Του Χρήστου Υφαντή
Ο λόγος είναι απλός και το πολιτικό επίδικο προφανές: Η μεταρρυθμιστική ατζέντα της κυβέρνησης έστω και κολοβή και ανεπαρκής, ειδικά όταν εκδηλώνεται σε χώρους - προπύργια αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογικά αριστεράς (πανεπιστήμια κ.λ.π.), απειλεί τον κυρίαρχο αριστερό λόγο και απομειώνει τη σημασία της ύπαρξης καν των αριστερών πολιτικών σχημάτων, που κυριαρχούν δεκαετίες τώρα στην ελληνική κοινωνία.
Κάθε φορά που εξελίσσονται διαδικασίες μεταρρύθμισης των παραδοσιακών κοινωνικών και πολιτικών δομών, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στη διάρκεια της μεταπολίτευσης (και πριν από αυτήν) υπό το κράτος της ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς με την εργαλειοποίηση της ήττας της στον εμφύλιο, προκύπτουν σημαντικά ζητήματα ακύρωσης της άτυπης αλλά πανίσχυρης εξουσίας της, συνεπώς τίθενται θέματα επιβίωσης της «στην τελευταία σοβιετική δημοκρατία της Ευρώπης».
Ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει σκληρή άμυνα απέναντι στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Είναι παντελώς αδύναμος να αντιπαρατεθεί στην μεταρρυθμιστική λογική ακόμη και όταν αυτή είναι φοβική και αδύναμη, δυσκολεύεται να βρει στις σκωροφαγωμένες μπροσούρες των ζαχαριάδηδων τις απαραίτητες πολιτικές απαντήσεις επειδή δεν υπάρχουν και καταλήγει να ιδεολογικοποιεί βασικές κρατικές λειτουργίες, όπως η νόμιμη κρατική βία, ακόμη και αν κινδυνεύει να καταστεί γραφικός.
Ο Τσίπρας και οι συν αυτώ επικοινωνούν, με τα κινήματα των δρόμων και των πλατειών και με τους κάθε λογής «κουφοντινισμούς» της τελευταίας περιόδου, την δομική ανεπάρκεια του πολιτικού χώρου τους να αναγνώσει, έστω, τα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, να διαχειριστεί τα μεγάλα ερωτήματα που θέτει η τεχνολογική εξέλιξη, και να επιβιώσει κυβερνητικά όταν οι κοινωνίες στρέφουν το βλέμμα τους στα πραγματικά ζητήματα και αποκηρύσσουν τις ιδεοληψίες των κάθε είδους ψεκασμένων.
Είναι τέτοια και τόση η πολιτική κατάντια του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να σύρονται άφωνοι πίσω από κάθε ημίτρελλη κοινωνική αγωνίστρια που «παρακαλάει» τα ΜΑΤ να τη δείρουν και ζητά να φύγουν από το πανεπιστήμιο της (!!!) και ευλογεί, δια της σιωπής του, μερικές περίεργες περσόνες που σκίζουν στη μέση του δρόμου την εικόνα της Παναγίας απειλώντας τον ανήμπορο να αντιδράσει πολίτη και την ίδια ώρα κραυγάζουν συνθήματα για την Ελλάδα και την πατρίδα που πρέπει να πεθάνουν για να ζήσουν αυτές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αισθάνεται (και καλώς κάνει) ότι απειλείται από τη σταθερή εμμονή της κυβέρνησης στην υλοποίηση ακόμη και των στοιχειωδέστερων παρεμβάσεων στο βαθύ κράτος της «σοβιετίας» της πλατείας Κουμουνδούρου και του Περισσού, αντιλαμβάνεται ότι καθημερινά ωθείται στο πολιτικό περιθώριο, επιλέγει να πορευτεί και πάλι στην οδό των δήθεν «ηρώων» της αντίστασης στην κρατική αυθαιρεσία, αναγκάζεται, στην απόλυτη πολιτική ανυπαρξία του, να συναγελάζεται με τα «κουφοντινάκια» του Κουφοντίνα.
Αρνείται να δει καν την καθαρή και δημοσιοποιημένη κοινωνική αντίδραση απέναντι στις εκ του ασφαλούς «επαναστάσεις της φακής» του κατά συρροή δολοφόνου και αποδέχεται πως ακόμη και ένας Κουφοντίνας αριστερός δηλώνει, όχι ηλίθιος, άρα δεν έχει κανένα λόγο να παίζει με τη ζωούλα του την οποία υπεραγαπά έως του ακραίου φιλοτομαρισμού, στάση ζωής που αρνήθηκε, ως θεός, σε όσους εν ψυχρώ και άνανδρα δολοφόνησε στο όνομα μιας δήθεν επανάστασης του σαλεμένου μυαλού του.
Στις αμέσως επόμενες μέρες ο ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί να τοποθετηθεί και για το περιεχόμενο της δήλωσης Κουφοντίνα, με την οποία ο αρχιτρομοκράτης συνόδευσε την επιλογή κάθε κανονικού φιλοτομαριστή να διασώσει το τομάρι του, αντί να οδηγηθεί σε ένα «επαναστατικό» θάνατο.
Θα χρειαστεί να πάρει θέση απέναντι στην σαφή επιδίωξη του δολοφόνου να ηγηθεί αυτός και τα διάφορα «κουφοντινάκια» του κινήματος που αναπτύχθηκε στο όνομα του και υπέρ του.
Ο Κουφοντίνας ενέγραψε με την ανακοίνωση του συγκεκριμένες πολιτικές υποθήκες για τη στιγμή που θα αιτηθεί να αποφυλακιστεί με όρους και σε αυτές ο ΣΥΡΙΖΑ με τον Τσίπρα έχουν παραπληρωματικό ρόλο, συνιστούν ένα απλό αναγκαίο κακό, μια συνθήκη που είναι απαραίτητη σήμερα και ανεπαρκής αύριο για τον δολοφόνο και τους πολιτικούς του σχεδιασμούς.