Ο εναγκαλισμός του ΝΑΤΟ από τη Φινλανδία και τη Σουηδία έπειτα από δεκαετίες αμυντικής ουδετερότητας συνιστά ξεκάθαρη απόδειξη ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έθεσε οριστικά τέλος σε μία εποχή ευρωπαϊκών ψευδαισθήσεων για τη Μόσχα.

Οι αποφάσεις της Φινλανδίας και της Σουηδίας να εγκαταλείψουν την αμυντική ουδετερότητα που τήρησαν επί δεκαετίες και να αιτηθούν ένταξη στο ΝΑΤΟ είναι η ισχυρότερη ένδειξη μέχρι στιγμής μίας βαθιάς αλλαγής στην Ευρώπη ενώπιον ενός επιθετικού ρωσικού αυτοκρατορικού σχεδίου, σημειώνει σε ανάλυσή του ο Ρότζερ Κόεν των New York Times.

Τα δύο σκανδιναβικά κράτη κατέστησαν επί της ουσίας σαφές πως αναμένουν ότι η απειλή της Ρωσίας υπό τον Βλαντιμίρ Πούτιν θα είναι διαρκής, ότι δεν θα καμφθούν από αυτήν και ότι δεν υπάρχει πλέον χώρος για «παρατηρητές».

«Η στρατιωτική μη ευθυγράμμιση έχει εξυπηρετήσει καλά τη Σουηδία, αλλά το συμπέρασμά μας είναι ότι δεν θα μας εξυπηρετήσει εξίσου καλά στο μέλλον», δήλωσε την Κυριακή η πρωθυπουργός της Σουηδίας, Μαγκνταλένα Άντερσον.

Δεδομένου ότι οι στρατοί της Φινλανδίας και της Σουηδίας είναι ήδη καλά ενσωματωμένοι στο ΝΑΤΟ -ένας λόγος για τον οποίο η διαδικασία υποβολής αιτήσεων μπορεί να προχωρήσει γρήγορα-, ο άμεσος αντίκτυπος της μεταβολής της στρατηγικής πορείας των δύο χωρών, υπό το φως της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα είναι λιγότερο πρακτικός παρά πολιτικός.

Μία νέα Ευρώπη

Αυτή είναι μία νέα Ευρώπη στην οποία δεν υπάρχει πλέον «ενδιάμεσος» χώρος. Οι χώρες είτε προστατεύονται από το ΝΑΤΟ είτε είναι μόνες τους ενάντια σε μία Ρωσία που κυβερνάται από έναν άνθρωπο αποφασισμένο να διεκδικήσει τη θέση της χώρας στην παγκόσμια σκηνή διά της βίας. Για τη Σουηδία, και ειδικά για τη Φινλανδία, η οποία μοιράζεται σύνορα 1.300 χλμ με τη Ρωσία, η απόφαση Πούτιν να εισβάλει σε έναν γείτονα δεν μπορούσε να αγνοηθεί.

Και δεν ήταν οι μόνες χώρες. Η Γερμανία, ένα γενικά φιλειρηνικό έθνος από τότε που βγήκε από τα ερείπια του 1945, έχει ξεκινήσει μία τεράστια επένδυση στις Ένοπλες Δυνάμεις της, καθώς και μια προσπάθεια να απαλλαγεί από την εξάρτησή της από την ενέργεια από μία Ρωσία που είχε κρίνει ως, αν όχι αθώα, αλλά τουλάχιστον έναν αξιόπιστο εμπορικό εταίρο.

«Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ δεν ήταν ποτέ η αιτία της απόφασης του κ. Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία, αλλά αποτελεί σίγουρα συνέπεια», δηλώνει η Νάταλι Τότσι, διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων στη Ρώμη. «Η Σουηδία και η Φινλανδία βλέπουν τώρα μία Ρωσία που είναι ρεβανσιστική και ρεβιζιονιστική με τρόπο πολύ πιο επικίνδυνο από ό,τι κατά το τελευταίο σκέλος του Ψυχρού Πολέμου» αναφέρει.

