«Πώς να ανεβάσουμε το ΙQ του παγκόσμιου πληθυσμού» είναι το στοίχημα που θέτει ο Εconomist στο τελευταίο τεύχος του. Η βίβλος του αστικού φιλελευθερισμού, έχει βαλθεί να μας κάνει πιο έξυπνους, προτείνοντας «απλούς τρόπους για να γίνει η επόμενη γενιά ευφυέστερη».
Όπως σημειώνει στο εισαγωγικό άρθρο του αφιερώματος, ο σύγχρονος άνθρωπος είναι κατά μέσο όρο πολύ πιο οξύνους από ό,τι οι προηγούμενες γενιές. Μια μελέτη σε 72 χώρες διαπίστωσε ότι ο μέσος όρος του Δείκτη Νοημοσύνης – IQ αυξανόταν κατά 2,2 μονάδες ανά δεκαετία μεταξύ 1948 και 2020.
Επιστημονικά αυτό ονομάζεται «φαινόμενο Φλιν» από το όνομα του Τζέιμς Φλιν, του επιστήμονα που την παρατήρησε πρώτος. Ο Φλιν αρχικά προβληματίστηκε από την ανακάλυψή του. Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να εξελιχθεί ο εγκέφαλος. Πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί τόσο γρήγορα μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες;
Καλύτερη διατροφή, υψηλότερο IQ
Η απάντηση είναι σε μεγάλο βαθμό ότι οι άνθρωποι τρέφονταν καλύτερα και είχαν περισσότερα ερεθίσματα. Όπως οι μύες χρειάζονται τροφή και άσκηση για να δυναμώσουν, έτσι και ο εγκέφαλος χρειάζεται τα σωστά θρεπτικά συστατικά και δραστηριότητα για να αναπτυχθεί. Τα παιδιά σήμερα έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες να υποσιτίζονται από ό,τι τις προηγούμενες δεκαετίες και είναι πιο πιθανό να πηγαίνουν σχολείο.
Ωστόσο, δεν υπάρχει περιθώριο για εφησυχασμό, σημειώνει το περιοδικό.
H αντιστροφή του φαινομένου Φλιν
Ο Εconomist εξετάζει την αντίστροφη όψη του φαινομένου Φλυν, και πώς τα νεανικά μυαλά σπαταλιούνται, με διαφορετικούς τρόπους. Από τη μία φέρνει το παράδειγμα του ανεπτυγμένου κόσμου, ειδικά των ισχυρότερων οικονομιών, όπως οι ΗΠΑ.
Οι επιδόσεις στα τεστ μαθηματικών και ανάγνωσης, έφτασαν στο «ζενίθ» στις αρχές της δεκαετίας του 2010, κι έκτοτε υποχωρούν.
Όπως υποστηρίζει το περιοδικό, επικαλούμενο στατιστικά στοιχεία του ΟΟΣΑ και του διεθνούς συστήματος εξετάσεων Pisa, στις πλούσιες χώρες, το φαινόμενο Φλιν έχει σε μεγάλο βαθμό εξαντλήσει τη δυναμική του.
Ως απόδειξη ότι η ανοδική πορεία του μέσου ΙQ έχει φτάσει σε «πλατό» παρουσιάζει την καθιζηση στις ακαδημαϊκές επιδόσεις των μαθητών σε μια σειρά χώρες του δυτικού κόσμου.
Αν και μια συνηθισμένη δικαιολογία είναι τα χαμένα χρόνια του κορονοϊού, τα στοιχεία συνηγορούν στο ότι το καθοδικο σπιράλ είχε ξεκινήσει πολύ πριν. Για παράδειγμα στις ΗΠΑ, οι επιδόσεις των μαθητών στα ετήσια τεστ μαθηματικών και κατανόησης κειμένου, έφτασαν στο «ζενίθ» στις αρχές της δεκαετίας του 2010, κι έκτοτε μένουν στάσιμες ή υποχωρούν.
Αντίστοιχη «ανάστροφη πορεία» ακολουθούν οι επιδόσεις των μαθητών σε διεθνή τεστ σε μια σειρά χώρες: Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο.
