Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι τοξικός και πολωτικός. Και μόνο η παρουσία του στις εκλογές για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών τον ερχόμενο Νοέμβριο, θα ήταν ισχυρό κίνητρο για πολλούς ψηφοφόρους, ώστε να στηρίξουν τον Τζο Μπάιντεν, αναφέρουν οι New York Times σε ανάλυσή τους με τίτλο «Για τον Μπάιντεν, άλλη μία υποψηφιότητα Τραμπ παρουσιάζει ευκαιρίες και μεγάλο ρίσκο».
Η ιδέα της επιστροφής του πρώην προέδρου στον Λευκό Οίκο προκαλεί τρόμο σε πολλούς εκτός και εντός των Ηνωμένων Πολιτειών. Μεταξύ αυτών, πολλοί δυσαρεστημένοι Δημοκρατικοί και ανεξάρτητοι ψηφοφόροι, οι οποίοι πιθανόν θα έσπευδαν να ενταχθούν στο στρατόπεδο του σημερινού προέδρου για να αποτρέψουν το εφιαλτικό σενάριο να ξαναδούν τον Τραμπ στην εξουσία, τονίζεται στο δημοσίευμα.
Το πάθημα του 2016
Αυτή η αποστροφή προς το πρόσωπο του Τραμπ, σε συνδυασμό με τις πολιτικές τους προσδοκίες ενόψει των γενικών εκλογών, προκάλεσε στους Δημοκρατικούς ένα παράδοξο αίσθημα διχασμού αυτή την εβδομάδα, κατά την έναρξη της κούρσας των Ρεπουμπλικάνων, σύμφωνα με τους ΝΥΤ.
Κανένας τους δεν θα έκλαιγε αν έβλεπε τον Τραμπ να χάνει από τη Νίκι Χέιλι, η οποία θα διεκδικήσει εκ νέου την επόμενη εβδομάδα το χρίσμα στις προκριματικές του Νιου Χάμσαϊρ.
Η πρώην κυβερνήτης της Νότιας Καρολίνας εκτιμούν ότι δεν θα αποτελούσε κίνδυνο για τη δημοκρατία, κάτι για το οποίο κατηγορούν τον Τραμπ.
Παρόλα αυτά, αν τελικά κερδίσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, η Χέιλι ενδέχεται να αποτελέσει μεγαλύτερο εκλογικό κίνδυνο για τον Μπάιντεν.
Η κατάσταση, από την άλλη, αναπόφευκτα θυμίζει το πάθημα του 2016. Τότε, πολλοί Δημοκρατικοί δεν δυσαρεστήθηκαν ιδιαίτερα όταν ο Τραμπ είχε κερδίσει την υποψηφιότητα των Ρεπουμπλικάνων. Είχαν εκτιμήσει λανθασμένα, όπως αποδείχθηκε αργότερα, ότι η χώρα δεν θα εξέλεγε για πρόεδρο έναν ασταθή τηλεοπτικό σταρ, ο οποίος επιδιδόταν σε ρατσιστικά ξεσπάσματα και απαξίωνε την πολιτική. Το εκλογικό αποτέλεσμα τους διέψευσε.
Επιστροφή σε έναν ηττημένο;
Οκτώ χρόνια μετά, οι Δημοκρατικοί ελπίζουν ότι η χώρα δεν θα επιστρέψει σε έναν ηττημένο πρόεδρο, ο οποίος ώθησε έναν βίαιο όχλο να τον βοηθήσει να παραμείνει παράνομα στην εξουσία, παρά την αποτυχία του στις εκλογές για την προεδρία.
Πρόκειται επιπλέον για ένα δημόσιο πρόσωπο και υποψήφιο πρόεδρο που έχει κατηγορηθεί για περισσότερα κακουργήματα ακόμα και από τον διαβόητο γκάνγκστερ Αλ Καπόνε, όπως σχολιάζουν ΝΥΤ.
Ερευνα του CBS News την Κυριακή έδειξε ότι η Χέιλι θα αποτελέσει μεγαλύτερη εκλογική «απειλή» για τον Μπάιντεν συγκριτικά με τον Τραμπ. Εχει πλεονέκτημα οκτώ μονάδων έναντι του νυν προέδρου σε μία υποθετική αναμέτρηση (53% έναντι 45%).
Ο συνυποψήφιός της για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, Ρον ΝτεΣάντις, είχε προβάδισμα τριών μονάδων έναντι του Μπάιντεν, ενώ ο Τραμπ δύο μονάδων.
Ο πιο δύσκολος αντίπαλος
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι πολλοί Δημοκρατικοί εκτιμούν ότι η Χέιλι θα ήταν πιο δύσκολος αντίπαλος, ανησυχούν περισσότερο για ενδεχόμενη νίκη του Τραμπ, ο οποίος έχει κάνει λόγο «για δικτατορία 24 ωρών», σε περίπτωση επανεκλογής του, ενώ έχει απειλήσει με αντίποινα τους εχθρούς του.