Η Σουηδία και η Φινλανδία έκριναν ότι η ουδετερότητα ήταν προς το συμφέρον τους όταν αντιμετώπιζαν τη σοβιετική απειλή, και στη σουηδική περίπτωση για αιώνες πριν από αυτό. Δεν άλλαξαν την πορεία τους, αν και εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στις περισσότερες από τρεις δεκαετίες μετά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Η αναγέννηση μίας συμμαχίας

Η αλλαγή του διάθεσης στις δύο χώρες τους τελευταίους μήνες ήταν δραματική, ένδειξη για το πώς η αποφασιστικότητα Πούτιν να απωθήσει το ΝΑΤΟ και να αποδυναμώσει την υποστήριξή του είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα -την αναγέννηση μιας συμμαχίας που αναζητούσε εδώ και μία ολόκληρη γενιά έναν πειστικό λόγο ύπαρξης.

Ενώ μόλις το ένα τέταρτο του πληθυσμού στη Σουηδία και τη Φινλανδία υποστήριζε την ένταξη στο ΝΑΤΟ πέρυσι, ο αριθμός αυτός έχει αυξηθεί κατακόρυφα σήμερα -αγγίζοντας το 76% σε πρόσφατη δημοσκόπηση στη Φινλανδία. Το κυβερνών Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Σουηδίας, το μεγαλύτερο κόμμα της χώρας και επί μακρόν προπύργιο αδέσμευτων, έχει αγκαλιάσει πλέον την ένταξη στο ΝΑΤΟ.

«Ο Πούτιν σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο και δεν ξέρει πώς να κατέβει», λέει η Νικόλ Μπασαρά, Γαλλίδα αναλύτρια Εξωτερικής Πολιτικής. «Τώρα θα αντιμετωπίσει ένα ΝΑΤΟ που είναι ισχυρότερο, μεγαλύτερο και πιο αποφασιστικό», σημειώνει.

Το Άρθρο 3 της ιδρυτικής Συνθήκης του ΝΑΤΟ ορίζει ότι τα μέλη πρέπει να «διατηρούν και να αναπτύσσουν την ατομική και συλλογική τους ικανότητα να αντιστέκονται σε ένοπλη επίθεση» με διαρκή και αποτελεσματικά ίδια μέσα, καθώς και με αμοιβαία βοήθεια. Στην περίπτωση της Σουηδίας και της Φινλανδίας, αυτές οι ικανότητες έχουν ήδη αναπτυχθεί εκτενώς μέσω στενής συνεργασίας με το ΝΑΤΟ.

«Ποτέ δεν ξέρεις με τη Ρωσία»

Ο Καρλ Μπιλντ, πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της Σουηδίας, δηλώνει σχετικά: «Βρισκόμασταν σε μία καθοδική πορεία ως προς μία στενότερη συνεργασία με το ΝΑΤΟ. Όμως, δόθηκε το καύσιμο [για να κινηθούμε] σε αυτό το μονοπάτι την 24η Φεβρουαρίου», όταν ξεκίνησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

«Η απόφασή μας αντανακλά την άποψη ότι η Ρωσία θα παραμείνει ένα περίπλοκο μέρος για μεγάλο χρονικό διάστημα και ο πόλεμος στην Ουκρανία θα είναι αρκετά παρατεταμένος, με μια ασταθή και άκρως αναθεωρητική ηγεσία στο Κρεμλίνο για το άμεσο μέλλον», προσθέτει ο ίδιος.

Ερωτηθείς εάν η Σουηδία φοβάται αντίποινα από τη Ρωσία, ο Καρλ Μπιλντ αναφέρει: «Ποτέ δεν ξέρεις με τη Ρωσία, αλλά η διάθεση είναι αρκετά αποφασιστική».

Η εκτίμηση ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να είναι μακροχρόνιος είναι πλέον ευρέως διαδεδομένη στην Ευρώπη. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν στράφηκε μόνο κατά του γείτονά του, αλλά και κατά της Δύσης και των Ηνωμένων Πολιτειών, τις οποίες εμφανίζει ως «αυτοκρατορία του ψεύδους», σημειώνει ο Ρότζερ Κόεν των New York Times.

