Mε σαφείς αιχμές με αφορμή την πολιτική συγκυρία και τον τρόπο που δημοσιοποιούνται σοβαρά θέματα με έντονες επικρίσεις για τη Δικαιοσύνη, από μέσα ενημέρωσης που ασκούν, κατά τη γνώμη του πιέσεις και υποδείξεις στη δικαιοσύνη, τοποθετήθηκε στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος.
Ο κ. Ντογιάκος αναφερόμενος στις ενέργειες και τις μεθόδους της βελγικής εισαγγελίας στην υπόθεση Καϊλή -Παντσέρι, εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ σε προσπάθειες εμπλοκής της δικαιοσύνης σε θέματα που ευνοούνται από την πολιτική συγκυρία, ενώ μίλησε για «εκδότες» που επιχειρούν να επιβάλουν την άποψη τους στις δικαστικές αρχές.
Ο εισαγγελέας του ανωτάτου δικαστηρίου έκανε λόγο για προβληματικές σχέσεις μερίδας του Τύπου και της δικαιοσύνης, ενώ χαρακτήρισε αναποτελεσματικό τον ισχύοντα νόμο περί τύπου και υπήρξε επικριτικός σε προσπάθειες πολιτικών χώρων να αξιοποιήσουν στο πλαίσιο της πολιτικής συγκυρίας τις ενέργειες των δικαστικών αρχών.
Ο εισαγγελέας του ανωτάτου δικαστηρίου συμπερασματικά κατέληξε πως για τη δικαιοσύνη «ο δρόμος που είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει είναι μονοσήμαντος με οδηγό τις διατάξεις που η Βουλή των Ελλήνων θεσπίζει και απαιτεί να εφαρμοστούν, δηλαδή τις διατάξεις που ψηφίζουν τα ίδια τα πολιτικά κόμματα».
Ενδεικτικά, ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Πέραν των προβλημάτων στις σχέσεις μεταξύ Τύπου και Δικαιοσύνης δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι σημαντικές διαφορές αντίληψης και νοοτροπίας υπάρχουν μεταξύ Δικαιοσύνης και Πολιτικής, οι οποίες καταλήγουν σε θεσμικές συγκρούσεις μεταξύ τους και ενίοτε επιφέρουν αδικαιολόγητες αντιδράσεις των πολιτικών κομμάτων και των στελεχών τους. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούν όλοι ότι ο δρόμος όπου είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί η Δικαιοσύνη είναι μονοσήμαντος με οδηγό πάντοτε τις διατάξεις που η Βουλή των Ελλήνων θεσπίζει και απαιτεί να εφαρμοστούν, δηλαδή τα ίδια τα πολιτικά κόμματα.
Αναλυτικά η τοποθέτηση του κ. Ντογιάκου
«Αυτές τις μέρες παρακολουθούμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εντυπωσιασμό τις ενέργειες των αρμόδιων δικαστικών και αστυνομικών αρχών του Βελγίου στην υπόθεση της Ελληνίδας Ευρωβουλευτού και Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι ανακριτικές πράξεις των αρχών αυτών χαρακτηρίστηκαν αστραπιαίες και πράγματι είναι. Σύμφωνα όμως με δημοσιεύματα του βελγικού αλλά και του λοιπού ευρωπαϊκού τύπου η υπόθεση αυτή δεν οργανώθηκε, δεν εκτυλίχθηκε ούτε ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα, αλλά δουλεύτηκε από τον προηγούμενο χρόνο και συγκεκριμένα από τον Ιούλιο του έτους 2021 από τις αρμόδιες αρχές μεθοδικά και με απόλυτη μυστικότητα σε συνεργασία μάλιστα με μυστικές υπηρεσίες και άλλων πέντε ευρωπαϊκών χωρών, όπως γράφτηκε.
Είναι βέβαιο ότι αν μελετήσουμε σωστά και ψύχραιμα αυτά τα γεγονότα, ασφαλώς και θα αντλήσουμε πολύτιμα και χρήσιμα συμπεράσματα για τον τρόπο και τη μέθοδο των ξένων δικαστικών αρχών.
Και δεν μπαίνω στον πειρασμό να σχολιάσω τις δηλώσεις του Βέλγου Εισαγγελέα που χειρίζεται την υπόθεση, μιας χώρας που δεν κατηγορείται για δημοκρατικό έλλειμμα. Τι δήλωσε; «Χωρίς τις υποκλοπές δεν αντιμετωπίζεται το έγκλημα». Επομένως κάθε προσπάθεια υποβάθμισης της χώρας μας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με μία εύκολη σύγκριση των ελληνικών δικαστικών αρχών με τις δικαστικές αρχές του Βελγίου υπό διαφορετικά δικονομικά συστήματα είναι τουλάχιστον άδικη. Κάθε χώρα κινείται με το δικό της δικαστικό σύστημα και με τους δικούς της μηχανισμούς.
