Σε πρώτη ανάγνωση οι εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950, από τις οποίες συμπληρώνονται 72 χρόνια, δεν ήταν κάτι σημαντικό στην ιστορία αυτού του τόπου, αφού η Βουλή που προέκυψε από αυτές ήταν βραχύβια.
Σε δεύτερη και πιο προσεκτική, όμως, ήταν σημαδιακές διότι ουσιαστικά πιστοποίησαν το τέλος του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου, όπως αυτός εκφραζόταν επί 35 χρόνια από το Λαϊκό Κόμμα από την πλευρά της Δεξιάς και το Κόμμα Φιλελευθέρων από την άλλη. Τα κόμματα αυτά, έλαβαν μέρος και στις επόμενες τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις είτε αυτόνομα, είτε σε συνεργασία με συγγενείς πολιτικές δυνάμεις, αλλά πλέον ήταν καταρρακωμένα κι όχι πρωταγωνιστικά. Και στην πορεία εξαφανίστηκαν από τον πολιτικό χάρτη.
Ήταν οι δύο πολιτικοί φορείς που παραδοσιακά ανταγωνίζονταν για την εξουσία αλλά μετά την απελευθέρωση, και ειδικά στα χρόνια του Εμφυλίου, έφτασαν να συγκυβερνούν, με τον αρχηγό των Λαϊκών, που διέθεταν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, Κωνσταντίνο Τσαλδάρη να παραχωρεί την πρωθυπουργία στον αντίστοιχο των Φιλελευθέρων, Θεμιστοκλή Σοφούλη. Αλλά κι όταν ο Σοφούλης έφυγε από τη ζωή τα δύο κόμματα συνέχισαν τη συνεργασία τους, με νέο πρωθυπουργό (από τις 30 Ιουνίου 1949) τον εξωκοινοβουλευτικό Αλέξανδρο Διομήδη και αντιπροέδρους της κυβέρνησης τον Τσαλδάρη και τον Σοφοκλή Βενιζέλο, ο οποίος ήταν πλέον ο αρχηγός του κόμματος που ίδρυσε ο πατέρας του.
Η κυβέρνηση Διομήδη ήταν εκείνη που επί των ημερών της τερματίστηκε στρατιωτικά ο Εμφύλιος, με τις μάχες στο Γράμμο και το Βίτσι, και απέδωσε για το λόγο αυτό την ύψιστη τιμή στον αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, ανακηρύσσοντάς τον στρατάρχη. Όμως, ο Παπάγος δεν αρκείτο σε αυτό, επιθυμούσε να πολιτευτεί ως αρχηγός κόμματος.
Στο πλαίσιο αυτό κι ενώ πλησίαζε η λήξη της τετραετίας, αφού η Βουλή είχε προκύψει από τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, κάλεσε στο γραφείο του (!), στις 5 Ιανουαρίου 1950, τον υπουργό Στρατιωτικών Παναγιώτη Κανελλόπουλο για να του υποβάλλει την παραίτησή του. Σ’ ένα βαθμό τον εξυπηρετούσε και το κλίμα για δική του επικυριαρχία, κι όχι του Τσαλδάρη, στο χώρο της Δεξιάς ,διότι εκείνες τις μέρες είχε ξεσπάσει ένα κυβερνητικό σκάνδαλο για απ’ ευθείας ανάθεση μεταφοράς πετρελαίου, με απόφαση του υπουργού Μεταφορών και βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος Πάνου Χατζηπάνου. Κι ενώ ο τελευταίος, μετά το σάλο που δημιουργήθηκε, έτεινε προς έξοδο από το Υπουργείο, τελικά έπεσε η κυβέρνηση. Κι αυτό διότι ο Βενιζέλος συγκάλεσε την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, η οποία αποφάσισε την αποχώρηση των Φιλελευθέρων.
Η Βουλή διαλύθηκε και νέος πρωθυπουργός ορίστηκε ο προσφάτως παραιτηθείς από το αξίωμα του προέδρου του Σώματος, Λαϊκός Τζον Θεοτόκης, με εντολή να διενεργήσει εκλογές, στις οποίες ο ίδιος, όπως είχε ανακοινώσει δεν θα έπαιρνε μέρος.
