Αυτή, η τελευταίας εσοδείας, «επιμελώς ατημέλητη» επανεμφάνιση στην πολιτική σκηνή ομάδων της ακροδεξιάς, που διεκδικούν, δήθεν, την ουρά της Χρυσής Αυγής και πολύ έχουν «ταράξει» την ηρεμία της ακροαριστερού ακροατηρίου, με φυσιολογική συνέπεια να πλακώνονται στους δρόμους μαχαιροβγάλτες και στυλιαροδόροι «με τα κόκκινα στριγκάκια καρφιτσωμένα στο ένα άκρο», πολύ έχει ικανοποιήσει τον ΣΥΡΙΖΑ και τις εντός αυτού παλαιοκομμουνιστικές συνιστώσες και πολύ περισσότερο βολεύει όλη την κομμουνιστογεννή αριστερά να αλλάξει την ατζέντα και να δικαιολογήσει τη στάση της σε κορυφαία εθνικά θέματα, η συμφωνία αμυντικής συνδρομής Ελλάδας – Γαλλίας είναι ένα από αυτά.
Του Χρήστου Υφαντή
Ουδεμία έκπληξη! Η εγγεγραμμένη στο κομμουνιστογενές dna τριτοδιεθνιστική αντίληψη της ιστορίας και η εξ αυτής ειδική ανάγνωση των διεθνών σχέσεων υπό το αποκλειστικό πρίσμα των δήθεν αστικών συγκρούσεων, προς τις οποίες a priori τα εργατικά κινήματα και τα αριστερά κόμματα είναι από επιφυλακτικά έως αρνητικά (την ίδια ώρα εργάζονται, υποτίθεται, για να ηττηθούν όλες οι αστικές τάξεις και να θριαμβεύσουν οι εργατικές) δεν μπορεί παρά να οδηγήσει ολόκληρο «τον χώρο» σε μια στάση απέναντι στη συμφωνία Μητσοτάκη – μακρόν από ουδέτερη έως καθαρά αρνητική.
Το πρόβλημα που χρειάζεται να αντιμετωπιστεί (και από εκεί ξεκινούν οι γραφικότητες των διαρροών και των ανακοινώσεων της αριστερής «πρωτοπορίας») είναι πως αυτή η ανάγνωση της πραγματικότητας ανήκει στην εποχή που διατυπώθηκε και ουδόλως έχει σχέση με τη σημερινή εικόνα των διεθνών αντιπαραθέσεων, άλλωστε οι τριτοδιεθνιστές υπάρχουν (όπου υπάρχουν) ως τουριστικά αξιοθέατα, παρά ως θελκτικές επιλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πελαγοδρομεί ανάμεσα σε αυτές τις συνθήκες και εξ αυτής της παλινωδίας του καταλήγει να διεκδικεί από τη μύγα ξύγκι με αποτέλεσμα να αποθεώνει τη δική του συμμετοχή στην έναρξη των επαφών για τη σύναψη της συμφωνίας Ελλάδας – Γαλλίας και αμέσως μετά να αραδιάζει διάφορες αριστερίστικες παπάντζες του στυλ «εμείς θα κάναμε καλύτερη συμφωνία, τι εννοεί το άρθρο 2 για την ακεραιότητα και την εθνική κυριαρχία και τι επιπτώσεις έχει το άρθρο 18 για τις εκτός ΝΑΤΟ επιχειρήσεις της Γαλλίας στην Αφρική»…
Ο ρόλος του απέναντι σε μια συμφωνία που κατά κοινή ομολογία συνιστά επιτυχία της ελληνικής κυβέρνησης και αναδιατάσσει, ως ένα βαθμό, τις ισορροπίες στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου είναι αντίστοιχος του «και τούτο ποιείν και κείνο μη αφιέναι», με άλλα λόγια ένας πολιτικός ερμαφροδιτισμός, ένα γραφικό εκκρεμές που είναι ανίκανο να ισορροπήσει και «τραβάει προς τα αριστερά» συνεχώς.
