Είναι εύκολο για έναν ευρωπαίο πολιτικό και μάλιστα πρόεδρο μιας ισχυρής χώρας, όπως είναι ο Emmanuel Macron στη Γαλλία, να διαπιστώνει τις διαλυτικές τάσεις, που ευδοκιμούν αυτή την χρονική περίοδο στη Γηραιά Ήπειρο. Η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού και του εθνικιστικού λαϊκισμού αποτελούν απτά παραδείγματα αυτού του κινδύνου.
Με την ακολουθούμενη πρακτική από τις πολιτικές ηγεσίες των κρατών-μελών (της Γαλλίας συμπεριλαμβανομένης) και γενικότερα των κομμάτων, το ευρωπαϊκό μέλλον δεν αποκτά διαστάσεις δυνητικής πραγματικότητας σε βάθος χρόνου για τις κοινωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι πολίτες δεν είναι σε θέση να δεχθούν, ότι μπορεί προς το παρόν να μην είναι ορατή, αλλά στην προοπτική του χρόνου θα πραγματοποιηθεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η οποία εγγυάται την ασφαλή πορεία προς το μέλλον με ειρήνη και ευημερία χωρίς κοινωνικές ανισότητες.
Τα αίτια για την στασιμότητα και την ανάπτυξη πολιτικών και κοινωνικών στάσεων αμφισβήτησης και αρνητικής προσέγγισης της ευρωπαϊκής προοπτικής ουσιαστικά παραπέμπουν στις ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος ως προς τον σχεδιασμό και την πολύ αργή (σε σύγκριση με την ταχύτητα της δυναμικής της εξέλιξης) διαχείριση της πορείας προς ένα κοινό μέλλον για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Κατ` αρχήν δεν διαθέτουν ευρωπαϊκή συνείδηση τα πολιτικά πρόσωπα, ενώ ανάλογος είναι και ο προσανατολισμός των κομμάτων. Αντιλαμβάνονται την Ευρωπαϊκή Ένωση ως οικονομικό οικοδόμημα, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση «εθνικών συμφερόντων», τα οποία όμως δεν ταυτίζονται με το κοινωνικό συμφέρον. Δυστυχώς ακόμη αναπαράγεται το σκεπτικό για την προώθηση κυρίως οικονομικών συμφερόντων, που ώθησε την οικονομική και πολιτική ελίτ στην δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951.
Γι` αυτό αυξάνονται οι κοινωνικές ανισότητες στον ευρωπαϊκό χώρο, ενώ ταυτοχρόνως συρρικνώνεται η κοινωνική διάσταση της πολιτικής. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι η ανάπτυξη του ευρωσκεπτικισμού και του εθνικισμού.
Παράλληλα η εργαλειοποίηση του ανθρώπου στο πλαίσιο του καταναλωτισμού και της αύξησης του παραγόμενου πλούτου προς όφελος μιας ολιγομελούς οικονομικής ελίτ και η αποστασιοποίηση από τον ορθολογισμό στην πολιτική επικοινωνία του στερεί την δυνατότητα λειτουργίας ως πολίτη και μέλους ενός συλλογικού υποκειμένου (της κοινωνίας), το οποίο έχει συνείδηση των επιλογών του και των επιπτώσεων τους σε βάθος χρόνου.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η στάση τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και των πολιτών σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον και το κλίμα. Τα πλαστικά μικροσωματίδια ανιχνεύονται ακόμη και στο σώμα του ανθρώπου και όχι μόνο σε άλλους οργανισμούς, όπως είναι τα ψάρια, αλλά οι κυβερνήσεις, το οικονομικό σύστημα και οι πολίτες δεν αντιδρούν αποφασιστικά και άμεσα με την παραίτηση από την χρήση πλαστικών προϊόντων.
Το ίδιο ισχύει και στην διαχείριση της κλιματικής αλλαγής. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα και οι καταστροφικές τους επιπτώσεις πληθαίνουν, αλλά το πολιτικό σύστημα και οι κοινωνίες δεν αντιδρούν άμεσα, αν και έχουν υπογραφεί πλανητικής εμβέλειας συμφωνίες (Συμφωνία για το Κλίμα στο Παρίσι). Απεναντίας επιβαρύνουν περισσότερο το περιβάλλον με την εκπομπή αερίων και την συνέχιση της χρήσης ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας.
Το μόνο, που ενδιαφέρει, είναι η διατήρηση της κατανάλωσης σε υψηλό επίπεδο. Με αυτό τον τρόπο όμως οι άνθρωποι, ως άτομα και ως κοινωνίες, δεν διαμορφώνουν συνεκτικά συλλογικά υποκείμενα τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και δεν ενεργοποιούνται για την βιωσιμότητα της βιωνόμενης πραγματικότητας ή της δυνητικής, όπως είναι η ευρωπαϊκή προοπτική.
