Με αρκετή σαφήνεια τις περιέγραψε τον Νοέμβριο του 2018 στη γερμανική Βουλή σε ομιλία του ο Πρόεδρος της Γαλλίας Emmanuel Macron. Συγκεκριμένα είπε, ότι «ο κόσμος βρίσκεται σε σταυροδρόμι, ή θα πέσει στο γκρεμό της δίχως όρια φαντασίωσης για την τεχνολογία χωρίς συνείδηση, του εθνικισμού χωρίς μνήμη και του φανατισμού χωρίς αξίες, ή θα αποδεχθεί τα επιτεύγματα της προόδου προς όφελος όλης της ανθρωπότητας».
Του Χρίστου Αλεξόπουλου
Ειδικότερα σε σχέση με την Ευρώπη επεσήμανε, ότι πρέπει να αποκτήσει τα κατάλληλα εργαλεία, ώστε να έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην λειτουργία της ως Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα οριοθέτησε δε ως κοινή αμυντική πολιτική, κοινό προϋπολογισμό για την ευρωζώνη, κοινή ευρωπαϊκή πολιτική στο προσφυγικό, συνεργασία στην προστασία του κλίματος και στον τομέα της ψηφιοποίησης.
Βέβαια εκείνο, που δεν ανέφερε ο Πρόεδρος της Γαλλίας, είναι, ότι οι θεωρητικές προσεγγίσεις βασίζονται σε προϋποθέσεις (π.χ. σφαιρική και σε βάθος ενημέρωση των πολιτών, ανεπτυγμένα δίκτυα στον χώρο της κοινωνίας πολιτών με στόχο τον διάλογο και την ανάδειξη του ευρωπαϊκού κοινωνικού συμφέροντος κ.λ.π.), οι οποίες πρέπει να πληρούνται, ώστε να είναι πραγματοποιήσιμες οι πολιτικές στοχεύσεις. Συμβαίνει αυτό στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η ευρωπαϊκή πραγματικότητα, με την ευθύνη να χρεώνεται στο σύνολο του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, δεν πληροί τις προϋποθέσεις και χαρακτηρίζεται από πολυδιάσπαση, σε ό,τι αφορά την πορεία στο μέλλον. Το πιστοποιεί με σαφήνεια η θέση του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας Viktor Orban, ότι «πριν από 30 χρόνια πιστεύαμε, ότι η Ευρώπη είναι το μέλλον μας. Τώρα πιστεύουμε, ότι εμείς είμαστε το μέλλον της Ευρώπης».
Το πρόβλημα του ευρωσκεπτικισμού εκφράζεται πολιτικά με την αύξηση της επιρροής των εθνικιστικών κομμάτων στα κράτη-μέλη. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα πολιτικά σχήματα αυτού του προσανατολισμού διαχειρίζονται την κυβερνητική εξουσία, όπως στην Ουγγαρία, στην Ιταλία, στην Ρουμανία και στην Πολωνία, ενώ σε άλλες ευδοκιμούν διεργασίες, που οδηγούν στην ενίσχυση του εθνικισμού και στην αρνητική στάση απέναντι στην προοπτική ολοκλήρωσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Το αποτέλεσμα είναι να διαμορφώνεται στην Ευρώπη πολωτικό κλίμα και συνεχώς να μειώνεται η εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνιών από το ένα μέρος και από το άλλο να μην αναπτύσσεται η κουλτούρα του συμβιβασμού και της συναίνεσης μεταξύ των κρατών με εθνικιστική πολιτική ηγεσία.
Αυτό γίνεται πολύ εμφανές, αν ληφθεί υπόψη η αδυναμία των πολιτικών ηγεσιών να διαμορφώσουν και να εφαρμόσουν ενιαία πολιτική σε σχέση με την αντιμετώπιση του προσφυγικού, το οποίο στο μέλλον θα παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Αρκεί να αναφερθεί η δημογραφική δυναμική στο κράτος του Νίγηρα στη Δυτική Αφρική. Κάθε γυναίκα γεννά περισσότερα από επτά παιδιά κατά μέσο όρο. Τα 21 εκατομ. κατοίκων του Νίγηρα θα μπορούσαν να 4πλασιασθούν μέχρι το 2050, οπότε σε συνδυασμό και με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα υπάρξει πρόβλημα ως προς την διατροφή τους, με αποτέλεσμα την αύξηση των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη.
Βέβαια η λογική του «εθνικού συμφέροντος» διαπερνά το σύνολο των εθνικών κυβερνήσεων, οι οποίες διαπραγματεύονται την ευρωπαϊκή πορεία ανάλογα με το οικονομικό και πολιτικό βάρος των χωρών τους και όχι με βάση το ευρωπαϊκό κοινωνικό συμφέρον, το οποίο ακόμη δεν υφίσταται ούτε στο πολιτικό επίπεδο ούτε και στην συνείδηση των πολιτών των κρατών-μελών.
Εκείνο που κυριαρχεί, είναι το συστημικό συμφέρον ως απόρροια του κοινού στόχου αναπαραγωγής των μοντέλων κοινωνικής οργάνωσης των ευρωπαϊκών χωρών. Οι πολίτες όμως δεν το βιώνουν στην προσωπική τους ζωή, η οποία οριοθετείται κυρίως από τους κοινωνικούς ρόλους, που διεκπεραιώνουν στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης (π.χ. εργαζόμενος, καταναλωτής κ.λ.π.), χωρίς να καλύπτονται επαρκώς οι βασικές τους ανάγκες και ταυτοχρόνως να αισθάνονται ασφαλείς.
