Σε μια ανάλυση για τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος συμπληρώνει έναν χρόνο την Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου, προχώρησε ο Guardian, ρίχνοντας φως στο ποια είναι η κατάσταση έως τώρα για Ρωσία και Ουκρανία και τι θα συμβεί την επόμενη μέρα.
Η βρετανική εφημερίδα αρχικά τονίζει ότι η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των πρώτων εβδομάδων του πολέμου όταν εναέριες ρωσικές δυνάμεις και εκατοντάδες ρωσικά τεθωρακισμένα περνούσαν τα σύνορα για να καταλάβουν το αεροδρόμιο στο Χοστομέλ, έξω από το Κίεβο.
Στη συνέχεια ο Guardian κάνει αναφορά στις προειδοποιήσεις Ουκρανών αξιωματούχων ότι η Ρωσία ετοιμάζει νέα επίθεση το 2023, επισημαίνοντας ότι οι αποδείξεις για κάτι τέτοιο είναι ισχνές.
«Παρά το ότι η Ρωσία έχει αυξήσει σημαντικά τις πεζοπόρες δυνάμεις της – ορισμένοι υπολογίζουν ότι στην Ουκρανία βρίσκονται περίπου 300.000 Ρώσοι στρατιώτες – εντούτοις δεν υπάρχει απόδειξη ότι εκατοντάδες τεθωρακισμένα ετοιμάζονται για μια νέα είσοδο σε μια περιοχή που παρακολουθείται από κατασκοπευτικούς δορυφόρους» αναφέρει χαρακτηριστικά το δημοσίευμα.
Μάλιστα υπογραμμίζει ότι οι ρωσικοί βομβαρδισμοί είναι λιγότερο έντονοι συγκριτικά με το καλοκαίρι στην περιοχή γύρω από το Σεβεροντονέτσκ όταν η Μόσχα εκτόξευε περίπου 60.000 ρουκέτες την ημέρα».
Αναλυτές όπως ο Φίλιπ Ο’Μπράιαν από το πανεπιστήμιο του Σεντ Άντριους εκτιμούν ότι οι ρωσικές δυνατότητες έχουν μειωθεί λόγω του πολέμου και ότι αυτοί που περιμένουν νέο γύρο επίθεσης κάνουν λάθος: «Αυτό που έχει συμβεί από τις 24 Φεβρουαρίου είναι ότι η Ουκρανία έχει γίνει πιο ισχυρή και έχει αποκτήσει καλύτερα οπλικά συστήματα ενώ ετοιμάζεται να υποδεχθεί περισσότερα. Οι Ρώσοι γίνονται ολοένα και πιο αδύναμοι…».
Θα υπάρξει ουκρανική αντεπίθεση;
Όπως επισημαίνει ο Guardian και ο ρυθμός των ουκρανικών επιχειρήσεων έχει υποχωρήσει μετά τις επιθέσεις σε Χάρκοβο και Χερσώνα το περασμένο καλοκαίρι.
Η Μόσχα, παράλληλα, εδώ και καιρό περιμένει εντατικοποίηση των ουκρανικών επιχειρήσεων ειδικά στα νότια, στην περιοχή της Ζαπορίζια. Δεν είναι μυστικό, εξάλλου, ότι η πολιτική ηγεσία της Ουκρανίας φιλοδοξεί να καταλάβει ουκρανικά εδάφη – συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας – και σε αυτό το πλαίσιο κινείται το μεγαλύτερο μέρος της διπλωματικής δραστηριότητας που επιδεικνύει το τελευταίο διάστημα ο Ουκρανός Πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
«Είναι ξεκάθαρο ότι η Ουκρανία συγκεντρώνει υλικό όπως τεθωρακισμένα οχήματα, και προχωρά σε εκπαίδευση του στρατιωτικού δυναμικού της με το βλέμμα στραμμένο στις δικές τις επιχειρήσεις αναζητώντας παράλληλα σημεία να εξαπολύσει επιθέσεις» εκτιμά στην ανάλυσή της η βρετανική εφημερίδα.
Αναλυτές, ωστόσο, σημειώνουν ότι «δεν είναι ρεαλιστικό να υπάρξει ταυτόχρονα υπεράσπιση του Μπαχμούτ και νέα επίθεση την άνοιξη για την ανακατάληψη αυτών που οι ΗΠΑ θεωρούν πιο κρίσιμες περιοχές».
Ρωσία ή Ουκρανία; Ποιος κερδίζει;
Στο ερώτημα, τέλος, ποια από τις δύο πλευρές κερδίζουν ο Guardian σημειώνει ότι «ούτε η Ρωσία, ούτε η Ουκρανία δεν είναι κοντά στο να πετύχουν τους στόχους που έχουν εκφράσει για τον πόλεμο – στην περίπτωση της Ουκρανίας αυτό αφορά την απελευθέρωση όλων των κατειλημμένων περιοχών. Ωστόσο κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών η Μόσχα έχει επανειλημμένως κάνει βήματα πίσω σε σχέση με τους μαξιμαλιστικούς στόχους – ανάμεσά τους η ανατροπή της ουκρανικής κυβέρνησης και η επιβολή μιας κυβέρνησης από «μαριονέτες» – για την κατάληψη όλου του Ντονμπάς, στην ανατολική Ουκρανία».
«Η Ρωσία έχει μεγάλες απώλειες. Πρόσφατη εκτίμηση από το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Αναλύσεων (IISS) ανεβάζει σε 40%-50% τον αριθμό των απωλειών της Ρωσίας σε επίπεδο τεθωρακισμένων σε σχέση με τις αρχικές δυνάμεις. Σε επίπεδο ανθρώπινων απωλειών υπάρχει η εκτίμηση ότι χάνονται 2.000 Ρώσοι στρατιώτες για κάθε 100 μέτρα που κερδίζονται στην ανατολική Ουκρανία» αναφέρει μεταξύ άλλων ο Guardian.
«Είναι πιο ασφαλές να πει κανείς ότι η σημερινή τροχιά των συγκρούσεων πηγαίνει καλύτερα για την Ουκρανία σε σχέση με τη Ρωσία καθώς και ότι η συνεχιζόμενη εισροή όπλων από τη Δύση θα διατηρήσει αυτή την προοπτική» τονίζεται μεταξύ άλλων.