Όσο Τσίπρας και ΣΥΡΙΖΑ υποχωρούν δημοσκοπικά, τόσο θα ανεβαίνουν οι απαιτήσεις του βαθέος ΠΑΣΟΚ για νομή της εξουσίας. Δίκοπο μαχαίρι η παρέμβαση Κ. Λαλιώτη. Το εικονικό υπερκράτος Ν. Παππά με τον Τσίπρα χαλίφη.
Οι άνθρωποι παίρνουν την ρεβάνς τους. Μετά την ήττα τους το 1995 από τον Κώστα Σημίτη, το φυσούσαν και δεν κρύωνε.
Ήταν ποτέ δυνατόν το ΠΑΣΟΚ να γίνει ευρωπαϊκό κόμμα, για να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα; Αδιανόητο!
Ωστόσο, έδειξαν ιώβειο υπομονή. Οκτώ χρόνια σημιτικής εξουσίας τούς βόλευαν. Είχαν οφίτσια, έκαναν δουλειές, έβγαλαν χρήμα από το Χρηματιστήριο, αλλά δεν ήσαν εξουσία. Δεν είχαν τον πρώτο λόγο, όπως την πρώτη περίοδο του ανδρεοπαπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ.
Αυτό το βαθύ ΠΑΣΟΚ, μετά την πενταετή διακυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, ξεφορτώθηκε τον Άκη Τσοχατζόπουλο που το εκπροσωπούσε και πόνταρε στον Γιώργο Α. Παπανδρέου –πιστεύοντας ότι με αυτόν θα ανέβαινε εκ νέου στα πράγματα και από θέσεως ισχύος.
Δυστυχώς, όμως, το παιχνίδι δεν τούς βγήκε. Το 2009 η Ελλάδα βρισκόταν ήδη στο χείλος του γκρεμού και η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση θα μπορούσε να ήταν η χαριστική βολή αν η χώρα δεν είχε γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Το βαθύ ΠΑΣΟΚ, όμως, δεν καταλαβαίνει από τέτοια. Ούτε το ενδιαφέρουν. Στόχος του ήταν πάντα η εξουσία και το χρήμα. Όλα τα άλλα είναι …για τους άλλους.
Έτσι, όταν αντελήφθη ότι ο Γ.Α.Παπανδρέου ήθελε να διαχειριστεί υπεύθυνα την κρίση, που εν μέρει είχε και ο ίδιος προκαλέσει, οι άνθρωποί του πήδησαν σαν τα ποντίκια από την εξουσία. Και, ω του θαύματος, ποιον λέτε ότι βρήκαν μπροστά τους; Τον Νίκο Παππά.
Άνθρωπος του κομματικού σωλήνα, με κάποια ευρωπαϊκή εμπειρία λόγω παραμονής του αρκετά χρόνια στην Σκωτία, ο Ν. Παππάς είναι στην ουσία ο άνθρωπος που όχι μόνον έπεισε τον Αλέξη Τσίπρα να ανοιχτεί προς το βαθύ ΠΑΣΟΚ αλλά ανέλαβε και τις σχετικές πρωτοβουλίες.
Τα χρόνια που ήταν στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Ν. Παππάς είχε αρκετές επαφές με ανθρώπους του Εργατικού Κόμματος και, χωρίς να είναι αντιευρωπαϊστής, πίστευε ότι η Ελλάδα, με την βοήθεια του αγγλοσαξωνικού άξονα, θα μπορούσε να εκβιάζει μονίμως την Ευρώπη επί παντός του επιστητού.
Στην βάση αυτής της λογικής, ο Μάϊος του 2010 ήταν για τον Ν. Παππά η αφετηρία της μετέπειτα πορείας του. Ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για το αγώνα που θα οδηγούσε στην εξουσία, με τον ίδιο να παίζει τον ρόλο που πάντα ονειρευόταν: να είναι ο απόλυτος άρχοντας του παρασκηνίου.
Ένα είδος Νικολό Μακκιαβέλι –χωρίς, όμως, την στόφα του διάσημου συγγραφέα του «Ηγεμόνα».