Στις νέες εκλογές, όμως, δεν ήταν μόνο ο Θεοτόκης που δεν πήρε μέρος αλλά και ο Παπάγος, αφού σε αυτή τη λογική κινούνταν, ακόμα τότε, το Παλάτι και στρατιωτικοί κύκλοι της Δεξιάς, οι οποίοι τον απέτρεψαν.
Αντίστοιχες πολιτικές διεργασίες γίνονταν και στο χώρο του Κέντρου. Από τις 3 Δεκεμβρίου 1949, ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο θρυλικός «Μαύρος Καβαλάρης» των βαλκανικών πολέμων, ο ηγέτης της Επανάστασης του 1922, ο κινηματίας του 1933 και του 1935 και πρωθυπουργός από τις 3 Ιανουαρίου ως τις 8 Απριλίου 1945, είχε συστήσει, από τις 3 Δεκεμβρίου 1949, το Κόμμα Προοδευτικών Φιλελευθέρων, για να εκφράσει την αντίθεσή του προς τον «δεξιόστροφο» Βενιζέλο.
Μετά την παραίτηση Διομήδη, ήλθε σε συμφωνία με τον πρώην πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό, αρχηγό του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος, και ίδρυσαν την ΕΠΕΚ, την Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου. Την αρχηγία του νέου φορέα ανέλαβε ο Πλαστήρας, ο οποίος παρότι συμμετείχε ενεργά σε όλες τις πολιτικές εξελίξεις της τελευταίας τριαντακονταετίας, δεν είχε πολιτευτεί ποτέ μέχρι τότε.
Η ΕΠΕΚ επεδίωκε από τη μια να προσεγγίσει την πλειοψηφία του βενιζελογενούς χώρου αλλά να εκφράσει και ΕΑΜογενή τμήματα των πολιτών, κομίζοντας κάτι νέο στην πολιτική ζωή. Κάτι που, όπως έδειξε ο σύντομος βίος της, κατάφερε να επιτύχει!
Από τις κάλπες της 5ης Μαρτίου που άνοιξαν στις 6.54 π.μ. κι έκλεισαν στις 6.20 μ.μ. αναδείχθηκε πρώτο το Λαϊκό Κόμμα με 18,80% κι ακολούθησαν το Κόμμα Φιλελευθέρων με 17,24%, η ΕΠΕΚ με 16,44%, το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου με 10,67%, η Δημοκρατική Παράταξη (ΕΑΜογενείς, που είχαν τις ψήφους του παράνομου, από το 1947, ΚΚΕ) με 9,70%, η Πολιτική Ανεξάρτητος Παράταξις (με αρχηγούς τους υπουργούς του Μεταξά, Κωνσταντίνο Κοτζιά και Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, που είχαν και την εκλογική βοήθεια του Παπάγου) με 8,15%, το Μέτωπο Εθνικής Αναδημιουργίας (με κύριο εκπρόσωπο τον Π. Κανελλόπουλο) με 5,27%, το Εθνικό Κόμμα Ελλάδος (του ηγέτη του ΕΔΕΣ Ναπολέοντα Ζέρβα) με 3,65%, η κεντρογενής Παράταξη Αγροτών Εργαζομένων (Αλέξανδρος Μπαλτατζής-Αλέξανδρος Μυλωνάς) με 3,62% και το Νέον Κόμμα (του Σπύρου Μαρκεζίνη, που είχε αποσπάσει πολλούς βουλευτές από το Λαϊκό Κόμμα) με 2,50%.
Από τις εκλογές αυτές, στις οποίες ηττήθηκε η Δεξιά και αναδείχθηκε νικητής το Κέντρο, ανέτειλε (και) η πολιτική λάμψη του Πλαστήρα, ο οποίος έγινε κι άλλες δυο φορές πρωθυπουργός (15 Απριλίου 1950 – 21 Αυγούστου 1950 και 27 Οκτωβρίου 1951 – 11 Οκτωβρίου 1952).
Και θα παρέμενε κι άλλο στο τιμόνι της χώρας, αν δεν σκόνταφτε όχι μόνο στην κακή κατάσταση της υγείας του, αλλά κυρίως στην αμερικανική και ανακτορική υπονόμευση, που πήγαινε αντάμα με τις παλινωδίες του Σοφοκλή Βενιζέλου…