Τα μικρόβια στο ανθρώπινο έντερο, που έχουν συσχετισθεί με διάφορα πράγματα, από την αρθρίτιδα μέχρι τον αυτισμό, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δείκτης πρόγνωσης της μελλοντικής υγείας, ακόμη και της πιθανότητας κανείς να πεθάνει μέσα στα επόμενα 15 χρόνια, σύμφωνα με δύο νέες επιστημονικές μελέτες, που αναδεικνύουν τη σημασία του μικροβιώματος.

Το συγκεκριμένο και διαφορετικό μίγμα μικροβίων που απαρτίζουν το μικροβιακό οικοσύστημα του εντέρου καθενός ανθρώπου, δηλαδή το μικροβίωμα του, μπορεί να αποκαλύψει περισσότερα πράγματα για το μέλλον του ακόμη και από ό,τι μπορούν τα γονίδια.

Το μικροβίωμα επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες, όπως η διατροφή, το περιβάλλον, η σωματική άσκηση κ.α.

«Είναι ελπιδοφόρο ότι η επιστημονική κοινότητα πλησιάζει να φθάσει σε ένα σημείο όπου θα μπορούμε να αναπτύξουμε διαγνωστικές εξετάσεις και θεραπείες με βάση το μικροβίωμα. Είναι κάτι πλέον μέσα στα όρια των δυνατοτήτων μας», δήλωσε ο μικροβιολόγος Σάμιουελ Μίνοτ του Κέντρου Ερευνών Φρεντ Χάτσινσον για τον Καρκίνο, σύμφωνα με το «Science».

Η πρώτη μελέτη, με επικεφαλής τον υπολογιστικό βιολόγο Μπράντεν Τίρνεϊ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, επισκόπησε και αξιολόγησε 47 έρευνες αναφορικά με τη σχέση του συλλογικού γονιδιώματος του μικροβιώματος και 13 κοινών παθήσεων, όπως η υπέρταση, το άσθμα και η σχιζοφρένεια. Όλες αυτές οι ασθένειες θεωρούνται πολύπλοκες, επειδή προέρχονται από ένα συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.

Διαπιστώθηκε ότι η συλλογική γενετική «υπογραφή» των εντερικών μικροβίων είναι κατά μέσο όρο 20% καλύτερη από ό,τι τα γονίδια του ανθρώπου για να κάνει κανείς διάκριση ανάμεσα σε έναν υγιή και σε ένα άρρωστο άνθρωπο.

Για παράδειγμα, το μικροβίωμα είναι 50% καλύτερο σε σχέση με τη μελέτη του ανθρώπινου γονιδιώματος στο να προβλέψει αν κάποιος έχει καρκίνο του παχέος εντέρου. Το γενετικό «προφίλ» ενός ανθρώπου είναι ανώτερο από το μικροβίωμα μόνο όσον αφορά την πρόβλεψη αν κανείς έχει διαβήτη τύπου 1.

Η δεύτερη φινλανδική μελέτη συσχέτισε το μικροβίωμα με τη διάρκεια της ζωής, με βάση δείγματα κοπράνων που είχαν αναλυθεί προ 15ετίας. Βρήκε ότι οι άνθρωποι με υψηλά επίπεδα εντεροβακτηρίων (περιλαμβάνουν το E.coli και τη σαλμονέλα) έχουν 15% μεγαλύτερη πιθανότητα να πεθάνουν μέσα στα επόμενα 15 χρόνια.

Δεν είναι σαφές γιατί το μικροβίωμα σχετίζεται με το θάνατο. Είναι πιθανό ότι τα μικρόβια προκαλούν αρρώστιες και συντομεύουν τη ζωή ενός ανθρώπου. Μπορεί όμως, από την άλλη, απλώς να αντανακλούν οτιδήποτε άλλο συμβαίνει στο σώμα.

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τους ερευνητές, οι επιστήμονες και οι γιατροί πρέπει πλέον να δώσουν περισσότερη προσοχή στους μικροσκοπικούς και πολυπληθείς «κατοίκους» του εντέρου, αν θέλουν να βρουν νέους και ίσως καλύτερους τρόπους διάγνωσης και θεραπείας των ασθενειών.