Πρόταση νόμου για τη σύσταση Αρχής Προστασίας του Καταναλωτή κατέθεσε στη Βουλή το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, υποστηρίζοντας ότι οι δυσμενείς συνέπειες που υφίστανται οι καταναλωτές στη χώρα μας είναι υπέρμετρες και δυσανάλογες αυτών που από τις συνθήκες θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης νόμου, πλέον λίγες ενώσεις καταναλωτών παραμένουν ενεργές, δίχως να έχουν καμία υποστήριξη από την Πολιτεία, ενώ αδρανείς παραμένουν όλοι εκείνοι οι θεσμοί, στους οποίους μπορούσαν να θέτουν ζητήματα πολιτικής ή να έχουν συμβουλευτική επιρροή στις νομοθετικές ή πολιτικές αποφάσεις. «Η διοικητική εποπτεία της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή έχει αποδυναμωθεί πλήρως, καθώς η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή έχει καταργηθεί και το έργο της υποβαθμιστεί σε μία απλή Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή», αναφέρει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ σημειώνοντας πως σε αντίθεση με άλλες χώρες που οργανώνουν και αναβαθμίζουν περαιτέρω τη διοικητική προστασία του καταναλωτή, ενισχύοντας ή ιδρύοντας αντίστοιχες εποπτικές αρχές, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που αδιαφορεί και κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
«Αντί να δημιουργήσει μία ισχυρή Αρχή για την Προστασία των Καταναλωτών, επαναφέροντας ή μετεξελίσσοντας τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, προχώρησε στην υποβάθμισή της σε μία απλή Διεύθυνση και ουσιαστικά στην εγκατάλειψη κάθε διοικητικής εποπτείας για την επιβολή των κανόνων προστασίας καταναλωτή. Δίχως όμως πόρους και μέσα και σύγχρονη οργάνωση η Δημόσια Διοίκηση δεν είναι σε θέση να ασκήσει το ρόλο της όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων και της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών», υπογραμμίζεται στην πρόταση νόμου.
Στην πρόταση νόμου γίνεται λόγος για «έλλειμμα δημοκρατίας» στην αγορά και σημειώνεται ότι το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αναγνωρίζει και επισημαίνει την ανάγκη να ληφθούν μέτρα και πολιτικές που θα προάγουν τη θέση των καταναλωτών, ώστε να διασφαλιστούν συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού και δίκαιης και ισόρροπης κατανομής υποχρεώσεων και δικαιωμάτων.
Στο πλαίσιο δε αυτό αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να εισηγηθεί τη διαμόρφωση μίας νέας Αρχιτεκτονικής Προστασίας των Καταναλωτών, με τους ακόλουθους άξονες:
1) Την ίδρυση μίας ευέλικτης, εξειδικευμένης, ισχυρής και αποτελεσματικής εποπτικής αρχής για την προστασία των καταναλωτών.
2) Την ενίσχυση του ρόλου των ενώσεων καταναλωτών με την παροχή εκ μέρους της Πολιτείας πόρων για την λειτουργία τους, την ανάπτυξη προγραμμάτων για την ενίσχυση των υποδομών τους, την παροχή ενισχυμένων αρμοδιοτήτων για την επιβολή των δικαιωμάτων των καταναλωτών και την αποζημίωσή τους από παράνομες συμπεριφορές προμηθευτών.
3) Την ενίσχυση του Συνηγόρου του Καταναλωτή και άλλων διαμεσολαβητικών αρχών με αρμοδιότητες που θα καθιστούν σημαντικές τις παρεμβάσεις τους και αποτελεσματικότερη την εξωδικαστική διευθέτηση των καταναλωτικών διαφορών αλλά και τη ρύθμιση οφειλών.
4) Την ενίσχυση των ουσιαστικών δικαιωμάτων των καταναλωτών και την προαγωγή πολιτικών διαφάνειας ως προς τις χρεώσεις σε ειδικότερους τομείς, μεταξύ άλλων και με την αποκατάσταση των ρηγμάτων που έχουν προκαλέσει κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες των τελευταίων ετών.
5) Την ίδρυση και στη χώρα μας ενός Εθνικού Ιδρύματος Κατανάλωσης που θα πραγματοποιεί συγκριτικές δοκιμές, έρευνες, μελέτες, με σκοπό τη βελτίωση του ανταγωνισμού, μέσα από την ενίσχυση της ικανότητας των καταναλωτών να αξιολογούν και να συγκρίνουν τα προσφερόμενα προϊόντα και υπηρεσίες, όπως ενδεικτικά η Stiftung Warentest(Γερμανία), το Institut National de la Consommmation (Γαλλία)
«Με την παρούσα πρόταση νόμου ικανοποιείται η πρώτη από τις παραπάνω πολιτικές με την ίδρυση της Αρχής Προστασίας Καταναλωτή (Α.Π.ΚΑ.), η οποία αναλαμβάνει το έργο της εποπτείας στο πεδίο της προστασίας των καταναλωτών με ενισχυμένες και ευρύτερες αρμοδιότητες από αυτές των υφιστάμενων υπηρεσιών. Ένα σύνθετο, συνεχώς εξελισσόμενο και εμπλουτιζόμενο αντικείμενο, όπως είναι αυτό της προστασίας του καταναλωτή, προϋποθέτει υψηλή εξειδίκευση, συνεχή και συστηματική παρακολούθηση και την υιοθέτηση διοικητικών μεθόδων λειτουργίας, ευέλικτων και παραγωγικών που να εγγυώνται την ταχεία παρέμβαση της αρμόδιας αρχής προστασίας του καταναλωτή για την άσκηση της εποπτείας και τη συνεχή ανάπτυξη δράσεων, συνοδευόμενη, όπου είναι αναγκαίο, και με τη λήψη κανονιστικών μέτρων», αναφέρεται.