«Για να είμαι ειλικρινής, νιώθω σαν να ζω έναν εφιάλτη. Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τι έχουμε βιώσει τα τελευταία δύο χρόνια», λέει η 29χρονη Αφγανή Μάριαμ Μάροφ Αρβίν σε τηλεφωνική επικοινωνία με την DW. Η Μάριαμ έχει ιδρύσει μια οργάνωση πρόνοιας για γυναίκες και παιδιά και ζει στην Καμπούλ, την πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, την οποία κατέλαβαν οι Ταλιμπάν πριν από δύο χρόνια - στις 15 Αυγούστου 2021.
Με την απόσυρση των διεθνών στρατευμάτων οι Ταλιμπάν κατάφεραν να κατακτήσουν ολόκληρη τη χώρα μέσα σε λίγες εβδομάδες με μια αστραπιαία προέλαση. Κατά τα δύο τελευταία χρόνια επέβαλαν μια σειρά από απαγορεύσεις που περιορίζουν δραστικά τα δικαιώματα των γυναικών, αποκλείοντάς τες από τη δημόσια ζωή, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και την αγορά εργασίας και περιορίζοντας σημαντικά την ελευθερία μετακίνησής τους.
Προειδοποίηση πριν από την πτώση της πρωτεύουσας
«Δεν μπορώ να καταλάβω από πού προήλθε η ελπίδα ότι οι Ταλιμπάν είχαν αλλάξει ή έστω βελτιωθεί», λέει η Αρβίν και προσθέτει: «Πάντα γνωρίζαμε ότι με τους Ταλιμπάν στην εξουσία θα χάναμε όλα όσα είχαμε καταφέρει. Είκοσι ημέρες πριν από την ανάληψη της εξουσίας, ακτιβίστριες και εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών στην Καμπούλ οργανώσαμε συνέντευξη Τύπου, όπου προειδοποιήσαμε και πάλι την παγκόσμια κοινότητα. Είπαμε: Κοιτάξτε τις περιοχές που ελέγχονται από τους Ταλιμπάν και δείτε πόσο περιφρονούνται τα δικαιώματα των γυναικών. Όμως κανείς δεν ήθελε να μας ακούσει».
Οι Ταλιμπάν είχαν καταφέρει να πάρουν σταδιακά τον έλεγχο ολοένα μεγαλύτερων τμημάτων των αγροτικών περιοχών. Στις περιοχές που ήλεγχαν, οι γυναίκες εξαναγκάζονταν να συμμορφώνονται με το παραδοσιακό γυναικείο πρότυπο που επιβλήθηκε και κατά την πρώτη διακυβέρνηση των Ταλιμπάν, από το 1996 έως το 2001: οι γυναίκες απαγορευόταν να σπουδάσουν ή να εργαστούν και επιτρεπόταν να βγαίνουν από το σπίτι μονάχα συνοδευόμενες από άνδρες συγγενείς. Αν μια γυναίκα κυκλοφορούσε μόνη της, κινδύνευε με μαστίγωμα.
Οι Ταλιμπάν του 2021 δύσκολα θα διέφεραν από τους Ταλιμπάν της δεκαετίας του 1990, αναφέρει η πρώην υφυπουργός Ειρήνης του Αφγανιστάν Δρ. Αλεμά στην DW. Το υπουργείο Ειρήνης ήταν υπεύθυνο για τις ενδοαφγανικές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις και διαλύθηκε μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν. Σήμερα οι Ταλιμπάν έχουν απλώς γίνει πιο έμπειροι και προσεκτικοί. «Από τότε που επέστρεψαν στην εξουσία, έχουν εκδώσει 51 απαγορεύσεις για τις γυναίκες. Όμως δεν τις ανακοίνωσαν όλες μαζί, ώστε αφ’ ενός μεν να μην τρομάξουν την παγκόσμια κοινότητα, αφ’ ετέρου να μην στρέψουν την αφγανική κοινωνία εναντίον τους. Η εξουσία τους δεν είχε ακόμη εδραιωθεί», εξηγεί η Αλεμά.
