Τρία σενάρια αλλαγής του εκλογικού νόμου, με τα οποία χαμηλώνει ο πήχης της αυτοδυναμίας κατά περίπου δύο με τρεις ποσοστιαίες μονάδες, έχει στο συρτάρι του ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και, υπό το φως των τελευταίων πολιτικών εξελίξεων, καλείται να επιλέξει ένα εξ αυτών το επόμενο διάστημα που απομένει ως την προκήρυξη των εκλογών.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου και ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης άνοιξαν «παράθυρα» αλλαγής του εκλογικού νόμου.
Η αρχή έγινε το Σάββατο, όταν ο κ. Οικονόμου μιλώντας σε τηλεοπτική εκπομπή ανέφερε πως «η ανάγκη της σταθερότητας προβάλλει τώρα πολύ πιο έντονη και πιο απαιτητική απ’ ό,τι προηγουμένως» και «αυτό δεν μπορεί να το προσπεράσει κανείς». Ακολούθησε η τοποθέτηση του κ. Γεραπετρίτη το πρωί της Δευτέρας, όπου με εύσχημο αλλά σαφή τρόπο άφηνε και εκείνος ανοικτό «παράθυρο» για αλλαγή του εκλογικού νόμου. «Αυτή τη στιγμή πορευόμαστε με όσα έχει πει ο πρωθυπουργός», ανέφερε αρχικά ο κ. Γεραπετρίτης, για να προσθέσει ωστόσο, πως «εξαιτίας της τοξικότητας στο πολιτικό κλίμα καθίστανται δύσκολες οι συνεργασίες». Ακολούθως, διερωτήθηκε: «Οταν ένα κόμμα, πολύ σημαντικό στη διαμόρφωση των πλειοψηφιών, όπως είναι το ΚΙΝΑΛ, έχει τη σαφή τοποθέτηση ότι δεν συνεργάζεται με το πρώτο κόμμα, τότε ποια είναι η εναλλακτική;». Και συμπλήρωσε: «Θέλω να παραμείνω θεσμικός, αυτός είναι ο εκλογικός νόμος, όμως δεν μπορεί να ξεφεύγει της προσοχής μας ότι αυτή τη στιγμή διαμορφώνεται ένα κλίμα, το οποίο υποβαθμίζει την πιθανότητα των συνεργασιών. Οχι με ευθύνη της κυβέρνησης».
Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε το μεσημέρι, ξανά από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, που άνοιξε ακόμη περισσότερο το «παράθυρο» αλλαγής του εκλογικού νόμου. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση δήλωσε ότι «η πάγια θέση της παράταξής μας είναι ότι ο εκλογικός νόμος πρέπει να αποτυπώνει τους εκλογικούς συσχετισμούς και να οδηγεί σε ισχυρές και σταθερές κυβερνήσεις» και να είναι «τέτοιος που να αποτρέπει την ακυβερνησία και τον σχηματισμό αδύναμων κυβερνήσεων».
Τα τρία σενάρια
Από τα παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα πως στο τραπέζι του πρωθυπουργού υπάρχουν ισχυρότατες πλέον εισηγήσεις πως πρέπει να γίνει αλλαγή του εκλογικού νόμου. Ενα βασικό επιχείρημα είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται διαρκώς ότι θα είναι πρώτο κόμμα. «Αν το πιστεύουν, τότε δεν έχουν παρά να δεχθούν μια αλλαγή που θα τους δώσει έξτρα έδρες», λέει στέλεχος της κυβερνητικής πλευράς, που υποστηρίζει την αλλαγή.
Επί του πεδίου, σύμφωνα με πληροφορίες, τα σενάρια που έχουν πέσει στο τραπέζι είναι τα εξής:
Πρώτη εναλλακτική: Με μια τροπολογία μιας… γραμμής να επανέλθει το προηγούμενο σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής και ειδικά στην τελευταία εκδοχή του με το μπόνους των 50 εδρών που είναι γνωστή ως «νόμος Παυλόπουλου» και έδωσε κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων αφού για το σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης ο πήχης τίθεται στην περιοχή του 36%.
Δεύτερη εναλλακτική: Να τροποποιηθεί ο ψηφισμένος νόμος με το κλιμακωτό μπόνους έτσι ώστε το πρώτο κόμμα να αρχίσει να ενισχύεται με μια επιπλέον έδρα για κάθε 0,5% που λαμβάνει μετά το 20% αντί για το 25% που ισχύει τώρα. Με αυτόν τον τρόπο, ο νικητής των εκλογών μπορεί να αποσπάσει πλειοψηφία 151 εδρών με ποσοστό λίγο πάνω από το 35%.
Τρίτη εναλλακτική: Να προβλεφθεί επιπλέον μπόνους που να σχετίζεται με το προβάδισμα το οποίο χωρίζει το κόμμα που κόβει πρώτο το νήμα της κάλπης από εκείνο που κατατάσσεται στη δεύτερη θέση. Για κάθε μονάδα διαφοράς να πριμοδοτείται με μια έδρα, πρόνοια που επίσης μπορεί να κατεβάσει τον πήχη της αυτοδυναμίας κατά δύο ή τρεις μονάδες χαμηλότερα από τον προβλεπόμενο στο ψηφισθέν από τη σημερινή κυβέρνηση νομοθέτημα, που με βάση το Σύνταγμα θα εφαρμοστεί στη μεθεπόμενη αναμέτρηση.