Για τη διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού και την προστασία το πληθυσμού από τον SARS-CoV-2, οι επιστήμονες αναζήτησαν τους παράγοντες που θα καθόριζαν τις ομάδες υψηλού κινδύνου.
Δημοσιεύτηκαν μελέτες για τις προϋπάρχουσες παθήσεις και τους παράγοντες που επιδεινώνουν την βαρύτητα της νόσου, μεταξύ των οποίων η ηλικία, η καρδιαγγειακή υγεία, η παχυσαρκία, κ.α.
Αν και η ανάδειξη του ευάλωτου πληθυσμού μονοπώλησε σχεδόν το επιστημονικό ενδιαφέρον, υπήρξαν ερευνητές που αναζήτησαν τους (απρόσμενους συχνά) παράγοντες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν προστατευτικά έναντι της λοίμωξης COVID-19.
Σε αυτούς αναφέρονται στο πρόσφατο άρθρο τους στο Conversation οι ακαδημαϊκοί Samuel J. White και Philippe B. Wilson από το Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, εστιάζοντας σε μελέτες που ανέδειξαν τις αλλεργίες ως μια «ασπίδα» απέναντι στον κορωνοϊό, εξηγώντας επιπλέον τους πιθανούς μηχανισμούς που καθιστούν ευεργετικές τις ενοχλητικές έως επικίνδυνες καταστάσεις που αφορούν ένα σχεδόν δισεκατομμύριο ανθρώπους ή, ειδικότερα κατά τους συγγραφείς, 400 εκατομμύρια με αλλεργική ρινίτιδα, 300 εκατομμύρια με αλλεργικό άσθμα και 250 εκατ. με τροφικές αλλεργίες.
Σύμφωνα με μια έρευνα, άτομα με ατοπικές παθήσεις (ατοπίες), καταστάσεις που οφείλονται στην ανοσοαπόκριση του οργανισμού σε αλλεργιογόνα και άλλους μη παθογόνους μικροοργανισμούς και περιλαμβάνουν την αλλεργική ρινίτιδα, το έκζεμα (ατοπική δερματίτιδα) και το αλλεργικό άσθμα, έχουν 25% λιγότερες πιθανότητες να μολυνθούν από κορωνοϊό και κατά 38% λιγότερες αν πάσχουν από άσθμα και άλλη ατοπία. Άλλη έρευνα έδειξε ότι άτομα με τροφικές αλλεργίες έχουν 50% μικρότερο κίνδυνο λοίμωξης COVID-19.
Ο ρόλος των υποδοχέων ACE2
Η μεγαλύτερη απομόνωση ατόμων με αλλεργίες αποτέλεσε ένα σενάριο που απορρίφθηκε σύντομα. Μπορεί τα άτομα με άσθμα να τηρούσαν αυστηρότερα μέτρα προστασίας, δεν συνέβη το ίδιο όμως και με όσους είχαν έκζεμα ή τροφικές αλλεργίες.
Όπως εξηγούν οι συγγραφείς του άρθρου, το φαινόμενο εξηγείται μάλλον από το πώς οι αλλεργίες επηρεάζουν τους υποδοχείς ACE2 στην επιφάνεια των ανθρώπινων κυττάρων, στους οποίους προσδένεται ο κορωνοϊός με την πρωτεΐνη – ακίδα για να εισέλθει στον οργανισμό.
Όσο περισσότεροι είναι αυτοί οι υποδοχείς, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος μόλυνσης από τον ιό. Έτσι εξηγείται και γιατί καπνιστές, άτομα με διαβήτη ή υπέρταση, καταστάσεις που σχετίζονται με περισσότερους υποδοχείς ACE2, έχουν περισσότερες πιθανότητες σοβαρής COVID-19.
Κατά τις αλλεργικές αντιδράσεις, ενεργοποιείται η φλεγμονή τύπου 2, μια φυσιολογική ανοσολογική απόκριση που μπορεί να εκδηλωθεί ως απάντηση σε λοιμογόνους παράγοντες ή παράσιτα αλλά και στις αλλεργίες, και η οποία οδηγεί σε μείωση των υποδοχέων ACE2, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο μόλυνσης από τον SARS-CoV-2.
Ακόμα ένας πιθανός τρόπος που εξηγεί τη μεγαλύτερη προστασία των ατόμων με αλλεργίες, θα μπορούσε να εντοπιστεί σε περιπτώσεις άσθματος ή αλλεργικής ρινίτιδας.
Επίσης, υπάρχει μια σειρά άλλων παραγόντων που μπορεί να συμβάλλουν στη μείωση του κινδύνου μόλυνσης από covid μεταξύ των ατόμων με αλλεργίες όπου η παραγωγή βλέννας, βασικού εμποδίου για την είσοδο του κορωνοϊού στους αεραγωγούς, είναι εντονότερη.
Οι συγγραφείς καταλήγουν πως τόσο το άσθμα όσο και άλλες ατοπίες δεν αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την Covid-19.
Το σοβαρό άσθμα δεν δείχνει να επιβαρύνει τη λοίμωξη covid-19, σύμφωνα και με πρόσφατη ελληνική έρευνα.
Ωστόσο, η συνύπαρξη μια ατοπικής πάθησης με άλλη νόσο θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν.