Ξεπερνά κάθε όριο προκλητικότητας και ανευθυνότητας η απόφαση μιας χούφτας συνδικαλιστών της ΣΤΑΣΥ να μπλοκάρουν σήμερα το κέντρο της Αθήνας, προκαλώντας κυκλοφοριακό έμφραγμα και δημιουργώντας συνθήκες συνωστισμού στα λεωφορεία με εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών να στοιβάζονται μέσα σ΄ αυτά.
Δεν είναι δυνατόν με αφορμή ένα τραγικό εργατικό δυστύχημα οι διάφοροι κουμανταδόροι της ελληνικής καθημερινότητας να αφαιρούν το δικαίωμα της έγκαιρης και ασφαλούς μετακίνησης των πολιτών, πυροδοτώντας συνθήκες χάους την ώρα μάλιστα που η χώρα δίνει τη μάχη ενάντια στην πανδημία.
Γιατί όταν η πλειοψηφία των μετακινούμενων τις πρωινές ώρες δεν έχει την οικονομική δυνατότητα για να μπει σε ταξί τότε αναπόφευκτα θα σπεύσει στα λεωφορεία της γραμμής μέσα σε απαράδεκτες συνθήκες του αδιαχώρητου, με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρός κίνδυνος υπερμετάδοσης της πανδημίας.
Δεν είναι όμως μόνο η κατάσταση στα ΜΜΜ που προκαλεί ανησυχία αλλά και η πίεση που δέχονται έτσι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν δεχθεί βαριά πλήγματα τους τελευταίους είκοσι και πλέον μήνες και δίνουν καθημερινά τη μάχη της επιβίωσης.
Τη μία φορά η 17 Νοέμβρη, την άλλη η απεργία, αύριο μια νέα πορεία και όλο αυτό το σκηνικό λειτουργεί αποτρεπτικά ώστε ο κάθε φορολογούμενος να μπορέσει επιτέλους κάποια στιγμή να βιώσει μια σχετική κανονικότητα σε μία χώρα που κατά τα άλλα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ωστόσο, για την κατάσταση που επικρατεί μεγάλη ευθύνη φέρει και η Πολιτεία και η εκάστοτε Κυβέρνηση που υπό το φόβο του πολιτικού κόστους χαϊδεύει ακροαριστερούς, κουκουλοφόρους και συνδικαλιστές και αφήνει περιθώρια να διαιωνίζεται μια κατάσταση που συνιστά ντροπή για την αστική δημοκρατία. Μέσα σ’ αυτή την ανάγκη για βελτίωση της καθημερινότητας για τους πολλούς και όχι για τους λίγους, εντάσσεται και η αδήριτη ανάγκη για την εφαρμογή του νόμου και την αυστηροποίηση των μέτρων για πράξεις που στρέφονται ενάντια στο κοινωνικό σύνολο και υπονομεύουν την εύρυθμη λειτουργία των πόλεων.