Φυσικά το «φάρμακο» που προτείνει ο Εconomist για να ανεβάσουν τους βαθμούς τους τα παιδιά του πρώτου κόσμου είναι νεοφιλελεύθερες λύσεις, όπως περισσότερα σχολεία με ιδιωτική χρηματοδότηση (τα περίφημα charter schools) για να «έχουν οι γονείς επιλογές», περισσότερες εξετάσεις κ.λπ.
H πείνα ρίχνει το IQ
Στον αντίποδα των καλοταϊσμένων παιδιών του πρώτου κόσμου, που ενώ έχουν τα υλικά εφόδια, η διανοητική τους εξέλιξη μοιάζει να έχει βρει.. τοίχο, βρίσκονται τα παιδιά του υπόλοιπου πλανήτη: Εκείνα που και να θέλει ο εγκέφαλός τους να εξελιχθεί, η πείνα δεν τον αφήνει
Σε παγκόσμιο επίπεδο, το 22% των παιδιών κάτω των πέντε ετών – περίπου 150 εκατομμύρια παιδιά – υποσιτίζονται σε βαθμό καχεξίας. Αυτό σημαίνει ότι και ο εγκέφαλός τους είναι πιθανό να είναι καχεκτικός. Τα μισά παιδιά στον κόσμο υποφέρουν από έλλειψη μικροθρεπτικών συστατικών, η οποία μπορεί επίσης να εμποδίσει την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Η κακή διατροφή και η έλλειψη ερεθισμάτων μπορεί να μεταφραστεί σε απώλεια έως και 15 μονάδων ΙQ. Αυτό έχει θλιβερές συνέπειες: μια μελέτη διαπίστωσε ότι η καχεξία στην παιδική ηλικία οδηγεί σε 25% χαμηλότερο εισόδημα.
Δε φταίει μόνο η φτώχεια
Η φτώχεια είναι ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος, παραδέχεται ο Εconomist, αλλά ένα άλλο μέρος είναι η άγνοια, υποστηρίζει.
Το βρετανικό περιοδικό παραπέμπει σε διεθνή στοιχεία της Unicef, που δείχνουν ότι περίπου τα μισά παιδιά που έχουν πολύ περιορισμένο διαιτολόγιο (που δεν περιλαμβάνει περισσότερες από δύο ομάδες τροφίμων) προέρχονται πράγματι από φτωχές οικογένειες. Τα άλλα μισά όμως δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα οξείας φτώχειας. Οπότε, άλλοι παράγοντες ευθύνονται επίσης.
Πολλοί γονείς, ακόμη και σε χώρες μεσαίου εισοδήματος, θεωρούν ότι αρκεί να γεμίσουν ένα βρέφος με υδατάνθρακες, αλλά παραμελούν τις πρωτεΐνες και τα μικροθρεπτικά συστατικά, σχολιάζει το δημοσίευμα.
Μια άλλη αιτία θεωρεί ότι είναι ο σεξισμός και η πατριαρχία. Σε πολλές χώρες, οι σύζυγοι συχνά τρώνε πρώτοι, καταβροχθίζουν τη νόστιμη πρωτεΐνη και αφήνουν τις έγκυες γυναίκες τους με έλλειψη σιδήρου. Οι υποσιτισμένες μητέρες είναι πιο πιθανό να γεννήσουν υποσιτισμένα μωρά.
Επείγει η καταπολέμηση του υποσιτισμού
Αν δεν βελτιωθεί η παγκόσμια διατροφή, η επόμενη γενιά θα αντιμετωπίσει μεγαλύτερες γνωστικές προκλήσεις από τη σημερινή. Αυτό θα μπορούσε εύκολα να αποφευχθεί. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι η καταπολέμηση του υποσιτισμού σε παγκόσμια κλίμακα θα κόστιζε μόλις 12 δισ. δολάρια ετησίως. Αυτό είναι λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο των ποσών που σπαταλά η Αμερική σε επιδοτήσεις αγροτικών εκμεταλλεύσεων, σχολιάζει το περοδικό. Και λιγότερο από το 0,5% από όσα σπαταλάνε οι χώρες του πλανήτη σε πολεμικές δαπάνες, θα προσθέταμε.