Ασφαλώς και δεν αμφισβητούνται οι καλές προθέσεις όλων εκείνων που από οποιαδήποτε θέση κι αν υπηρετούν τη Δικαιοσύνη αγωνίζονται ως πραγματικοί εργάτες για το καλό της και καταβάλλουν για τη βελτίωσή της όσες προσπάθειες μπορεί ο καθένας ανθρωπίνως να προσφέρει. Και οι προσπάθειες και οι αγώνες και τα λάθη αυτών των ανθρώπων είναι φυσιολογικά, καλοδεχούμενα και συγχωρητέα, γιατί είναι καλοπροαίρετα και εντός των ορίων των δυνατοτήτων τους. Τόσο μπορούν, τόσο προσφέρουν.
Δεν είναι ανεκτές οι συμπεριφορές κάποιων άλλων κατά κανόνα εκτός δικαιοσύνης που δήθεν κόπτονται για το καλό της.
Σε κάθε ευκαιρία και με κάθε ευκολία τη συκοφαντούν και την κατακρεουργούν με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο.
Δεν είναι δυνατόν μια μερίδα του Τύπου εκμεταλλευόμενη έναν ουσιαστικά πλήρως αναποτελεσματικό νόμο περί Τύπου να στρέφεται και να βυσσοδομεί όποιον κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του δεν ενεργεί σύμφωνα με τις επιθυμίες της, τις υποδείξεις της ακόμα και τις επιταγές της.
Δεν είναι άξιοι κάποιοι να φέρουν τον κάποτε άκρως τιμητικό τίτλο και ιδιότητα του εκδότη εφημερίδων ή περιοδικών. Κρατούν για τον εαυτό τους και μόνο ως επτασφράγιστο μυστικό το οικονομικό τους υπόβαθρο με βάση το οποίο έγιναν εκδότες. Στην πράξη υποβαθμίζουν την ιδιότητά τους αυτή και την ευτελίζουν υπογράφοντας ψευδή και συκοφαντικά δημοσιεύματα με χυδαίο περιεχόμενο και λεξιλόγιο.
Ίσως όμως ένας εκτεταμένος φορολογικός έλεγχος σε αυτούς τους ολίγους αποκαλύψει πολλά και ενδιαφέροντα σχετικά με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες.
Δεν είναι δυνατόν να χλευάζουν και να απαξιώνουν δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς συγκρίνοντας αυτούς με δικαστές και εισαγγελείς χωρών του εξωτερικού με διαφορετικά δικονομικά συστήματα έναντι των οποίων, κατά τη γνώμη τους, υπολείπονται κατά πολύ των ξένων.
Για να έχουν όμως αυτό το ηθικό δικαίωμα πρέπει προηγουμένως να μεταβούν οι ίδιοι στις χώρες που φαντάζονται ότι λειτουργούν τέλεια δικαστικά συστήματα για να δοκιμάσουν εκεί τις δυνάμεις τους και να συγκριθούν και εκείνοι με τους εκεί συναδέλφους τους. Μετά ας έρθουν να μας πουν τα αποτελέσματα.
Ασφαλώς σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του εξωτερικού οι αρμόδιες αρχές δεν θα τους επέτρεπαν να υβρίζουν και να συκοφαντούν ούτε να δίνουν οδηγίες και να πιέζουν μέσω των εντύπων που διευθύνουν τους αρμόδιους δικαστές για τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων και έκδοση αρεστών σε αυτούς αποφάσεων. Ούτε και να τους επισκέπτονται στα γραφεία τους και να τους πιέζουν και να τους απειλούν. Σίγουρα θα επέστρεφαν με το ίδιο εισιτήριο εκεί όπου ξεκίνησαν, γιατί μόνο σε ένα τέτοιο περιβάλλον άρρωστο μπορούν να επιβιώσουν.
Όποιος μέσα στο περιβάλλον αυτό αναγνωρίσει τον εαυτό του, ας μας πει τις απόψεις του, αν και το πιθανότερο είναι ότι θα συμπεριφερθεί δυναμικά και κυρίως δημοκρατικά με κάποιο λιβελογράφημα σε βάρος όποιου δεν συμφωνεί μαζί του.
Αλλά πέραν των προβλημάτων στις σχέσεις μεταξύ Τύπου και Δικαιοσύνης δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι σημαντικές διαφορές αντίληψης και νοοτροπίας υπάρχουν μεταξύ Δικαιοσύνης και Πολιτικής, οι οποίες καταλήγουν σε θεσμικές συγκρούσεις μεταξύ τους και ενίοτε επιφέρουν αδικαιολόγητες αντιδράσεις των πολιτικών κομμάτων και των στελεχών τους. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούν ότι ο δρόμος όπου είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί η Δικαιοσύνη είναι μονοσήμαντος με οδηγό πάντοτε τις διατάξεις που η Βουλή των Ελλήνων θεσπίζει και απαιτεί να εφαρμοστούν, δηλαδή τις διατάξεις που ψηφίζουντα ίδια τα πολιτικά κόμματα».