Για την επικείμενη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, μίλησε σε συνέντευξή του ο Γιώργος Γεραπετρίτης.
Ο υπουργός Εξωτερικών, μιλώντας στην Βραδυνή, σχολίασε αρχικά για την θέση της κυβέρνησης, όσον αφορά την χερσαία επιχείρηση του Ισραήλ στη Ράφα: «Από την πρώτη ημέρα δεν έχουμε αλλάξει άποψη, ούτε θέση, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της Γάζας. Ξεκαθαρίσαμε εξαρχής ότι το Ισραήλ έχει δικαίωμα αυτοάμυνας εντός των ορίων του Διεθνούς Δικαίου και ιδίως του Ανθρωπιστικού Δικαίου. Ξεκαθαρίσαμε ότι η Χαμάς δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον παλαιστινιακό λαό. Ζητήσαμε άμεση απελευθέρωση των ομήρων και επιπλέον προστασία των αμάχων και ανοικτούς ανθρωπιστικούς διαύλους. Δυστυχώς, συν τω χρόνω, η πραγματικότητα ξεπέρασε και τις πιο αρνητικές προσδοκίες. Έχουμε έναν πολύ μεγάλο αριθμό νεκρών αμάχων. Είναι, κατά την άποψή μου, σαφές ότι έχει υπάρξει δυσανάλογη επέμβαση στη Γάζα και για τον λόγο αυτό η ελληνική πλευρά, η οποία βρίσκεται στη θέση να μπορεί να συνομιλεί με τα αντιμαχόμενα μέρη αλλά και με όλους τους ενεργώς δρώντες στην ευρύτερη περιοχή, παρέχει πάντοτε τις καλές της υπηρεσίες, έτσι ώστε να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μία λύση η οποία θα είναι βιώσιμη και δίκαιη.
Εκείνο το οποίο προωθούμε αυτή τη στιγμή, σε συνεργασία και με την Ευρωπαϊκή Ένωση και με τα αραβικά κράτη, είναι ένα σχέδιο συμφωνίας το οποίο θα μπορέσει να λειτουργήσει έτσι ώστε να διακοπούν οι εχθροπραξίες, να επιτραπεί η ανεμπόδιστη μεγάλης κλίμακας ανθρωπιστική βοήθεια και βεβαίως να ξεκινήσουν συζητήσεις για το μέλλον της περιοχής, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο παρά μόνο εκείνο που προσδιορίζουν τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα δύο κράτη, την ίδρυση δηλαδή του Παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ και στα σύνορα πριν από το 1967. Θα συνεχίσουμε την προσπάθειά μας προς την ειρήνευση. Η Ελλάδα είναι σταθερά προσανατολισμένη προς μία ειρηνική Μέση Ανατολή και ειρηνική ευρύτερη περιοχή, διότι, δυστυχώς, οι διαχυτικές συνέπειες οι οποίες έχουν υπάρξει σε όλη την ευρύτερη περιοχή -στον Λίβανο, στη Συρία, στην Ερυθρά Θάλασσα- είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και μπορούν να προκαλέσουν τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή».
«Η κυριαρχία είναι ένα αναφαίρετο, αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα της χώρας»
Για την αυριανή συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο κ. Γεραπετρίτης ανέφερε: «Για να σας είμαι εντελώς ειλικρινής, θεωρώ ότι οι συναντήσεις οι οποίες γίνονται μεταξύ των ηγετών δύο γειτονικών κρατών δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να παράγουν μείζονα παραδοτέα. Θα πρέπει να βρισκόμαστε περιοδικά, να αξιολογούμε την πορεία των διμερών μας σχέσεων, να ορίζουμε το χρονοδιάγραμμα των επόμενων βημάτων και βέβαια να αξιολογούμε τη διεθνή κατάσταση στην περιοχή μας αλλά και ευρύτερα στον κόσμο. Θα πρέπει νομίζω να μπούμε σε μία λογική κανονικοποίησης της σχέσης Ελλάδας και Τουρκίας, έτσι ώστε να μπορούμε να συνομιλούμε χωρίς κατ’ ανάγκην αυτό να θεωρείται μία είδηση μεγάλης κλίμακας. Νομίζω έχουμε εδραιώσει το τελευταίο διάστημα καλούς διαύλους επικοινωνίας κατά τρόπο ώστε οι διαφωνίες, οι οποίες προφανώς και υπάρχουν, να μην παράγουν κρίσεις».
