Άστατο ήταν το πολιτικό κλίμα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Οι κυβερνήσεις του Κέντρου και της Δεξιάς ανεβοκατέβαιναν είτε με μηχανορραφίες του Παλατιού, είτε λόγω εσωτερικών διενέξεων.
Είχαν μεσολαβήσει τρεις εκλογικές αναμετρήσεις (1946, 1950 και 1951) και στην Αρχή βρισκόταν η κυβέρνηση του στρατηγού Πλαστήρα της κεντροαριστερού προσανατολισμού ΕΠΕΚ, σε συνεργασία με το Κόμμα Φιλελευθέρων του Σοφοκλή Βενιζέλου. Στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης καθόταν ο νεοπαγής Ελληνικός Συναγερμός του στρατάρχη Παπάγου, ο οποίος είχε υπερκεράσει στο χώρο της Δεξιάς το παραδοσιακό Λαϊκό Κόμμα του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη.
Οριακή ήταν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με 131 στους 258, συνολικά, βουλευτές. Κι η προσχώρηση δύο βουλευτών της ΕΔΑ (των Μιχάλη Κύρκου και Λεωνίδα Καραμαούνα) λίγο μόνο βοήθησε την ΕΠΕΚ, αφού εξόργισε ακόμα περισσότερο τον αμερικανικό παράγοντα, που διαφέντευε τότε τη χώρα, με ενορχηστρωτή τον πρέσβη Τζον Πιουριφόι.
Οι ΗΠΑ ήθελαν νέες εκλογές και πρωθυπουργό τον Παπάγο. Το διατυμπάνιζε, άλλωστε ο Πιουριφόι: «Μόνη υπάρχουσα οδός είναι η διεξαγωγή εκλογών και μόνον σύστημα δια των δι’ αυτών ανάδειξιν ισχυράς κυβερνήσεως είναι το πλειοψηφικόν»!
Το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα προέβλεπε ότι το κόμμα που θα ερχόταν πρώτο σε κάθε εκλογική περιφέρεια θα ελάμβανε όλες τις έδρες της. Με αυτό θα επιτυγχανόταν από τη μια η καθολική κοινοβουλευτική εξαφάνιση της Αριστεράς κι από την άλλη μία όχι απλώς ισχυρή, αλλά παντοδύναμη κυβέρνηση του πρώτου κόμματος, το οποίο και στις εκλογές του 1951 ήταν ο Συναγερμός.
Τον «Μαύρο Καβαλάρη» τον κολάκευε πάντα μια καθαρά προσωπική στρατιωτική αναμέτρηση με τον στρατάρχη και την επεδίωκε ενδομύχως. Αυτή θα του την έδινε το πλειοψηφικό, αλλά οι βουλευτές, τόσο της ΕΠΕΚ, όσο και των Φιλελευθέρων, στην πλειοψηφία τους, όχι μόνο δεν το ήθελαν, αλλά πρότειναν και την επιστροφή στην απλή αναλογική. Ούτε καν την ενισχυμένη που ίσχυσε στις εκλογές του 1951. Επομένως, έλειπε αυτό το «κάτι» που θα έπειθε τον Πλαστήρα να λάβει αυτή την τολμηρή απόφαση. Κι αυτό το «κάτι» το βρήκε ο δαιμόνιος Πιουριφόι.
Τι ήταν αυτό το «κάτι» το αποκάλυψε, χρόνια αργότερα, ο τότε επιτελάρχης του Παπάγου, πολιτικός και συγγραφέας Σπύρος Μαρκεζίνης:
«Ο Αμερικανός πρέσβης εγνώριζε ότι ο Πλαστήρας είχε εκφρασθεί υπέρ μιας προσωπικής εκλογικής αναμετρήσεως μεταξύ αυτού και του Παπάγου.
Εγνώριζε επίσης ότι ο πρωθυπουργός επίστευε βαθύτατα στον πνευματισμό και, κατά την αφήγηση του Βενιζέλου στον συγγραφέα και στον Κύρο Κύρου (σ.σ. τον εκδότη της εφημερίδας «Εστία»), ο στρατηγός χρησιμοποιούσε ως διάμεσον έναν πολιτικό φίλο του. Ο Πιουριφόι εχρησιμοποίησε με τον κατάλληλο τρόπο γνωστή Αθηναία «καφετζού», την οποία ιδιαιτέρως ενεπιστεύετο ο πρωθυπουργός. Εκείνη ανέλαβε να πείσει τον στρατηγό ότι το πλειοψηφικό θα απέβαινε προς όφελός του και ότι αν επροκαλείτο από τον Παπάγο, έπρεπε, χωρίς επιφύλαξη, να αποδεχθεί την πρόκληση.
