Η προσοχή της Apple την περασμένη εβδομάδα ήταν στραμμένη στο λανσάρισμα του νέου iPhone, το οποίο διαθέτει προηγμένες δυνατότητες τεχνητής νοημοσύνης (AI). Οι νέες λειτουργίες επιτρέπουν στους χρήστες να γράφουν μηνύματα, να δημιουργούν ταινίες και να κάνουν κρατήσεις σε εστιατόρια. Ωστόσο, αυτές οι δυνατότητες δεν θα είναι διαθέσιμες στην Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω των «ρυθμιστικών αβεβαιοτήτων» που επικρατούν στην περιοχή.
Η Ευρωπαία Επίτροπος Ανταγωνισμού, Margrethe Vestager, δεν φάνηκε να ανησυχεί από αυτή την εξέλιξη. Αντιθέτως, δήλωσε τον Ιούνιο πως αισθάνεται «ανακουφισμένη που δεν θα λάβω υπηρεσίες AI στο iPhone μου». Από την πλευρά των καταναλωτών, υπήρξαν αντιδράσεις, με έναν χρήστη να σχολιάζει σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης: «Πρέπει να αγοράσουμε τη συσκευή εκτός ΕΕ;», ωστόσο, η Apple διευκρίνισε πως οι λειτουργίες AI δεν θα είναι διαθέσιμες εντός της ΕΕ, ούτε αν το τηλέφωνο έχει οριστεί σε χώρα της ΕΕ.
Στο παρελθόν, η Apple κατάφερνε να αποφεύγει τα μεγάλα προβλήματα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάνοντας ορισμένους συμβιβασμούς. Αν και πρόσφατα είχε κάνει βήματα προς τη συμμόρφωση, όπως η προσθήκη της υποδοχής φόρτισης USB-C στα τηλέφωνά της λόγω ευρωπαϊκών απαιτήσεων, η σχέση της εταιρείας με την ΕΕ παραμένει «μικτή», όπως ανέφερε η Vestager. Η Επίτροπος είχε μάλιστα προηγουμένως χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά της Apple ως «παράνομη».
Το μεγαλύτερο ζήτημα για την Apple στην Ευρώπη παραμένει η λειτουργία του App Store. Από κατασκευαστής συσκευών, η Apple έχει εξελιχθεί σε μια πλατφόρμα εφαρμογών που απέφερε έσοδα 383 δισεκατομμυρίων δολαρίων το οικονομικό έτος που έληξε τον Σεπτέμβριο του 2023, με περίπου το ένα τέταρτο αυτών των εσόδων να προέρχεται από την Ευρώπη. Ωστόσο, η Apple λαμβάνει προμήθεια από τους προγραμματιστές που πωλούν εφαρμογές μέσω του καταστήματός της, κάτι που έχει προκαλέσει αντιδράσεις από μερίδα των προγραμματιστών, οι οποίοι αποκαλούν αυτήν την προμήθεια «φόρο της Apple».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μία από τις ρυθμιστικές αρχές που εξετάζουν πώς η Apple θέτει τους κανόνες για τους προγραμματιστές εφαρμογών. Ο Νόμος για τις Ψηφιακές Αγορές (DMA) έχει ήδη απαγορεύσει ορισμένες πρακτικές της εταιρείας, όπως το «side-loading», τη δυνατότητα δηλαδή εγκατάστασης εφαρμογών εκτός του App Store. Η Apple προσπάθησε να αποτρέψει αυτήν την απαγόρευση, ισχυριζόμενη ότι το side-loading θα έκανε τα iPhone πιο ευάλωτα σε κυβερνοεγκληματίες.
Παρά τις αντιδράσεις, η Apple αναγκάστηκε να συμμορφωθεί με τους νέους κανόνες. Η εταιρεία ανακοίνωσε σχέδιο συμμόρφωσης νωρίτερα φέτος, αν και οι προγραμματιστές επέκριναν ότι δεν είχε προχωρήσει αρκετά στις αλλαγές. Η Apple, υπό συνεχή πίεση, έχει προβεί σε αρκετές προσαρμογές των όρων και προϋποθέσεών της τους τελευταίους μήνες, όμως οι απαιτήσεις της ΕΕ παραμένουν αυστηρές.
Ο εκπρόσωπος της Apple, Julien Trosdorf, δήλωσε ότι η εταιρεία θα συνεχίσει να «συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή», υποστηρίζοντας ότι «τους τελευταίους μήνες έχουμε δείξει ευελιξία και έχουμε ανταποκριθεί στις ανησυχίες της Επιτροπής και των προγραμματιστών».
Η Vestager, μετά την πρόσφατη νίκη της σε φορολογική υπόθεση κατά της Apple, τόνισε ότι στόχος της Επιτροπής είναι να συνεργάζεται με τις εταιρείες για να επιτυγχάνεται συμμόρφωση και όχι να τις αντιμετωπίζει ως αντίπαλους.
Παρά τη συνεργασία, παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων συγκρούσεων. Η Apple έχει προσφύγει στα δικαστήρια για το πρόστιμο που της επιβλήθηκε και προσπαθεί να εξισορροπήσει τις απαιτήσεις της ΕΕ με τη δική της αντίληψη για την καλύτερη και ασφαλέστερη εμπειρία χρήσης. Όπως δήλωσε ο Francisco Jeronimo, αντιπρόεδρος της IDC, «μένει να δούμε αν η Apple θα φτάσει στο σημείο να πει ότι δεν θα λανσάρει προϊόντα στην ΕΕ λόγω των αυστηρών απαιτήσεων».