Ερωτώμενος σχετικά με την προσπάθεια προσέγγισης για ζητήματα που αφορούν το Αιγαίο, απάντησε: «Νομίζω σωστά θέσατε ότι τον τελευταίο χρόνο έχουμε καταφέρει να έχουμε μία σχετική ησυχία στην περιοχή μας. Είναι σημαντικό το ότι δεν έχουμε κατά βάση παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας, όπως επίσης είναι σημαντικό το ότι υπάρχει συντονισμός για να περιοριστούν και σχεδόν να μηδενιστούν οι παράνομες μεταναστευτικές ροές. Από την άλλη πλευρά, δουλεύουμε πάνω στη θετική ατζέντα με μέτρα αμοιβαίας ωφέλειας, για να μπορέσουμε σε πολλά πεδία πολιτικής να έχουμε θετικά αποτελέσματα. Ακόμη δεν έχουμε φτάσει στο σημείο να συζητούμε τη μόνη διαφορά μας, η οποία μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας, δηλαδή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Θα ήταν η επιθυμία μας να προχωρήσουμε στη συζήτηση αυτή, όταν έρθουν οι κατάλληλες συνθήκες»
Ο υπουργός τόνισε επίσης πως «θέματα κυριαρχίας δεν μπορούν να τεθούν στο τραπέζι του διαλόγου με την Τουρκία. Η κυριαρχία είναι ένα αναφαίρετο, αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα της χώρας και εξ αυτής πηγάζουν και όλα τα σημαντικά θέματα που ανάγονται στην υπόσταση του κράτους. Συνεπώς, δεν πρόκειται να συζητήσουμε γι’ αυτά. Η επιθυμία μας θα ήταν να μπορέσουμε να επιλύσουμε το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και, αν αυτό δεν καταστεί δυνατό, για το θέμα αυτό να αχθούμε ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας όταν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες»
Ακόμη, σχολιάζοντας την μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί, ο υπουργός Εξωτερικών είπε: «Κατ’ αρχάς να επισημάνουμε ότι η απόφαση για τη μετατροπή της Μονής της Χώρας σε λατρευτικό χώρο, σε τζαμί, έχει ληφθεί ήδη από το 2020 και πλέον ανακοινώθηκε η υλοποίησή της, όπως και σε περίπου 200 άλλα σχετικά μνημεία στην Τουρκία. Η θέση μας είναι σαφής. Είναι απογοητευτικό στη φάση στην οποία βρισκόμαστε, σε μία φάση που προσπαθούμε να χτίσουμε εμπιστοσύνη και αμοιβαία κατανόηση, να έχουμε τέτοια γεγονότα. Και τούτο, διότι αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι η Μονή της Χώρας έχει έναν υψηλότατο συμβολισμό για την Ελλάδα, έχει όμως μία αυταξία και για την πολιτιστική Οικουμένη. Αποτελεί ένα βυζαντινό μνημείο απαράμιλλης αξίας και η αλλοίωση του οικουμενικού της χαρακτήρα αποτελεί ένα σφάλμα το οποίο δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί».
Τέλος, σχολιάζοντας το εκλογικό αποτέλεσμα στη Βόρεια Μακεδονία, είπε πως «η πορεία της χώρας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση περνά και μέσα από την πιστή τήρηση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ανεξάρτητα από τα ζητήματα τα οποία είχε εξ αρχής η Συμφωνία των Πρεσπών και τα οποία εγκαίρως είχε τονίσει η Νέα Δημοκρατία ως αντιπολίτευση τότε, η Συμφωνία αυτή αποτελεί μία διεθνή συνθήκη, η οποία είναι υπερκείμενη κάθε εσωτερικού νόμου και θα πρέπει να τηρείται από τα μέρη, δεν επιτρέπεται δε η οποιαδήποτε αναθεώρησή της χωρίς τη συμφωνία των μερών. Υπό την έννοια αυτή, θεωρούμε αναγκαίο η Συμφωνία να εξακολουθεί να εφαρμόζεται και θεωρώ ότι αυτή θα είναι και η στάση της νέας πολιτικής ηγεσίας της Βόρειας Μακεδονίας, η οποία θα προκύψει μετά τις εκλογές. Η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί με διάρκεια και αυστηρότητα την εφαρμογή της Συμφωνίας και θα κάνει τις αναγκαίες παρεμβάσεις.»