Οι ΗΠΑ έδωσαν ελπίδα στους Ταλιμπάν
Το 2018 οι ΗΠΑ είχαν ξεκινήσει απευθείας συνομιλίες με τους Ταλιμπάν. Εάν είχαν συμμετάσχει η αφγανική κυβέρνηση και οι τοπικοί εμπειρογνώμονες, η ιστορία θα ήταν διαφορετική, πιστεύει η Αλεμά, η οποία τώρα ζει στη Γερμανία. Οι ΗΠΑ και οι εταίροι τους ήθελαν να λήξουν τη σύγκρουση στο Αφγανιστάν. Γιατί ακόμη και μετά την πτώση του καθεστώτος των Ταλιμπάν το 2001, οι Ταλιμπάν συνέχισαν να προβάλλουν σθεναρή ένοπλη αντίσταση κατά της αφγανικής κυβέρνησης και των ξένων στρατευμάτων. Επρόκειτο για μία πολυετή σύγκρουση που στοίχισε τις ζωές πολλών στρατιωτών και πολιτών.
Οι συνομιλίες με τους Ταλιμπάν κατέληξαν σε συμφωνία στις 29 Φεβρουαρίου 2020, με την οποία καθορίστηκε χρονοδιάγραμμα για την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων και των νατοϊκών μονάδων. «Η συμφωνία προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ειρηνευτικές συνομιλίες στις οποίες οι Ταλιμπάν θα διαπραγματεύονταν απευθείας με την αφγανική κυβέρνηση», εξηγεί η πρώην υφυπουργός Αλεμά. «Οι Ταλιμπάν όμως δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον να μας μιλήσουν. Γνώριζαν ότι οι ΗΠΑ θα έφευγαν από το Αφγανιστάν και δεν ήταν διατεθειμένοι να κάνουν παραχωρήσεις. Και οι ΗΠΑ, υποστηρίζοντας πως οι Ταλιμπάν έχουν αλλάξει, τους επέτρεψαν να ελπίζουν».
Η συμφωνία κατέβαλε το ηθικό της χώρας
Οι απευθείας διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ έδωσαν στους Ταλιμπάν αναγνώριση. Στο γραφείο των Ταλιμπάν στην Ντόχα του Κατάρ υπογράφηκε η συμφωνία που υποτίθεται θα έφερνε ειρήνη στο Αφγανιστάν: μία συμφωνία που αποδυνάμωσε το ηθικό του αφγανικού στρατού και μείωσε σημαντικά την αντίστασή του στη μετέπειτα προέλαση των Ταλιμπάν. «Αυτό που συνέβη στο Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2021 δεν ήταν ένας στρατιωτικός θρίαμβος των Ταλιμπάν, αλλά το αποτέλεσμα μιας πολιτικής απόφασης», αναλύει ο δημοσιογράφος Κούσχαλ Ασεφί. «Κανείς δεν είχε εικόνα για το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων με τους Ταλιμπάν. Φαινόταν πως οι δυτικές χώρες είχαν αποσύρει τη στήριξή τους προς την κυβέρνηση».
Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, ο Ασεφί αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Ως επικριτικός δημοσιογράφος δεν μπορούσε να μείνει στο Αφγανιστάν. «Οι εξελίξεις των δύο τελευταίων ετών ενισχύουν την αίσθηση ότι η χώρα έχει εγκαταλειφθεί στους Ταλιμπάν. Δεν φαίνεται πως έχει σημασία τι κάνουν. Στην καλύτερη περίπτωση δημοσιεύεται μια επικριτική δήλωση που καταδικάζει τις πολιτικές τους. Η αφγανική κοινωνία είναι αποθαρρυμένη και εξαντλημένη. Η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση και πάνω από 20 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας».
«Πολλοί σκέφτονται μονάχα πώς θα φύγουν από τη χώρα», συμφωνεί η ακτιβίστρια Αρβίν. «Είμαι απογοητευμένη που η παγκόσμια κοινότητα και η αφγανική κοινωνία συνθηκολόγησαν τόσο γρήγορα. Τα πράγματα είναι χειρότερα απ' ό,τι φοβόμουν. Όμως η αφγανική κοινωνία των πολιτών έχει έναν ισχυρό πυρήνα που δεν θα τα παρατήσει. Αυτός ο πυρήνας δεν πρέπει να υποτιμάται. Πιστεύω ακράδαντα σε εμάς».