Είναι ολίγον τι ειρωνικό που η Ολίβια Νιούτον Τζον έφυγε από τη ζωή στην καρδιά του καλοκαιριού. Ειδικά όταν στη συνείδηση του κόσμου ταυτίστηκε με τον πρώτο καλοκαιρινό έρωτα, εκείνον που δεν λησμονείται ποτέ. Η Ολίβια Νιούτον αποχαιρέτησε τα εγκόσμια στα 73 της χρόνια, μετά από μία μάχη τριών ολόκληρων δεκαετιών με τον καρκίνο. Ακόμα, όμως, και αν έχασε την ύστατη αυτή μάχη, κέρδισε τον πόλεμο. Δεν άφησε την ασθένεια να την καταβάλει, να της στερήσει την απαράμιλλη ομορφιά της, ούτε καν να αμαυρώσει την κληρονομιά της. Αυτή ούτε λίγο, ούτε πολύ συνοψίζεται στο ότι αποτέλεσε ένα είδος σημείου αναφοράς για πολλές γενιές.
Μία αιώνια έφηβη που μετατράπηκε σε σύμβολο νοσταλγίας μιας εποχής μέσα από τη βελούδινη φωνή της και τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην εμβληματική ταινία Grease ως Σάντι. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που δεν θυμούνται την θρυλική κινηματογραφική ιστορία αγάπης του Ντάνι και της Σάντι, δυο νέων στην Αμερική της δεκαετίας του 1950. Ένας καλοκαιρινός έρωτας τους καθηλώνει. Μαζί με το φθινόπωρο, όμως, έρχεται και η επιστροφή στο σχολείο. Κανείς από τους δύο δεν γνωρίζει ότι θα συναντηθούν ξανά. Αυτή τη φορά, όμως, ο Ντάνι είναι εγκλωβισμένος στην περσόνα του δημοφιλούς κακού αγοριού και η συνεσταλμένη Σάντι θα κληθεί να προσαρμοστεί, ώστε να τον κερδίσει ξανά. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 16 Ιουνίου 1978 στη Νέα Υόρκη και αποτέλεσε τεράστια εισπρακτική επιτυχία που καθόρισε τόσο την καριέρα της Νιούτον, όσο και του Τζον Τραβόλτα. Για δεκαετίες υπήρξε το μιούζικαλ με τις υψηλότερες εισπράξεις παγκοσμίως.
Η Ολίβια ήταν η κόρη του Ουαλού Μπρίνλεϊ Νιούτον Τζον και της Γερμανοεβραίας Ιρίν Χέλεν. Σε ηλικία πέντε ετών μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αυστραλία λόγω της δουλειάς του πατέρα της. Ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης. Χρόνια αργότερα και η ίδια σπούδασε στο ίδιο πανεπιστήμιο, στο μέρος που πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής και εφηβικής της ηλικίας. Τότε ήταν που ανακάλυψε και το μεγάλο της πάθος για τη μουσική. Θαύμαζε ιδιαίτερα την ποπ σκηνή της δεκαετίας του '60 και είχε αδυναμία σε κάποια από τα δημοφιλή συγκροτήματα που είχαν αφήσει το αποτύπωμά τους στις μπαλάντες.
Παρά τα ακούσματά της, η ίδια ξεκίνησε την καριέρα της από την κάντρι μουσική. Η πρώτη της επιτυχία ήταν το Let me be there και τα όνειρά της περιελάμβαναν χρυσούς δίσκους και συναυλίες. Όχι ταινίες του Χόλιγουντ. Έφτιαξε ένα γυναικείο συγκρότημα, τις Sol 4, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία. Αν και είχε δοκιμάσει, δίχως ιδιαίτερη επιτυχία τις δυνάμεις της στο σινεμά, όταν της προτάθηκε το Grease απέρριψε την ευκαιρία. Φοβόταν ότι μία ακόμα αποτυχημένη ταινία θα αποτελούσε και την ταφόπλακα της καριέρας της. Επιπλέον, ούσα στο τέλος της δεκαετίας των 20, δίσταζε να υποδυθεί μία 17χρονη μαθήτρια, ειδικά όταν ο Τραβόλτα ήταν πέντε χρόνια μικρότερός της.
Εκτός από δόξα, η Νιούτον έζησε μία αξιοπερίεργη προσωπική ζωή, με αποκορύφωμα την εξαφάνιση του συντρόφου της. Ο Πάτρικ ΜακΝτέρμοτ εξαφανίστηκε μυστηριωδώς ύστερα από εννιά ολόκληρα χρόνια, στα ανοικτά της ακτής της Καλιφόρνια με τη βάρκα του. Παρότι η ίδια αφιέρωσε χρόνο και χρήμα για να ανακαλύψει τι είχε συμβεί, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έκαναν λόγο για «σκηνοθετημένο θάνατο». Εντέλει, αποδείχθηκε ότι ζούσε στο Μεξικό, ώστε να ξεφύγει από χρέη και δανειστές. Ξαναβρήκε τον έρωτα στο πρόσωπο του καλού της φίλου Τζον Ίστερλινγκ.
Ένα ακόμα σκοτεινό κεφάλαιο στη ζωή της ήταν οι δαίμονες της μοναχοκόρης της. Ήταν εθισμένη στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ, υποστηρίζοντας ότι «δεν είναι εύκολο να είσαι κόρη μιας τόσο διάσημης γυναίκας». Με τα χρόνια απεξαρτήθηκε. Από τις δυσκολότερες στιγμές στη ζωή της Νιούτον ήταν η απώλεια των αδελφών της. Έχασε τόσο την αδελφή, όσο και τον αδελφό της από καρκίνο πρόωρα. Το ίδιο θεριό αντιμετώπισε και η ίδια όλα αυτά τα χρόνια, δίχως να το βάλει κάτω. Αυτός είναι και ο λόγος που ο σύζυγός της, ανακοινώνοντας τον θάνατό της σχολίασε ότι η σύζυγός του «αποτέλεσε σύμβολο θριάμβων και ελπίδας για περισσότερα από 30 χρόνια».