Η μεγαλύτερη μετακίνηση καταθέσεων που έχει καταγραφεί μέσα στην τελευταία δεκαετία στις ΗΠΑ βρίσκεται σε εξέλιξη τις τελευταίες ημέρες, καθώς η πτώχευση τριών μικρών αμερικανικών τραπεζών οδηγεί τους καταθέτες να μεταφέρουν εσπευσμένα κεφάλαια στους αμερικανικούς τραπεζικούς κολοσσούς.
Οπως αναφέρουν οι Financial Times, το προσωπικό των Bank of America, Jpmorgan Chase, Citigroup, Wells Fargo και άλλων τραπεζικών κολοσσών των ΗΠΑ αγωνίζεται να αντεπεξέλθει στα αιτήματα όσων ζητούν να μεταφέρουν εσπευσμένα τις καταθέσεις τους και λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα για να επιταχύνουν τη διαδικασία.
«Ο Γολιάθ νικάει αυτή τη φορά», σχολιάζει ο Μάικ Μάγιο, αναλυτής της Wells Fargo, αναφέροντας τη Jpmorgan, τη μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ, ως τον κύριο ωφελημένο της τραπεζικής κρίσης που γνωρίζει η υπερδύναμη τις τελευταίες ημέρες, «σε αυτούς τους λιγότερο ασφαλείς καιρούς», όπως τονίζει ο ίδιος. «Τα αιτήματα έρχονται το ένα μετά το άλλο, όπως τα αεροσκάφη όταν καθηλωθούν στο αεροδρόμιο μια ημέρα με βαριά χιονόπτωση», σχολίασε σχετικά στέλεχος μεγάλης τράπεζας μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα.
Πρόκειται για την κατηγορία τραπεζών που κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 διαπιστώθηκε ότι είναι «υπερβολικά μεγάλες για να αφεθούν να καταρρεύσουν» και τώρα αντιμετωπίζονται από τους καταθέτες ως ασφαλή καταφύγια στην τρικυμία των μικρών τραπεζών όπως η Silicon Valley Bank, Signature Bank και Silvergate, που κατέρρευσαν μέσα στις τελευταίες ημέρες.
Η μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα, η Jpmorgan Chase, ειδικότερα, αναφέρει ότι τις τελευταίες ημέρες έχει δεχθεί καταθέσεις πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων και έχει συντομεύσει τον χρόνο έγκρισης για άνοιγμα νέου λογαριασμού, όπως και τον χρόνο που απαιτείται για να έχουν οι επιχειρήσεις πρόσβαση στα κεφάλαιά τους και να μπορούν να πληρώσουν το προσωπικό τους μέσω των τραπεζικών τους λογαριασμών. Γενικότερα οι έξι μεγαλύτερες τράπεζες της υπερδύναμης αναφέρουν ότι δέχονται πολύ μεγαλύτερο όγκο καταθέσεων από τα συνήθη μεγέθη.
Η Citigroup, μια τράπεζα κατά κάποιον τρόπο εξειδικευμένη στις καταθέσεις πλούσιων πελατών, δρομολογεί σύστημα για να ανοίγει λογαριασμούς μέσα στην ίδια ημέρα που υποβάλλεται το σχετικό αίτημα, ενώ έως τώρα η προβλεπόμενη διαδικασία διαρκούσε από μία έως δύο εβδομάδες. Μιλώντας στο Bloomberg, ο Μάικλ Ιμερμαν, βοηθός καθηγητή στον τομέα Οικονομικών Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Irvine της Καλιφόρνια, τόνισε πως «οι έξι αυτές αμερικανικές τράπεζες είναι υπερβολικά μεγάλες για να αφεθούν να καταρρεύσουν και ως εκ τούτου είναι ασφαλέστερο να τοποθετεί κανείς τα χρήματά του εκεί σε ένα μεγάλο όνομα με περισσότερη βεβαιότητα».
Ως εκ τούτου, πολλές μεγάλες τράπεζες μετέφεραν στη διαδικασία ανοίγματος νέων λογαριασμών υπαλλήλους ειδικευμένους σε άλλους τομείς τους. Οπως τονίζουν οι FT, το ενδιαφέρον για μεταφορά καταθέσεων σε μεγάλες τράπεζες είναι μεγαλύτερο από πλευράς όσων έχουν κεφάλαια άνω των 250.000 δολ., καθώς αυτό είναι το όριο μέχρι το οποίο το αμερικανικό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων καλύπτει τις καταθέσεις σε περίπτωση πτώχευσης τράπεζας. Στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου κι ενώ είχε προηγηθεί η κατάρρευση των τριών μικρών τραπεζών, η αμερικανική κυβέρνηση υποσχέθηκε πως όλοι οι καταθέτες θα έχουν πρόσβαση στα χρήματά τους, αφήνοντας δηλαδή να εννοηθεί ότι αυτό θα ισχύσει και για όσους έχουν καταθέσεις άνω των 250.000 δολ. Ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε μάλιστα πως θα κάνει «ό,τι κι αν χρειαστεί» για να προστατεύσει τους καταθέτες.
Παράλληλα η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, η Federal Reserve, θέσπισε εργαλείο χρηματοδότησης εκτάκτου ανάγκης προσφέροντας στις αμερικανικές τράπεζες δάνεια με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους για να διασφαλίσει επάρκεια ρευστότητας και να αποτρέψει τη μετάδοση της κρίσης στο ευρύτερο τραπεζικό σύστημα.
Η στροφή των καταθετών στις μεγάλες τράπεζες συνεχίζεται πάντως και προδίδει την κλίμακα της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας. Την αβεβαιότητα αντανακλά, άλλωστε, η απόφαση του οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s να υποβαθμίσει το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του σε «αρνητικό» από «σταθερό».
Η Moody’s επικαλέστηκε τη «ραγδαία επιδείνωση του περιβάλλοντος» μετά τις πτωχεύσεις των τριών αμερικανικών τραπεζών και προειδοποίησε πως ενδέχεται να εγκυμονούν κινδύνους και άλλες τράπεζες που δεν έχουν ζημίες στα χαρτοφυλάκιά τους αλλά δεν τις έχουν αποτιμήσει ούτε ανακοινώσει. Είναι πάντως γεγονός ότι οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες υπόκεινται στις αυστηρές ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν στον κλάδο μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 για να αποτραπεί επανάληψή της.
Οι μικρές, αντιθέτως, όπως οι τρεις τράπεζες που κατέρρευσαν, τις τελευταίες ημέρες δεν υπόκεινται σε ανάλογα αυστηρό έλεγχο χάρη στην απορρύθμιση του κλάδου που αποφάσισε η προηγούμενη αμερικανική κυβέρνηση και υπέγραψε τη σχετική απόφαση ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, το 2018. Οπως αποδεικνύεται, ανέλαβαν πολύ μεγαλύτερα ρίσκα και βρέθηκαν σε δεινή θέση μόλις αντιμετώπισαν την αρνητική συγκυρία των αυξημένων επιτοκίων. Στο μεταξύ, στελέχη τραπεζών δηλώνουν πως δεν νιώθουν άνετα με όλες αυτές τις επισπεύσεις και τις παραβιάσεις της συνήθους πρακτικής, καθώς δεν θέλουν να κατηγορηθούν ότι σπεύδουν να εκμεταλλευθούν την κατάσταση.