Η προσπάθεια κάποιων Δημοκρατικών να προσδιορίσουν ποιος Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος θα ήταν πιο εύκολος αντίπαλος και με βάση αυτό να χαράξουν τη στρατηγική τους, προτάσσοντας τον ρεαλισμό έναντι των πολιτικών τους αρχών, δεν είναι καινούργια.
Το 2022, κάποιοι Δημοκρατικοί «προώθησαν» ανεπίσημα ακροδεξιούς συμμάχους του Τραμπ στις προκριματικές εκλογές, εκτιμώντας ότι θα ήταν πιο εύκολο να τους αντιμετωπίσουν όταν θα στήνονταν οι γενικές κάλπες. Ταυτόχρονα, συνέχιζαν να τους αποδοκιμάζουν δημόσια, καταγγέλλοντάς τους ως «επικίνδυνους» για τη δημοκρατία.
Οι Δημοκρατικοί δεν πρόκειται να επαναλάβουν αυτό το είδος της παρέμβασης στην εκλογική διαδικασία φέτος. «Αν κάποιος στηρίζει τον Τραμπ, είναι τρελός», εκτιμά ο Φάιζ Σακίρ, ανώτερος σύμβουλος του γερουσιαστή Μπρέρνι Σάντερς, του δημοκρατικού σοσιαλιστή από το Βερμόντ που ήταν υποψήφιος για την προεδρία το 2016 και το 2020.
Ο Τιμ Μίλερ, από τους πιο σκληρούς επικριτές του Τραμπ στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων, ανέφερε ότι οι Δημοκρατικοί δεν πρέπει να κοροϊδεύουν τον εαυτό τους, θεωρώντας ότι δεν θα τον αντιμετωπίσουν ξανά.
«Οι αναλυτές και οι δημοσιογράφοι μπορούν να παίζουν παιχνίδια και να επεξεργάζονται όσα δεδομένα θέλουν. Ωστόσο, το μοναδικό ουσιαστικό ερώτημα για τους Δημοκρατικούς παραμένει το πώς θα διεξαγάγουν μία εκστρατεία ενάντια στον επικίνδυνο υποψήφιο που ετοιμάζονται να προτείνουν οι αντίπαλοί τους», πρόσθεσε ο ίδιος.
Πολιτική πόλωση
Σε αντίθεση με το 2016, οι Δημοκρατικοί δύσκολα θα μπορέσουν να ισχυριστούν ότι δεν είδαν τον Τραμπ να έρχεται.
«Η ομάδα Κλίντον δεν κατάφερε να κατανοήσει έγκαιρα ότι το λαϊκίστικο κίνημα διαμαρτυρίας και λευκού εθνικισμού δεν θα ήταν εύκολος αντίπαλος στην κάλπη», τονίζει η Ντόνα Μπραζάιλ, στέλεχος των Δημοκρατικών.
Πλέον, το κίνημα έχει εξελιχθεί «σε πόλεμο πολιτισμών με δύο στρατόπεδα: είτε υπέρ του Τραμπ είτε εναντίον του», προσθέτει η Μπραζάιλ, τονίζοντας πως «δεν υπάρχει μέση λύση».
Ο Μπάιντεν ενήργησε εξαρχής σαν να περιμένει να αντιμετωπίσει εκ νέου τον Τραμπ και κατέστησε σαφές ότι παρακινείται από την επιθυμία να τον νικήσει ξανά.
Πρόσφατα δήλωσε, απευθυνόμενος σε δημοσιογράφους, ότι ίσως να μην είχε υποβάλει υποψηφιότητα για δεύτερη θητεία, αν ο Τραμπ δεν προσπαθούσε να επιστρέψει.
Ωστόσο, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έχασε ευκαιρία να ασκήσει πολιτική κριτική και στην Χέιλι, όπως έκανε για παράδειγμα σχολιάζοντας την αρχική άρνησή της να απαντήσει σε ερώτημα για το αν η δουλεία ήταν η αιτία του Εμφυλίου Πολέμου.
«Θα ήταν ανόητο να προσπαθήσουμε να προβλέψουμε ποιος Ρεπουμπλικάνος θα ήταν καλύτερος αντίπαλος για τους Δημοκρατικούς», σχολίασε από την πλευρά του ο Μο Ελάιθι, πρώην στέλεχος των Δημοκρατικών και νυν εκτελεστικός διευθυντής του Georgetown Institute of Politics and Public Service.
«Η πόλωση στην πολιτική μας ζωή σημαίνει ότι ο αντίπαλος θα είναι κοντά ό,τι και αν γίνει», ανέφερε, προσθέτοντας: «Σταματήστε τις προσπάθειες να επιλέξετε ποιον θα αντιμετωπίσετε και αρχίστε να εστιάζετε στον άντρα τον οποίο θα στηρίξετε. Σε κάθε περίπτωση, η μάχη θα είναι κρίσιμη».