Δεν κινδυνεύουν όλοι οι διαβητικοί το ίδιο από τον κορωνοϊό. Οι άνθρωποι με διαβήτη τύπου 2 που αρρωσταίνουν με τη νόσο Covid-19 έχουν σχεδόν 50% μεγαλύτερη πιθανότητα να καταλήξουν σε ΜΕΘ νοσοκομείου, εάν έχουν ιστορικό δύο έως τριών ετών κακής διαχείρισης και ανεπαρκούς ελέγχου του επιπέδου του σακχάρου στο αίμα τους, σε σχέση με τους διαβητικούς που έχουν πετύχει καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο σε βάθος χρόνου, όπως δείχνει μία νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη.
Οι ερευνητές του Πολυτεχνικού Ινστιτούτου Ρενσελάερ της Νέας Υόρκης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα διαβήτη «BMJ Open Diabetes Research & Care», ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερους από 16.000 ανθρώπους με διαβήτη τύπου 2 και κορωνοϊός.
Αυτοί οι ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, μία με επαρκή έλεγχο σακχάρου και μία με ανεπαρκή κατά την τελευταία διετία έως τριετία.
Τα άτομα της δεύτερης ομάδας είχαν 48% μεγαλύτερο κίνδυνο να χρειαστούν νοσηλεία σε Μονάδα ΜΕΘ. Κάθε αύξηση κατά 1% του επιπέδου της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης σε βάθος χρόνου σχετιζόταν με μία κατά 12% αύξηση της πιθανότητας να καταλήξει ένας διαβητικός σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Ακόμα, βρέθηκε ότι οι διαβητικοί που έπαιρναν το φάρμακο μετφορμίνη όταν μολύνθηκαν από τον κορωνοϊό είχαν 12% μικρότερο κίνδυνο νοσηλείας σε ΜΕΘ, εκείνοι που έπαιρναν τόσο ινσουλίνη όσο και μετφορμίνη είχαν 18% μικρότερο κίνδυνο, ενώ όσοι έπαιρναν κορτικοστεροειδή είχαν 29% μικρότερο κίνδυνο.
Οι άνθρωποι με διαβήτη τύπου 2 αδυνατούν να ρυθμίσουν το επίπεδο της γλυκόζης (σακχάρου) στο αίμα τους χωρίς φάρμακα και ειδική διατροφή.
Τα χρόνια υψηλά επίπεδα σακχάρου, τα οποία τυπικά καταγράφονται από το ποσοστό της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης στο αίμα, μπορούν να προξενήσουν βλάβες σε διάφορες λειτουργίες, όπως στο κυκλοφορικό, στο νευρικό και στο ανοσοποιητικό σύστημα. Αυτό, με τη σειρά του, μεταξύ άλλων, αυξάνει τον κίνδυνο για Covid-19 και μάλιστα βαριά.