Και πως να γίνει αυτό, όταν οι κοινωνικές ανισότητες μεγαλώνουν και η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα σε σχέση με το μέλλον διογκώνονται τόσο λόγω των ευρωπαϊκών όσο και των πλανητικών συνθηκών, στο πλαίσιο των οποίων η προοπτική σε βάθος χρόνου γίνεται όλο και πιο «θαμπή».
Η εξέλιξη στο παρελθόν ήταν ως ένα βαθμό προβλέψιμη, στο παρόν δεν είναι. Κυριαρχεί η ανασφάλεια τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, η οποία οδηγεί στην αναποφασιστικότητα. Ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό χώρο είναι πολύ εμφανές, διότι δεν λαμβάνονται οι ανάλογης εμβέλειας πολιτικές αποφάσεις εγκαίρως, αλλά με μεγάλη καθυστέρηση.
Στο κοινωνικό επίπεδο οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται για την ακολουθούμενη ευρωπαϊκή πολιτική, διότι δεν έχουν γίνει οι απαραίτητες διεργασίες για την διαπολιτισμική προσέγγιση και όσμωση, ώστε να διαμορφωθεί ευρωπαϊκή συνείδηση και κατ’ επέκταση να αναζητηθεί και να μορφοποιηθεί το ευρωπαϊκό κοινωνικό συμφέρον.
Η αδυναμία πρόβλεψης των εξελίξεων από το πολιτικό σύστημα λόγω της μεγάλης ταχύτητας της ροής του χρόνου και της υψηλού βαθμού πυκνότητας του με δεδομένα, τα οποία συνεχώς μετασχηματίζουν την πραγματικότητα (π.χ. η ψηφιοποίηση και ιδιαιτέρως η τεχνητή νοημοσύνη), συμβάλλει στην διαμόρφωση κλίματος αβεβαιότητας και ανασφάλειας, που γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης και δημιουργεί προσκόμματα στην δημοκρατική λειτουργία.
Αυτό είναι εμφανές με την ευδοκίμηση του λαϊκισμού και του εθνικισμού, που στηρίζονται στην εξιδανίκευση της πραγματικότητας και τον περιορισμό της στα εθνικά όρια, ώστε να αξιοποιούνται επικοινωνιακά οι φοβίες, οι οποίες καλλιεργούνται σε σχέση με την προσέγγιση και όσμωση διαφορετικών πολιτισμικών οντοτήτων, που οφείλονται στις διαφορετικές ιστορικές διαδρομές τους στο παρελθόν.
Γι’ αυτό και στις ευρωεκλογές οι πολίτες στην πλειοψηφία τους λειτουργούν με εθνικά κριτήρια. Με αυτό τον τρόπο όμως διευκολύνεται η ανάπτυξη του ευρωσκεπτικισμού και η ενίσχυση πολιτικών σχημάτων με εθνικιστικό και λαϊκιστικό προσανατολισμό.
Είναι σχήμα οξύμωρο, αλλά αποτυπώνει την αντιφατικότητα της ευρωπαϊκής πολιτικής πραγματικότητας, οι πολίτες να μην ψηφίζουν στις ευρωεκλογές ευρωπαϊκά κόμματα αλλά εθνικά, τα οποία θα εκφράσουν το «εθνικό» συμφέρον στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Βέβαια το Ευρωκοινοβούλιο μέχρι τώρα έχει νομιμοποιητικό ρόλο, οι αποφάσεις λαμβάνονται στις συνόδους κορυφής από τις εθνικές κυβερνήσεις.
Η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια ενισχύονται ακόμη περισσότερο από τις εξελίξεις στο γεωπολιτικό πεδίο. Μετά την αλλαγή πολιτικής από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής σε σχέση με το ΝΑΤΟ, στο οποίο βασιζόταν η ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική, ο ευρωπαϊκός ρόλος σε γεωπολιτικό επίπεδο αποδυναμώνεται και τίθεται σε κίνδυνο η συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι δεν καλύπτονται αμυντικά τα κράτη-μέλη.
Οπότε οι πολίτες ωθούνται στην σταδιακή απομάκρυνση από την ευρωπαϊκή προοπτική και ταυτόχρονα στον προσανατολισμό σε εθνικιστικά και λαϊκιστικά πολιτικά σχήματα, τα οποία εκλαμβάνονται ως πυλώνες για την ασφάλεια των κοινωνιών.
Δυστυχώς δεν υπάρχει ενιαία στρατηγική για την διαχείριση των νέων γεωπολιτικών δεδομένων μετά την αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής και την αναβάθμιση του ρόλου της Κίνας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση παρακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς να αναλαμβάνει τις ευθύνες, που της αναλογούν, για την παγίωση της ειρήνης και την ανάδειξη της σε ηγετική δύναμη στην αντιμετώπιση των σύγχρονων πλανητικής εμβέλειας προβλημάτων, από την κλιματική αλλαγή μέχρι την μαζική μετακίνηση πληθυσμών.
Οι επισημάνσεις του Προέδρου της Γαλλίας Emmanuel Macron για το «σταυροδρόμι», μπροστά στο οποίο βρίσκεται ο κόσμος και πρέπει να ακολουθήσει την θετική κατεύθυνση της αποδοχής των επιτευγμάτων της προόδου προς όφελος όλης της ανθρωπότητας, έχουν μόνο θεωρητική αξία, αν δεν τεθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο άμεσα οι βάσεις για την υπέρβαση της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας.
Μόνο οι ευρωεκλογές δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη της αναγκαίας δυναμικής για την ανάληψη από το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα των ευθυνών για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σύμφωνα με το ευρωπαϊκό κοινωνικό συμφέρον ούτε για την θετική διεκπεραίωση του γεωπολιτικού ρόλου, που αναλογεί στην γηραιά ήπειρο.