Τώρα που εμφανίζονται σιγά σιγά και τα πρώτα δημοσιεύματα που τοποθετούν χρονικά την «εξάντληση της τετραετίας» -και, άρα, τις κάλπες- στα... μέσα Μαρτίου, οι προεκλογικοί σχεδιασμοί των κομμάτων έχουν ενταθεί και τόσο στην Κουμουνδούρου όσο και στο Μέγαρο Μαξίμου ψάχνουν τρόπους να αντιμετωπίσουν τον ίδιο... «μπαμπούλα»: τη «χαλαρή ψήφο» της απλής αναλογικής.
Θεωρητικά, τόσο στο κυβερνών κόμμα όσο και στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχουν όλους τους λόγους του κόσμου να φοβούνται την «χαλαρή ψήφο»: η κυβέρνηση επωμίζεται την φθορά έπειτα από 3,5 χρόνια στην εξουσία, που πλέον φαίνεται σε όλα τα ποιοτικά ευρήματα των σφυγμομετρήσεων.
Συν τοις άλλοις, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει φροντίσει ο ίδιος να... αυτοπαγιδευθεί ενόψει των εκλογών με απλή αναλογική: προαναγγέλλοντας ότι θα «κάψει» τις πρώτες εκλογές και θα οδηγήσει τη χώρα σε επαναληπτικές, ώστε να ισχύσει η ενισχυμένη αναλογική, ουσιαστικά έχει μεταβάλει την πρώτη εκλογική αναμέτρηση σε... «πρόβα τζενεράλε».
Την έχει, δηλαδή, φωτογραφίσει ως την ιδανική ευκαιρία, ακόμη και για έναν νεοδημοκράτη ψηφοφόρο που απεύχεται «να έρθει ο Τσίπρας», ώστε να... στείλει μήνυμα χωρίς να φοβάται. «Μετατρέψαμε τις εκλογές σε Ευρωεκλογές και θα το πληρώσουμε», λέει κορυφαίος και «μπαρουτοκαπνισμένος» «γαλάζιος» παράγοντας που «βλέπει» παγίδες και εκπλήξεις την Κυριακή των εκλογών.
Στον αντίποδα, και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάθε λόγο να φοβάται την πρώτη κάλπη: η πολιτική κυριαρχία –τουλάχιστον σε επίπεδο πρόθεσης ψήφου και (της παραδοσιακά αδιάψευστης) παράστασης νίκης- της Ν.Δ. και του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν αμφισβητείται, ενώ ακόμη και κεντρικά στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης που βλέπουν «προϋποθέσεις πολιτικής ανατροπής», παραδέχονται ότι αυτές οι «προϋποθέσεις» προς το παρόν πόρρω απέχουν από το να μετεξελιχθούν σε ρεύμα νίκης για την Κουμουνδούρου.
Με άλλα λόγια, η εικόνα αμφότερων των μειζόνων πολιτικών δυνάμεων της χώρας στα μάτια της πλειονότητας των ψηφοφόρων δεν δημιουργεί... ενθουσιασμό και, ως εκ τούτου, η «χαλαρή ψήφος» ευλόγως τους φοβίζει, και στις δύο της μορφές: είτε, δηλαδή, ως αποχή λόγω μη ενθουσιασμού και απογοήτευσης, είτε ως πειραματισμοί με άλλα πολιτικά κόμματα.
Πάντως, ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως τουλάχιστον αναγιγνώσκουν την πολιτική συγκυρία και τα στελέχη του, έχει μία ειδοποιό διαφορά που μπορεί να αποδειχθεί και σε «άσσο στο μανίκι» του έναντι του αντιπάλου του: ότι, δηλαδή, σε αντίθεση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη που έχει προαναγγείλει ότι θα «κάψει» τις πρώτες εκλογές, ο Αλέξης Τσίπρας λέει το αντίθετο.
Όχι μόνο εγγυάται ότι θα συμβάλει στην εξεύρεση κυβερνητικής λύσης, αλλά θέτει και ως προϋπόθεση την πρωτιά του κόμματός του, ώστε να σχηματιστεί «κυβέρνηση νικητών και όχι ηττημένων», όπως διαρκώς επαναλαμβάνει.
Με άλλα λόγια, ενώ από τα λόγια του Κυριάκου Μητσοτάκη προκύπτει ότι ένας αμφιταλαντευόμενος ψηφοφόρος μπορεί να «πειραματιστεί» και να... «σοβαρευτεί» στις επαναληπτικές εκλογές, από τα λόγια του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ εξάγεται το ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα: ότι αν ψήφο-ψήφο ο ΣΥΡΙΖΑ φτάσει εκεί που θέλει, τότε μπορεί να «ξεμπερδεύουμε» από την πρώτη Κυριακή.
Με άλλα λόγια, η «χαλαρότητα» του ενός, μπορεί να μεταφραστεί σε συσπείρωση για τον άλλον...