Ισχυρός σεισμός 6,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ σημειώθηκε στις 03:07 στον θαλάσσιο χώρο ανοικτά της Κύπρου. Σύμφωνα με το Ευρωμεσογειακό Σεισμολογικό Κέντρο (EMSC), το επίκεντρο της δόνησης εντοπίστηκε 119 χιλιόμετρα δυτικά-βορειοδυτικά της Λεμεσού και το εστιακό βάθος ήταν περίπου 51 χιλιόμετρα.
Σύμφωνα με το Γεωδυναμικό Ινστιτούτου Αθηνών, το επίκεντρο του σεισμού εντοπίστηκε 241 χιλιόμετρα ανατολικά-νοτιοανατολικά του Καστελόριζου, στα ανοιχτά της Κύπρου.
Η αρχική εκτίμηση του EMSC ήταν 6,5 Ρίχτερ. Σύμφωνα με το Αμερικανικό Ινστιτούτο Γεωλογικών Μελετών (USGS), ο σεισμός είχε μέγεθος 6,6 βαθμών.
Ο σεισμός ήταν αισθητός σε ολόκληρη την Κύπρο. H σεισμική δόνηση διήρκησε αρκετά δευτερόλεπτα και προκάλεσε ανησυχία στους κατοίκους όλων των πόλεων και ειδικά στην Πάφο, σύμφωνα με το offcite.com.cy. Μέχρι τώρα δεν υπάρχουν αναφορές για ζημιές.
Ο σεισμός έγινε αισθητός και σε περιοχές του Ισραήλ, σύμφωνα με την Jerusalem Post.
Η Κύπρος βρίσκεται σε περιοχή με έντονη σεισμική δραστηριότητα, όπου συναντιέται η ευρασιατική τεκτονική πλάκα με την αφρικανική.
Στις 9 Οκτωβρίου 1996, σεισμός μεγέθους 6,8 βαθμών είχε στοιχίσει τη ζωή σε δύο ανθρώπους και είχε προκαλέσει ζημιές σε σπίτια στην Πάφο και στη Λεμεσό.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1953, σεισμός μεγέθους 6,3 βαθμών είχε στοιχίσει τη ζωή σε 40 ανθρώπους και είχε καταστρέψει εκατοντάδες σπίτια, κυρίως στην περιοχή της πόλης της Πάφου.
Τι αναφέρουν οι σεισμολόγοι
Ο Γεράσιμος Χουλιάρας με ανάρτησή του στο Facebook αναλύει τα δεδομένα σχετικά με τον μεγάλο σεισμό που «χτύπησε» την Κύπρο. Ο Διευθυντής Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών και σεισμολόγος αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η Κύπρος βρίσκεται στη σεισμογόνο ζώνη των Άλπεων-Ιμαλαΐων, μέσα στην οποία εκδηλώνεται το 15% των σεισμών παγκοσμίως.
Η σεισμικότητα της Κύπρου αποδίδεται κατά κύριο λόγο στο «Κυπριακό Τόξο», που αποτελεί το τεκτονικό όριο μεταξύ της Αφρικανικής και Ευρασιατικής λιθοσφαιρικής πλάκας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου».
Ο Γεράσιμος Χουλιάρας αναφέρει τα εξής: «Η Κύπρος βρίσκεται στη σεισμογόνο ζώνη των Άλπεων-Ιμαλαΐων, μέσα στην οποία εκδηλώνεται το 15% των σεισμών παγκοσμίως. Η σεισμικότητα της Κύπρου αποδίδεται κατά κύριο λόγο στο «Κυπριακό Τόξο», που αποτελεί το τεκτονικό όριο μεταξύ της Αφρικανικής και Ευρασιατικής λιθοσφαιρικής πλάκας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η Αφρικανική πλάκα κινείται βόρεια προς την πλάκα της Ευρασίας με αποτέλεσμα τη σύγκρουση των δυο πλακών και την κατάδυση της Αφρικανικής πλάκας κάτω από τη μικροπλάκα της Ανατολίας (τμήμα της Ευρασιατικής πλάκας όπου βρίσκεται και η Κύπρος).
Το δυτικό τμήμα του Κυπριακού Τόξου παρουσιάζει έντονη σεισμική δραστηριότητα με σεισμούς ενδιάμεσου βάθους (μέχρι 130km) κοντά στον Κόλπο της Αττάλειας, όπου η καταβύθιση είναι ενερή. Το κεντρικό τμήμα παρουσιάζει επίσης έντονη σεισμικότητα, κυρίως με επιφανειακούς σεισμούς. Το ανατολικό τμήμα παρουσιάζει χαμηλή σεισμικότητα με απουσία σεισμών ενδιάμεσου βάθους, πιθανόν λόγω μη-ενεργής καταβύθισης. Η πιο έντονη σεισμικότητα της Κύπρου παρατηρείται στο κεντρικό-δυτικό μέρος του Κυπριακού Τόξου και σε χερσαία ρήγματα στη Πάφο, Λεμεσό και Λάρνακα.
Ιστορικές αναφορές και αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ότι την Κύπρο έπληξαν στο παρελθόν ισχυροί σεισμοί, που σε αρκετές περιπτώσεις κατέστρεψαν τις πόλεις της. Ιστορικά δεδομένα δείχνουν ότι 20 καταστροφικοί σεισμοί, με ένταση μεγαλύτερη από V στην τροποποιημένη κλίμακα Μερκάλλι, έγιναν μεταξύ 26 π.Χ. και 1900 μ.Χ.
Ακριβέστερα στοιχεία για τους σεισμούς που σημειώνονται στον κυπριακό χώρο άρχισαν να συλλέγονται από το 1896, όταν σεισμολογικοί σταθμοί άρχισαν να λειτουργούν στις γειτονικές χώρες. Η κατάσταση έχει βελτιωθεί σημαντικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, με την ίδρυση σεισμολογικών σταθμών στην Κύπρο. Κατά τον τελευταίο αιώνα εκατοντάδες σεισμοί με τα επίκεντρά στην Κύπρο και τη γύρω περιοχή, έγιναν αισθητοί στο νησί. Από αυτούς δεκάδες προκάλεσαν ζημιές και μερικοί είχαν θύματα».