού εκκινούν από μια χώρα όπου δεν διατρέχουν κίνδυνο.
Οι αιτήσεις ασύλου θα πρέπει να υποβάλλονται, προς εξέταση, στα επί τουρκικού εδάφους ευρισκόμενα προξενεία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την Ευρωπαϊκή υπηρεσία ασύλου ( EASO) να έχει ένα συντονιστικό ρόλο.
Έτσι θα κρίνονται οι αιτήσεις ΠΡΙΝ διασχίσει κάποιος τα σύνορα και αν γίνουν αποδεκτές από τις διάφορες χώρες στις οποίες απευθύνονται, θα μεταφέρεται απευθείας από τη Τουρκία στις χώρες της τελικής υποδοχής , μεταξύ των οποίων θάναι φυσικά και η Ελλάδα (η φόρμουλα αυτή δοκιμάστηκε ήδη πιλοτικά στη Τουρκία υπό την ονομασία resettlement).
Προς επίρρωση του επιχειρήματος αυτού, θα αναφέρω μια πολύ πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που έκρινε ότι η Ισπανία δεν παραβίασε τα ανθρώπινα δικαιώματα δύο αλλοδαπών που είχαν εισέλθει παράνομα στο ισπανικό έδαφος, όταν τους απώθησε με συνοπτικές διαδικασίες. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση «… επειδή οι δυο αλλοδαποί δεν χρησιμοποίησαν τις υπάρχουσες νόμιμες διαδικασίες για να φθάσουν στο ισπανικό έδαφος»
Μια τέτοια αντιμετώπιση του ζητήματος θα καθιστούσε τελείως αποτρεπτική την παράνομη είσοδο στην Ελλάδα αλλά και πιο ασφαλή για τους αιτούμενους ασύλου τη μεταφορά τους προς τη χώρα τελικής υποδοχής.
Δεν θα είχαν πια λόγο να διασχίσουν θάλασσα, γεγονός που θα καταργούσε το επιχειρηματικό αντικείμενο των διακινητών, ενώ οι αυξημένες περιπολίες θα αποθάρρυναν τελείως κάθε τέτοια απόπειρα.
Συνεπώς θα πρέπει, στο πλαίσιο της πραγματοποιούμενης τώρα επαναδιαπραγμάτευσης από την Ε.Ε. της «Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας» του Μαρτίου 2016 για το μεταναστευτικό , να αιτηθεί η Ελλάδα προς τους εταίρους της να προστεθεί αυτός ο όρος, ιδιαίτερα γιατί η θέση σε ισχύ του νέου ευρωπαϊκού συμφώνου για το άσυλο και τη μετανάστευση, που θα προτείνει η Κομισιόν τον άλλο μήνα, θα πάρει τουλάχιστον 1 χρόνο και ήδη προβλέπεται ότι ορισμένα κράτη-μέλη της Ε.Ε. θα αρνηθούν να δεχθούν μετεγκατάσταση αιτούντων άσυλο στο έδαφος τους.
Παράλληλα, η Ελλάδα θα πρέπει να καταστήσει σαφές στους εταίρους της ότι αναμένοντας την έκβαση αυτής της διαπραγμάτευσης, δεν επιστρέφει στη προτεραία κατάσταση, αλλά κρατάει τα σύνορά της υπό αυστηρό έλεγχο και παρατείνει περαιτέρω την αναστολή υποβολής αιτήσεων ασύλου από άτομα που παρανόμως εισέρχονται στη χώρα.
Έχοντας πλέον περιορίσει τις μεταναστευτικές ροές, θα ήταν παράλογο η Ελλάδα να επανέλθει στο status quo ante, πόσο μάλλον που ο έλεγχος των συνόρων είναι βασική εθνική αρμοδιότητα μη εκχωρούμενη στην Ε.Ε.
Η Ελλάδα μπορεί, με αυτή τη κίνηση, να κάνει ρουά ματ στην εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού ζητήματος για πολιτικούς σκοπούς από τη Τουρκία και αυτό όχι μόνο προς ίδιον όφελος, αλλά και προς όφελος όλης της Ε.Ε., των προσφύγων που θα είναι πιο ασφαλείς αλλά και της φιλοευρωπαϊκής Τουρκίας.
Πράγματι , η Τουρκία θα λάβει, σαν αντίδωρο, απελευθέρωση των θεωρήσεων ( βίζας) για τους Τούρκους πολίτες, επιπλέον κονδύλια για τους πρόσφυγες, επανέναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων κλπ, επαναθερμαίνοντας τους δεσμούς της με την ΕΕ, γεγονός πολύ σημαντικό κατά τη τρέχουσα γεωπολιτική συγκυρία.
*Πρώην Επικεφαλής της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελλάδα και πρώην Ειδικός Σύμβουλος της Ε.Ε. για την Ελλάδα