Χρειάστηκε να παρέλθουν περίπου 20 χρόνια από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919 για να αντιδράσει η Γερμανία στην ταπείνωση που αντιλαμβανόταν στέλνοντας την πολεμική μηχανή του Τρίτου Ράιχ πέρα ​​από τα σύνορα των γειτόνων της, πυροδοτώντας τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Χρειάστηκαν περίπου 30 χρόνια για να οδηγήσει η έντονη δυσαρέσκεια του Πούτιν για την ταπείνωση της διάλυσης της σοβιετικής αυτοκρατορίας σε μία ευρείας κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία.

Φαίνεται απίθανο ο Ρώσος πρόεδρος να αντιστρέψει την πορεία του, παρόλο που ο πόλεμος που εξαπέλυσε έχει πάει άσχημα μέχρι τώρα.

Στην πράξη, τόσο η Φινλανδία, όσο και η Σουηδία, έχουν ζήσει επί μακρόν με ρωσικά πυρηνικά όπλα στο κοντινό Καλίνινγκραντ, τον ρωσικό θύλακα που βρίσκεται ανάμεσα στην Πολωνία και τη Λιθουανία, στις ακτές της Βαλτικής.

«Αυτές οι χώρες είναι συνηθισμένες σε ρωσικές παραβιάσεις του εναέριου χώρου τους, γνωρίζουν ότι υπάρχουν κίνδυνοι», αναφέρει η κ. Τότσι. «Αλλά τα οφέλη ασφαλείας με την ένταξη στο ΝΑΤΟ είναι ασύγκριτα υψηλότερα από κάθε πρόσθετο κίνδυνο», εκτιμά.

Ωστόσο, ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει αναφερθεί πολλές φορές στα εξελιγμένα πυρηνικά όπλα της Ρωσίας, υπαινισσόμενος ότι δεν θα δίσταζε να τα χρησιμοποιήσει εάν προκληθεί. Αυτή η απειλή υπάρχει όχι μόνο για τη Φινλανδία και τη Σουηδία, καθώς εγκαταλείπουν την αμυντική ουδετερότητα, αλλά για όλη την Ευρώπη και πέραν αυτής.

«ΝΑΤΟϊκή» θάλασσα η Βαλτική

Κατά τη διάρκεια επίσκεψης στην Εσθονία, ένα από τα τρία κράτη της Βαλτικής που ανήκαν στην Σοβιετική Ένωση και εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ το 2004, η κ. Τότσι επισήμανε: «Υπάρχει γενικευμένη χαρά εδώ που η Βαλτική Θάλασσα θα είναι πλέον θάλασσα του ΝΑΤΟ. Για τους Εσθονούς, οι αποφάσεις της Φινλανδίας και της Σουηδίας εκλαμβάνονται ως δικαίωση».

Για πολύ καιρό, ακόμη και έως τις παραμονές της ρωσικής εισβολής, η Ευρώπη ήταν διχασμένη. Χώρες κοντά στα ρωσικά σύνορα -όπως τα κράτη της Βαλτικής και η Πολωνία- πήραν στα σοβαρά τη ρωσική απειλή από την πικρή ιστορική εμπειρία, ενώ οι χώρες πιο δυτικά, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και της Γαλλίας, εστίαζαν περισσότερο στο να απολαύσουν το μέρισμα ειρήνης του τέλους του Ψυχρού Πολέμου αντί να δουν κατάματα τις φιλοδοξίες του Πούτιν.

Αυτές οι ψευδαισθήσεις παρέμειναν ακόμη και φότου ο Πούτιν προσάρτησε τη χερσόνησο της Κριμαίας το 2014, πυροδότησε πόλεμο στην ανατολική περιοχή Ντονμπάς της Ουκρανίας την ίδια χρονιά και κατέφυγε στη στρατιωτική ισχύ για να κερδίσει το τέλος του «παιχνιδιού» στη Συρία, χρησιμοποιώντας τις ίδιες βάναυσες μεθόδους όπως χρόνια νωρίτερα στην Τσετσενία, οι οποίες κατέστησαν εξίσου εμφανείς από τον Φεβρουάριο στην Ουκρανία.

