Την αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά του κορωνοϊού σε ασθενείς με κακοήθειες εξετάζει νέα έρευνα. 

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης, Ροδάνθη Ελένη Συρίγου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα της πρόσφατης δημοσίευσης του Lennard Y W Lee στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση Lancet oncology, για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2 σε ασθενής με ενεργή κακοήθεια.

Πρόκειται για κλινικό πρωτόκολλο που αφορά ασθενείς με αρνητικό μοριακό τεστ covid-19, οι οποίοι είναι πλήρως εμβολιασμένοι με δύο δόσεις, και έχουν ενεργό κακοήθεια. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο (UK Coronavirus Cancer Evaluation Project - UKCCEP).

Συνολικά, συμπεριλήφθηκαν 377.194 ασθενείς από τους οποίους οι 42.882 νόσησαν με COVID-19 μετά τον εμβολιασμό τους με δύο δόσεις εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2. Οι ασθενείς συγκρίθηκαν με 28.010.955 υγιείς χωρίς ενεργό καρκίνο από τους οποίους οι 5.748.708 νόσησαν με COVID-19 κατόπιν εμβολιασμού έναντι του SARS-CoV-2.

Τα αποτελέσματα της μελέτης αναδείχθηκε ότι η αποτελεσματικότητα του εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2 ήταν 69.8% στον υγιή πληθυσμό ενώ ήταν 65.5% σε ασθενείς με ενεργό καρκίνο. Επιπρόσθετα, η αποτελεσματικότητα του εμβολίου στους 3 με 6 μήνες μετά τον πλήρη εμβολιασμό με δύο δόσεις ήταν χαμηλότερη για τους ασθενείς με ενεργό κακοήθεια (47%) συγκριτικά με τους υγιείς στην ομάδα ελέγχου (61%).

Συμπερασματικά, ο εμβολιασμός έναντι του SARS-CoV-2 είναι απαραίτητος και αρκετά αποτελεσματικός σε ασθενείς με ενεργή κακοήθεια καθώς παρέχει προστασία έναντι της σοβαρής νόσησης, παρόλο που η αποτελεσματικότητα μπορεί να είναι υποδεέστερη συγκριτικά με υγιείς.

Οι συγγραφείς καταλήγουν σημειώνοντας ότι οι ασθενείς με ενεργό κακοήθεια είναι πολύ σημαντικό όχι μόνο να εμβολιάζονται αλλά και να τηρούν τα μέτρα πρόληψης της μετάδοσης του SARS-CoV-2, καθώς και να λαμβάνουν τις διαθέσιμες αντι-ιικές θεραπείες για τη μείωση του κινδύνου για σοβαρή νόσηση με βάση τις ενδείξεις τους.