Σε αυτό το σκηνικό και με τη συζήτηση στη Βουλή να προβλέπεται από δύσκολη έως βασανιστική για τον κ. Τσίπρα και την ηγετική του ομάδα η εμφάνιση των ακροδεξιών ομάδων με έντονο και το οπαδικό στοιχείο στους δρόμους και η κλασική σύγκρουση τους με τις αντίστοιχες ακροαριστερές είναι «βούτυρο στο ψωμί» της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αλλάξει την ατζέντα, να κυριαρχήσει στον πολιτικό ανταγωνισμό, να βρει δική της ατζέντα και να πιέσει την κυβέρνηση ποντάροντας στην εγγενή ενοχική της στάση απέναντι σε κάθε είδος αριστερής αντιπολίτευσης, θεσμικής και μη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τροφοδοτεί επίσημα την αντιπαράθεση αυτή, κινείται στο όριο της πολιτικής προβοκάτσιας, επιδιώκει να την μεγιστοποιήσει, να της προσφέρει χώρο να εξαπλωθεί, η σύγκρουση που προεξοφλείται είναι ότι καλύτερο μπορεί να του συμβεί, ώστε και την παραλυτική γι’ αυτόν πολιτική ηρεμία να ταράξει και να του προσφέρει την πολυτέλεια των επιλογών που η κυβέρνηση πεισματικά αρνείται, με την πολιτική της και τις επιτυχίες της, να του δώσει.
Η Κουμουνδούρου ψάχνει για «καυγά», έχει επισήμως διακηρύξει αυτή την πρόθεση της, οι ακροδεξιοί εν τη αφελεία τους τον προσφέρουν στο πιάτο και κάπου εκεί δημιουργείται συστηματικά η νέα κεντρική αντιπαράθεση με τον Τσίπρα και την κυβέρνηση να πιστεύει ότι στριμώχνει (λιγότερο, πάντως, από άλλες φορές) και το ΚΚΕ να «καπελώνει» σε αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο για την πρωτοκαθεδρία στην αριστερά.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, πως μετά τις πρώτες κωμικές προσεγγίσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη συμφωνίας Ελλάδας – Γαλλίας και με την προσεχή Παρασκευή να επελαύνει απειλητική για την κομμουνιστογενή αξιοπιστία και στα θέματα των διεθνών σχέσεων της χώρας (η κυβέρνηση έχει όλα τα χαρτιά στα χέρια της και την ικανότητα να τα παίξει) το θέμα έχει χαθεί από την οπτική της, έχει καταχωνιαστεί στα υπόγεια, το έχει διαδεχθεί «η νεοφασιστική απειλή και οι επιθέσεις των ακροδεξιών σε ειρηνικούς και φιλήσυχους διαδηλωτές» (Φίλης σήμερα το πρωί).
Πόσο θα κρατήσει αυτή η ιστορία με τους νεοναζιστές; Όσο βολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ και την υπόλοιπη αριστερά να βγει από τη δύσκολη θέση που την έφερε η κυβέρνηση να χρειάζεται να σκεφθούν και να λειτουργήσουν εθνικά απέναντι σε ένα ακροατήριο που σήμερα είναι πολύ περισσότερο υποψιασμένο για τους κομμουνιστικούς μύθους του προλεταριακού διεθνισμού και τις κλασικές παρανοϊκές προσεγγίσεις των εξοπλισμών και των διεθνών συμφωνιών.
Έως την Παρασκευή σίγουρα, η συζήτηση στη Βουλή προβλέπεται να αποτελέσει σημείο καμπής για την αξιωματική αντιπολίτευση και το πολιτικό της ακροατήριο, η κυβέρνηση δεν δείχνει διατεθειμένη να ζητήσει ευρύτερες συνεργασίες σε βάρος της ουσίας της συμφωνίας, δεν θα κάνει «ούτε ένα και» πίσω από το κείμενο και όσα από αυτό εκπορεύονται, άρα η κατάσταση είναι «κανένα έλεος» για τον ΣΥΡΙΖΑ και τους υπόλοιπους Κουτσουμπο-βαρουφάκηδες, η Φώφη είναι μια κατηγορία μόνη της, απλώς ψελλίζει όσα φωνάζουν οι υπόλοιποι.