Το τέλος των ψευδαισθήσεων

Τελικά, οι χώρες που βρίσκονται πιο κοντά στη Ρωσία γεωγραφικά και οι πιο άμεσα απειλούμενες από αυτήν, είχαν δίκιο.

Η Ευρώπη είναι τώρα σε μεγάλο βαθμό ενωμένη στην αποφασιστικότητά της να αντισταθεί στον Βλαντιμίρ Πούτιν και να διασφαλίσει ότι δεν θα κερδίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που έτρεφαν τις δικές τους ψευδαισθήσεις για τη Ρωσία, έχουν επικεντρωθεί εκ νέου στην Ευρώπη και είναι αποφασισμένες όχι μόνο να σώσουν την Ουκρανία, αλλά να αποδυναμώσουν τη Ρωσία. Δεν πρόκειται για βραχυπρόθεσμες φιλοδοξίες.

«Έχουμε μία αλλαγμένη Ευρώπη», δηλώνει ο Καρλ Μπιλντ, τονίζοντας: «Θα έχουμε ένα ισχυρότερο ΝΑΤΟ, με αυξημένες αμυντικές δαπάνες, πολιτικά πιο συνεκτικό, με αίσθηση σκοπού. Θα αποκτήσουμε επίσης μια ισχυρότερη Ευρωπαϊκή Ένωση, με μεγαλύτερη αμοιβαιότητα μεταξύ αυτής και του ΝΑΤΟ».

Η Ευρώπη, φυσικά, θα αντιμετωπίσει προκλήσεις στο οικονομικό πεδίο και όχι μόνο από έναν μακροχρόνιο πόλεμο. Και χώρες όπως η Μολδαβία και η Γεωργία, στα όρια της Ρωσίας χωρίς την προστασία του ΝΑΤΟ, θα βρεθούν επίσης ενώπιον προκλήσεων.

Το «μάθημα» της Ουκρανίας

Η Φινλανδία και η Σουηδία πήραν ένα βασικό μάθημα από την Ουκρανία. Μετά την ανακοίνωση του ΝΑΤΟ το 2008 ότι η Ουκρανία και η Γεωργία «θα γίνουν μέλη του», μία απόφαση που ελήφθη με ελάχιστη σκέψη για το πώς ή πότε θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος, το ακανθώδες ζήτημα της ένταξης της Ουκρανίας αφέθηκε να «αιωρείται» από Δυτικούς ηγέτες που δεν ήθελαν να προκαλέσουν περαιτέρω τον Πούτιν.

Αυτό δεν έκανε καμία διαφορά στους υπολογισμούς του Πούτιν. Εισέβαλε ούτως ή άλλως στην Ουκρανία, επινοώντας μια ναζιστική απειλή και υποστηρίζοντας ότι το ουκρανικό κράτος ήταν «μύθος». Η Σουηδία και η Φινλανδία δεν επρόκειτο να είχαν την ίδια μοίρα λόγω άστοχης αυτοσυγκράτησης. «Πήραν ένα μάθημα», είπε η κ. Τότσι.

Το ερώτημα παραμένει πώς θα κατέβει ο κ. Πούτιν από το δέντρο του, κατά τη δήλωση της Τότσι. Ο ίδιος χαρακτήρισε τη φινλανδική απόφαση «λάθος» και επέμεινε ότι δεν υπήρχε ρωσική απειλή για τη χώρα. Διέκοψε επίσης τις ρωσικές προμήθειες ηλεκτρικής ενέργειας στη Φινλανδία. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι εγκατέλειψε την πεποίθησή του ότι η ισχύς θα επιτύχει εν τέλει τους στρατηγικούς στόχους της Ρωσίας.

«Ακόμα και αν ο Πούτιν συνειδητοποιήσει ότι έκανε λάθος, αμφιβάλλω ότι θα το παραδεχτεί ποτέ», λέει ο Καρλ Μπιλντ. «Οι συνέπειες θα ήταν πολύ βαριές. Αυτό δεν ήταν μικρό λάθος. Ήταν ένα καταστροφικό στρατηγικό λάθος πρώτης τάξης»...