Ο Πιουριφόι μου ετηλεφώνησε: «Πέστε στον Παπάγο να προκαλέσει τον Πλαστήρα στη Βουλή για το πλειοψηφικό». Του επέστησα την προσοχή ότι ο Παπάγος δεν είχε κοινοβουλευτική εμπειρία και, αν τα πράγματα δεν εξελίσσοντο όπως τα προέβλεπε, η κατάσταση θα περιεπλέκετο. Επέμενε. Όχι χωρίς δισταγμούς, υπέδειξα στον στρατάρχη να το πράξει, χωρίς βεβαίως να αναφερθώ στις μεταφυσικές ευαισθησίες του Πλαστήρα και σε όσα από το παρασκήνιο είχε ετοιμάσει ο Πιουριφόι με τη συνεργασία της καφετζούς.
Ο Παπάγος, έπειτα από πολλή σκέψη, θα ανεβεί στο βήμα και θα πει στον Πρωθυπουργό: «Ως στρατιωτικοί, καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον καλύτερα. Γιατί να χάνουμε καιρό; Ας ψηφίσουμε το πλειοψηφικό. Και αν οι Έλληνες προτιμήσουν εσένα, εγώ θα σε αποδεχθώ. Αν ψηφίσουν εμένα, είμαι βέβαιος ότι το ίδιο θα κάνεις και συ. Απλά πράγματα». Ο Πλαστήρας, προς γενική κατάπληξη της Βουλής, απάντησε μονολεκτικά: «Δέχομαι».
Ποια ήταν, όμως, αυτή η καφετζού, που αν υιοθετήσουμε τη μαρτυρία του Μαρκεζίνη, έπεισε τον Πλαστήρα; H «κυρά Βάσω» με τ’ όνομα, που είχε για βοηθό «το Μαρικάκι το κουτσό», που το χαρακτήριζαν έτσι λόγω μιας αναπηρίας που είχε στο πόδι…
Μετά από αυτές τις εξελίξεις, διαλύθηκε η Βουλή και ορκίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση, υπό τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριο Κιουσόπουλο, για να διενεργήσει τις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952.
«Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος…»
Ο προεκλογικός αγώνας ήταν σκληρός. Οι οπαδοί του Παπάγου φώναζαν στις συγκεντρώσεις του «κάτω ο Μαύρος Γάτος» (για τον «Μαύρο Καβαλάρη» ενώ από τη Μόσχα ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης διακήρυττε: «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος... άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, ούλοι οι σκύλοι μια γενιά».
Με τέτοιο κλίμα στο χώρο της παραδοσιακής Αριστεράς, τι να κάνει ο δόλιος ο Πλαστήρας… Στο βρόντο πήγαν κι οι επαφές του με την ηγεσία της ΕΔΑ, στην οποία πρότεινε να τον στηρίξει ο μηχανισμός της στην υπόλοιπη χώρα κι εκείνος να της δώσει τις δυνάμεις του στη Λέσβο και στη Λευκάδα, ώστε εκείνη να εκπροσωπηθεί με 8 αντιπροσώπους στη νέα Βουλή.
Οι κάλπες ήταν καταιγιστικές: Ελληνικός Συναγερμός 49,22% και 247 βουλευτές, ΕΠΕΚ-Κόμμα Φιλελευθέρων 34,22% και 51 έδρες (εκ των οποίων 31 του Πλαστήρα και 20 του Σοφ. Βενιζέλου), ΕΔΑ 9,55% χωρίς κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και Λαϊκόν Κόμμα με 1,05% και 2 αντιπροσώπους.
Ο Πιουριφόι με την «κυρά Βάσω» είχε πιάσει διάνα. Ο Πλαστήρας δεν εκλέχτηκε καν βουλευτής κι η χώρα οδηγήθηκε σε αυτοδύναμες κυβερνήσεις της Δεξιάς για 11 χρόνια!
Από τη στήλη «20oς αιώνας - Στιγμές στην Ελλάδα» που δημοσιεύεται στο «Καρφί»