Αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν σοβαρά από κορωνοϊό έχουν όσοι εκτίθενται μακροχρόνια στην ατμοσφαιρική ρύπανση, αποκαλύπτει νέα γερμανική έρευνα, που παρουσιάστηκε στην ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αναισθησιολογίας και Εντατικής Θεραπείας (ESAIC) με τίτλο Euroanaesthesia, στο Μιλάνο.
Μελετώντας ανθρώπους που ζουν σε επαρχίες με υψηλότερα επίπεδα διοξειδίου του αζώτου (NO2), ενός αερίου που απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα όταν καίγονται ορυκτά καύσιμα, προέκυψε ότι αυτοί ήταν πιο πιθανό να νοσήσουν σοβαρά από τον κορωνοϊό, κινδυνεύοντας ακόμη και να χρειαστούν νοσηλεία σε ΜΕΘ.
Όπως αποδείχθηκε, η μακροχρόνια έκθεση στο NO2 μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα επιβλαβής για την υγεία των πνευμόνων, προκαλώντας προβλήματα όπως βλάβη στα ενδοθηλιακά κύτταρα, τα οποία διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη μεταφορά οξυγόνου από τον εισπνεόμενο αέρα στο αίμα.
Η Dr. Susanne Koch, του Τμήματος Αναισθησιολογίας και Εντατικής Θεραπείας του πανεπιστημίου Charité – Universitätsmedizin στο Βερολίνο της Γερμανίας και οι συνεργάτες της διερεύνησαν την επίδραση της μακροχρόνιας ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην σοβαρότητα της νόσου COVID-19 σε έναν ασθενή και στην ανάγκη που ενδεχομένως θα προκύψει για νοσηλεία σε ΜΕΘ με μηχανική υποστήριξη.
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε τα δεδομένα ατμοσφαιρικής ρύπανσης από το 2010 έως το 2019, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του μακροπρόθεσμου μέσου ετήσιου επιπέδου NO2 σε κάθε κομητεία της Γερμανίας.
Από την ανάλυση προέκυψε ότι το μέσο ετήσιο επίπεδο κυμαινόταν από 4,6 μg/m³ έως 32 μg/m³, με το υψηλότερο επίπεδο να καταγράφεται στην Φρανκφούρτη και το χαμηλότερο επίπεδο στη Suhl, μια μικρή κομητεία.
Επιπλέον, οι ερευνητές αξιοποίησαν τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από το μητρώο της Γερμανικής Διεπιστημονικής Ένωσης Εντατικής Θεραπείας και Επείγουσας Ιατρικής (DIVI), το οποίο δημιουργήθηκε για την παρακολούθηση της χωρητικότητας στις ΜΕΘ κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Χρονικά, εξετάστηκε η περίοδος μεταξύ της 16ης Απριλίου 2020, όταν έγινε υποχρεωτική η αναφορά δεδομένων στο μητρώο DIVI, έως τις 16 Μαΐου 2020, οπότε άρθηκαν οι περιορισμοί του lockdown. Στην ανάλυση συμπεριλήφθηκαν 392 από τις 402 κομητείες της Γερμανίας.
Παράλληλα, ενσωματώθηκαν στην ανάλυση προϋπάρχοντες παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την σοβαρότητα της COVID-19 σε έναν ασθενή, μεταξύ των οποίων δημογραφικοί παράγοντες, όπως η πυκνότητα του πληθυσμού και η κατανομή της ηλικίας και του φύλου, κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες και παράμετροι υγείας.
Τα ερευνητικά συμπεράσματα ανέδειξαν ότι η ανάγκη ασθενών με COVID-19 για νοσηλεία σε ΜΕΘ με μηχανική υποστήριξη ήταν μεγαλύτερη στις κομητείες που κατέγραψαν τα υψηλότερα ετήσια μέσα επίπεδα NO2.
Αναλυτικότερα, κάθε 1 μg/m³ αύξησης στη μακροπρόθεσμη μέση ετήσια συγκέντρωση NO2 συσχετίστηκε με αύξηση 3,2% στον αριθμό των κλινών ΜΕΘ που καταλαμβάνονταν από ασθενείς με κορωνοϊό και με αύξηση 3,5% στον αριθμό των ασθενών με COVID-19 που χρειάζονταν μηχανική υποστήριξη.
Συγκεκριμένα, χρειάστηκαν κατά μέσο όρο 29 κρεβάτια ΜΕΘ και 19 αναπνευστήρες για ασθενείς με COVID-19 σε καθεμία από τις δέκα κομητείες με τη χαμηλότερη μακροχρόνια έκθεση σε NO2 κατά το διάστημα μελέτης. Από την άλλη, στις δέκα κομητείες με την υψηλότερη μακροχρόνια έκθεση σε NO2 χρειάστηκαν το ίδιο χρονικό διάστημα κατά μέσο 144 κλίνες ΜΕΘ και 102 αναπνευστήρες.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι, ενώ οι ενδείξεις της έρευνάς τους δεν αποδεικνύουν τίποτα, υπάρχει μια πιθανή βιολογική εξήγηση. Πιο συγκεκριμένα, η πρωτεΐνη ACE-2, με την οποία συνδέεται ο ιός της COVID-19 όταν εισέρχεται στα κύτταρά μας, έχει πολλές διαφορετικές λειτουργίες στο σώμα, μεταξύ των οποίων να «φρενάρει» μια φλεγμονή.
Ωστόσο, όταν ο SARS-CoV-2 εισέρχεται στον οργανισμό μέσω της ACE-2, αυτή χάνει την προστατευτική της ιδιότητα έναντι της φλεγμονής. Το ίδιο περίπου φαινόμενο προκαλεί και η ατμοσφαιρική ρύπανση, με αποτέλεσμα ο συνδυασμός των δύο να αφήνει τον οργανισμό εξαιρετικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο πρόκλησης φλεγμονών, αλλά και πιο σοβαρής COVID-19.
Σημειώνεται ότι αυτή δεν είναι η πρώτη μελέτη που συνδέει την ατμοσφαιρική ρύπανση με την COVID-19. Λίγες, ωστόσο, έρευνες επικεντρώθηκαν στην σοβαρότητα της νόσου και σε άλλους σημαντικούς παράγοντες, όπως η πυκνότητα του πληθυσμού, οι υποκείμενες συνθήκες υγείας και άλλοι λόγοι που συνδέονται άμεσα με τον αντίκτυπο της νόσου σε ένα άτομο.
Η ομάδα μελέτης υποστηρίζει ότι τα ευρήματά της συμφωνούν με αυτά προηγούμενων μελετών, που έχουν συνδέσει τη μακροχρόνια έκθεση σε NO2 με υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης COVID-19 και υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας.
Σύμφωνα με την δρ. Koch, «η μακροχρόνια έκθεση στο NO2 αποτελούσε σημαντική απειλή για σοβαρότερη COVID-19 πολύ πριν την εμφάνιση της πανδημίας.
Ακόμα, μπορεί να συμβάλει σε μια σειρά άλλων προβλημάτων υγείας, όπως καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο, άσθμα, αλλά και καρκίνο του πνεύμονα, ενώ θα συνεχίσει να βλάπτει την υγεία πολύ μετά το τέλος της πανδημίας COVID-19».