Καθώς μας μένουν κάτι περισσότερο από τρεις εβδομάδες για τη διενέργεια των δεύτερων εκλογών, αυτών της ενισχυμένης αναλογικής οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα θα δώσουν σταθερή κυβέρνηση, ο προεκλογικός διάλογος ξαφνικά έκανε το χατίρι της αντιπολίτευσης: Γύρισε στα προγραμματικά ζητήματα.
Ειδικότερα τις τελευταίες ημέρες η προεκλογική μάχη διεξάγεται γύρω από το θέμα της φορολογίας, καθώς στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ κλήθηκαν σε τηλεοπτικά πάνελ να απαντήσουν στο ερώτημα «πού θα βρείτε τα χρήματα για τις κοινωνικές παροχές που περιλαμβάνουν τα προγράμματά σας».
Σε έναν περίεργο συντονισμό, στελέχη και των δυο κομμάτων άρχισαν να μιλούν για αυξήσεις φόρων. Όχι γενικά κι αόριστα, αλλά στοχευμένα.
Ωστόσο, η αντίδραση της κοινής γνώμης ήταν μάλλον αρνητική, ενώ πηγές της Νέας Δημοκρατίας δεν έκρυβαν την ικανοποίησή τους κι επαναλάμβαναν πολλές φορές προς τους εκπροσώπους των Μέσων Ενημέρωσης ότι «στο δικό μας πρόγραμμα δεν υπάρχει καμία αύξηση φόρων».
Τι εκτιμούν στελέχη των κομμάτων
Στελέχη των τριών κομμάτων ρωτήθηκαν για τις θέσεις τους και την επίπτωση που θα έχουν αυτές οι θέσεις στη μάχη της κάλπης, σε τρεις εβδομάδες. Κεντρικά καθοδηγητικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας μας είπαν ότι «οι πολίτες όταν ακούν για αυξήσεις φόρων, δεν έχουν καμία διασφάλιση ότι αυτές οι αυξήσεις αφορούν τους άλλους, τους "πλούσιους". Πιστεύουν ότι αφορούν και στους ίδιους».
Αλλη «γαλάζια» πηγή προσέθετε: «Οταν η Θεανώ Φωτίου θεωρεί ότι ένα εισόδημα 5.000 ευρώ το χρόνο ανήκει στη μεσαία τάξη, τότε εύκολα μπορεί να θεωρηθεί "πλούσιος" όποιος βγάζει 20.000 ή 25.000 ευρώ το χρόνο. Δηλαδή, η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας».
Εισήγηση του ΟΟΣΑ
Από το ΠΑΣΟΚ αντιτείνουν ότι η αύξηση της φορολογίας στα μερίσματα είναι εισήγηση του ΟΟΣΑ κι αναφέρεται ρητά στην έκθεση του Ιανουαρίου, που αφορούσε στην Ελλάδα.
«Μερίσματα άνω των 100.000 ευρώ δεν έχει η μεσαία τάξη, έχουν μόνο οι πολύ πλούσιοι», λέει στην «Η» εκλεγμένος βουλευτής του κινήματος. «Κατά τη γνώμη μας αυτοί πρέπει αν φορολογούνται περισσότερο», ενώ θυμίζει και τη θέση του Νίκου Ανδρουλάκη ότι αυτό το μέτρο συνιστά βασική θέση ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Η Νέα Δημοκρατία, από την πλευρά της, απαντά με αριθμούς: «Τα έσοδα του κράτους από μερίσματα την τελευταία διετία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεπέρασαν τα 150 εκατομμύρια. Αντίθετα, με μειωμένους συντελεστές, το 2020 ξεπέρασαν τα 280 εκατομμύρια». Όταν ρωτήσαμε το λόγο, πήραμε την απάντηση ότι η μείωση της φορολογίας οδήγησε σε μεγάλη διεύρυνση των εταιρειών που αποφάσισαν να διανέμουν μερίσματα, άρα αυξήθηκαν τα έσοδα του κράτους παρά το χαμηλό ποσοστό τους. «Αυτή είναι η διαφορά της φιλελεύθερης πολιτικής» προσθέτουν πηγές της οδού Πειραιώς «από τις εμμονές της Αριστεράς, που νομίζει ότι φορολογώντας όσους κάθε φορά βαπτίζει πλούσιους, θα έχει κρατικά έσοδα».
«Αδιανόητη αντίληψη»
Στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ, θεωρούν αδιανόητη την αντίληψη ότι οι πλούσιοι δεν φορολογούνται περισσότερο από τους φτωχούς. Στελέχη του παρατηρούν ότι μόνο το 1,8% των πολιτών έχει ακίνητη περιουσία αξίας άνω των 400.000 ευρώ, άρα σε αυτούς θεωρείται από την Κουμουνδούρου δεδομένο το ότι πρέπει να υπάρξει φόρος γονικής παροχής.
«Αυτό που δεν αντιλαμβάνεται η αντιπολίτευση» λέει στην «Η» πηγή από τη Νέα Δημοκρατία, «είναι ότι όποτε υπήρξαν πολιτικά κόμματα που υποσχέθηκαν να φορολογήσουν τους πλουσίους, τελικά τους φορολόγησαν όλους. Κι αυτό ο κόσμος δεν το ξεχνά».
Πηγή: Ημερησία