Στον ευρωπαϊκό χώρο επιδρούν και άλλοι αρνητικοί παράγοντες, οι οποίοι αφαιρούν από τους πολίτες την δυνατότητα λειτουργίας με ευρωπαϊκή και όχι εθνική λογική.
Η εκπαίδευση και η διαμόρφωση ταυτότητας στα κράτη-μέλη δεν στηρίζεται κυρίως στην ανάδειξη των κοινών πολιτισμικών αναφορών, αλλά στις διαφορετικές ιστορικές διαδρομές τους στο παρελθόν. Επίσης δεν προωθείται η διαπολιτισμική ανταλλαγή και όσμωση, ιδιαιτέρως στη νέα γενιά, η οποία διαμορφώνει την πολιτισμική της ταυτότητα χωρίς την εθνικιστική ασφυξία των προηγούμενων γενεών.
Εκείνο, που καλλιεργείται συστηματικά, είναι ο καταναλωτισμός και η μαζοποίηση των κοινωνιών, τα οποία λειτουργούν ως «δικλείδες ασφαλείας» για την διατήρηση σε ισχύ του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης με εθνικές οριοθετήσεις.
Γι` αυτό δεν αναπτύσσονται πολιτισμικές αξίες με ευρωπαϊκό κοινωνικό προσανατολισμό, οπότε διευκολύνεται η ευδοκίμηση εθνικιστικών πολιτικών οπτικών, οι οποίες με ηθικολογική λογική εξιδανικεύουν την «εθνική οντότητα» και της προσδίδουν διαστάσεις «ταχυδακτυλουργού», που μπορεί να εγγυηθεί την ευημερία.
Παράλληλα δεν συνυπολογίζονται στον ευρωπαϊκό πολιτικό σχεδιασμό η συνεχής εξέλιξη και ποιοτική διαφοροποίηση του πολίτη σε σχέση με την βίωση της πραγματικότητας σε μια εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από την μεγάλη ταχύτητα των αλλαγών, που μετασχηματίζουν το σύνολο των κοινωνικών συστημάτων.
Πολύ αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι οι επιπτώσεις, που έχει η ψηφιακή τεχνολογία και ιδιαιτέρως η τεχνητή νοημοσύνη, όχι μόνο στον εργασιακό τομέα με την αυτοματοποίηση, αλλά και στον τρόπο ζωής με την συρρίκνωση της κοινωνικής λειτουργίας του ατόμου και κατ` επέκταση της κοινωνικής συνοχής.
Σταδιακά η ανθρώπινη οντότητα και λειτουργία μετατρέπεται σε εργαλείο για την εξυπηρέτηση συστημικών αναγκών, οι οποίες όμως δεν συμπορεύονται με την δραστηριοποίηση των ανθρώπων ως πολιτών και την έκφραση της ελεύθερης βούλησης στο πλαίσιο της δημοκρατίας και του κοινωνικού χώρου.
Δεν είναι τυχαίο, ότι δεν υπάρχουν ισχυρές ευρωπαϊκές δομές στο επίπεδο της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες είναι σε θέση να συμβάλλουν στην διαμόρφωση και έκφραση του ευρωπαϊκού κοινωνικού συμφέροντος και ταυτοχρόνως να αποτελούν αποφασιστικό παράγοντα στις διεργασίες διαμόρφωσης ευρωπαϊκής συνείδησης και ταυτότητας, ώστε να είναι εφικτή η θεώρηση του ευρωπαϊκού μέλλοντος ως δυνητικής πραγματικότητας.
Είναι εμφανές, ότι, εάν συνεχισθούν η ακολουθούμενη μέχρι τώρα πολιτική από το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα και η υπέρβαση των δυνατοτήτων του από την ταχύτητα της ροής του χρόνου, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα οδηγηθεί στην αυτοαναίρεση της, οπότε το μέλλον δεν θα εμπεριέχει και την προοπτική της ολοκλήρωσης του εγχειρήματος, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως δυνητική πραγματικότητα για τους πολίτες της Γηραιάς Ηπείρου.
Την ευθύνη για μια τόσο αρνητική εξέλιξη θα την έχει κατά κύριο λόγο το πολιτικό σύστημα και ιδιαιτέρως αυτά τα κόμματα, που κατά την διάρκεια της κυβερνητικής τους θητείας δεν κατόρθωσαν να σχεδιάσουν με ευρωπαϊκή λογική την πορεία προς το μέλλον. Ο εθνικισμός και ο ευρωσκεπτικισμός είναι απόρροια αυτής της πολιτικής ανεπάρκειας.