Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες που κατέβαλαν, τις τελευταίες δέκα ημέρες, οι ιθύνοντες του Βρετανικού Μουσείου προκειμένου να υποβαθμίσουν το σοβαρότατο περιστατικό της κλοπής 2000 περίπου πολύτιμων αντικειμένων από τη συλλογή του και να αποποιηθούν των ευθυνών τους, εν τέλει ο διευθυντής του, Χάρτβιγκ Φίσερ αλλά και ο αναπληρωτής διευθυντής Τζόναθαν Ουίλιαμς εξαναγκάστηκαν χθες σε παραίτηση αναγνωρίζοντας, έστω και με καθυστέρηση, τους λάθος χειρισμούς που έγιναν.

Όταν στα τέλη Ιουλίου ο Γερμανός ιστορικός τέχνης ανακοίνωσε πως έχει αποφασίσει να αποχωρήσει από τη θέση του στα τέλη του χρόνου, πριν λήξει το συμβόλαιο της θητείας του, η οποία ξεκίνησε το 2016, κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί τί κρυβόταν πίσω από αυτή την κίνηση. Περίπου δύο εβδομάδες μετά όμως η είδηση της κλοπής ενός μεγάλου αριθμού αντικειμένων από τις αποθήκες του μουσείου, αποκάλυψε το παρασκήνιο της αιφνιδιαστικής αποχώρησης του πρώτου μη Βρετανού διευθυντή του πασίγνωστου μουσείου.

Ο ίδιος βεβαίως επέμενε ότι η απόφασή του για πρόωρη αποχώρηση από τη θέση του δεν είχε απολύτως καμία σχέση με την κλοπή, αποδείχτηκε ωστόσο ότι όλο αυτό ήταν μια οργανωμένη επικοινωνιακή τακτική που ακολούθησε το Βρετανικό Μουσείο με στόχο να περιορίσει τις διαστάσεις του σκανδάλου που είχε ήδη ξεσπάσει και απειλούσε την αξιοπιστία του.

Η τακτική αυτή αποδείχτηκε αναποτελεσματική καθώς τελικά ο Χάρτβιγκ Φίσερ εξαναγκάστηκε σε άμεση παραίτηση η οποία δημοσιοποιήθηκε χθες το απόγευμα και συνοδευόταν από μια αυτοδιάψευση των όσων είχε προσφάτως ισχυριστεί: «Είναι προφανές πως το μουσείο δεν ανταποκρίθηκε όσο ολοκληρωμένα θα έπρεπε στις προειδοποιήσεις του 2021 και στο πρόβλημα που έχει πλέον αναδειχθεί πλήρως. Η ευθύνη για την αποτυχία αυτή πρέπει τελικά να βαρύνει τον διευθυντή. Η κατάσταση που αντιμετωπίζει το μουσείο είναι εξαιρετικά σοβαρή. Πιστεύω ειλικρινά ότι θα ξεπεράσει αυτή τη στιγμή και θα βγει ισχυρότερο, αλλά δυστυχώς έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η παρουσία μου αποδεικνύεται αποπροσανατολιστική» παραδέχτηκε στην επίσημη δήλωση της παραίτησής του ενώ ανακάλεσε επίσης τα αρνητικά σχόλια που έκανε για τον άνθρωπο ο οποίος ανακάλυψε την κλοπή και ενημέρωσε το μουσείο.

Λίγες μόλις ώρες μετά την παραίτηση του Φίσερ ακολούθησε και αυτή του αναπληρωτή διευθυντή Τζόναθαν Ουίλιαμς ο οποίος πρώτος παρέλαβε, το 2021, τα στοιχεία  που είχε με πολύ κόπο συγκεντρώσει ο Δανός έμπορος τέχνης και ιστορικός Ιτάι Γκράντελ και αποδείκνυαν πως ο επί 30 χρόνια εργαζόμενος του μουσείου και υπεύθυνος για τα Γλυπτά του Παρθενώνα βρισκόταν πίσω από τις κλοπές πάνω από 1500 αντικειμένων - χρονολογούνται από το 1.500 π.Χ. έως τον 19ο αιώνα μ.Χ - τα οποία έκαναν φτερά, σταδιακά και χωρίς απολύτως κανείς να καταλάβει το παραμικρό. Αντί για «ευχαριστώ», όμως, έλαβε, μετά από μήνες, την απάντηση πως οι ισχυρισμοί του ήταν αβάσιμοι.

Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν έγινε πράγματι ενδελεχής έρευνα, εάν τα κλοπιμαία ήταν καταγραμμένα στους καταλόγους έτσι ώστε να μπορούν να τεκμηριωθούν, αν οι καταγγελίες υποτιμήθηκαν ή αποκρύφθηκαν σκοπίμως προκειμένου να μην εκτεθεί διεθνώς το μουσείο σε μια περίοδο που αρκετές χώρες ζητούν την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών τους με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της Ελλάδας και των Γλυπτών του Παρθενώνα. Το μόνο σίγουρο είναι πως αποδείχτηκαν οι μεγάλες ελλείψεις που υπάρχουν στα συστήματα ασφαλείας του μουσείου.

Η επί της ουσίας έρευνα ξεκίνησε πριν από λίγους μήνες, με εντολή του Προέδρου του μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, και έφερε στο φως τις συνεχιζόμενες κλοπές που γίνονταν, τουλάχιστον από το 2016 και μετά με επικεφαλής, έναν από τους παλαιότερους και πιο έμπιστους εργαζόμενούς του.

Την υπόθεση έχουν ήδη αναλάβει οι αστυνομικές αρχές, ο βασικός ύποπτος που έχει απολυθεί κλήθηκε προχθές για κατάθεση ενώ το Βρετανικό Μουσείο καλείται να διαχειριστεί μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ιστορίας του εν όψει μάλιστα και την μεγάλης ανακαίνισης που προετοιμάζεται για το άμεσο μέλλον.