Από την στιγμή που τα ποντίκια εγκατέλειψαν το πλοίο του Γιώργου Α. Παπανδρέου, αρνούμενα να υπογράψουν μνημόνια, το πολιτικό τοπίο άλλαξε άρδην στην Ελλάδα. Ο δικομματισμός πήγαινε περίπατο και η αντιμνημονιακή υστερία γινόταν για τον Αλέξη Τσίπρα το ακαταμάχητο ατού του στην πορεία του προς τον πρωθυπουργικό θώκο.
Για να επιτευχθεί δε ο στόχος αυτός από ένα κόμμα που είχε μόλις 4% του εκλογικού σώματος, ο σημερινός υπουργός του «Διαστήματος» γνώριζε ότι έπρεπε να στραφεί προς το βαθύ ΠΑΣΟΚ και, γιατί όχι, και προς ένα κομμάτι της κρατικιστικής δεξιάς.
Όπως πολύ παραστατικά έγραφε ο Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος σε περσινό τεύχος του μηνιαίου περιοδικού Unfollow, «ο Νίκος Παππάς είχε διαγνώσει νωρίτερα από πολλούς την ραγδαία φθορά του ΠΑΣΟΚ και πίστευε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα μπορεί να γίνει χαλίφης στην θέση του χαλίφη –αρκεί να απαλλαγεί, όπως έλεγε σε ανθρώπους του περιβάλλοντός του, από τις εμμονές και τις ιδεοληψίες της αριστεράς».
Έτσι, ως άνθρωπος του παρασκηνίου, άρχισε να εκπονεί και να υιοθετεί τακτικές οι οποίες στην από κάθε άποψη θερμή τότε εποχή, μόνον θετικά αποτελέσματα θα μπορούσαν να έχουν.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, ο Νίκος Παππάς προσέγγισε δύο κατηγορίες πρώην στελεχών του βαθέος ΠΑΣΟΚ. Αυτούς που είχαν να προτάξουν συνθήματα και θέσεις που θα κέντριζαν τα λαϊκά ακροατήρια –παράδειγμα η υποψηφιότητα του Αλέξη Μητρόπουλου το 2010 για την Περιφέρεια Αττικής, με τον εργατολόγο να πληροί θεωρητικά τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, παρότι το αποτέλεσμά του ήταν εντελώς απογοητευτικό (6,23%, πίσω ακόμη και από τον Άδωνι Γεωργιάδη, τότε υποψήφιο του ΛΑΟΣ).
Αλλά και εκείνους που είχαν ισχυρές διασυνδέσεις με τον κομματικό μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ στο Δημόσιο, ο οποίος ολοένα περισσότερο μετατρέπεται σήμερα στον σκληρό πυρήνα στήριξης του Αλέξη Τσίπρα κα της κυβέρνησής του.
Τέτοιες περιπτώσεις ήταν ο Αντώνης Κοτσακάς, που μεταπήδησε ως επιλογή Ν. Παππά στην Κουμουνδούρου, καθώς και ο Παν. Κουρουμπλής, ο σημερινός υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
«Η προσέγγιση αυτού του κομματιού του ΠΑΣΟΚ για τον Παππά ήταν ιδιαιτέρως εύκολη, γιατί ιδεολογικά ήταν και είναι υπέρ της παραμονής της χώρας στην ΕΕ και στο ευρώ.
Εκείνη ακριβώς την περίοδο θα πείσει τον Τσίπρα, που ήταν σε ρήξη με τις παραδόσεις τόσο του Συνασπισμού όσο και του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της Αριστεράς γενικότερα, ότι πραγματικό κόμμα είναι το προσωπικό γραφείο του και όχι η Πολιτική Γραμματεία και η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΝ ή του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι κρίσιμες αποφάσεις αρχίζουν να λαμβάνονται στο προεδρικό γραφείο και όχι στις διαδικασίες των κομματικών οργάνων, η δε πολιτική γραμμή έπρεπε να κατεβαίνει στα κομματικά μέλη μέσω μανιφέστων που δεν επιδέχονταν αμφισβήτηση».
Επίσης, από το 2012 και μετά, στην πορεία προς την εξουσία, ο Νίκος Παππάς έρχεται σε επαφή και με ανθρώπους της Νέας Δημοκρατίας (βοηθούντος και του Προκόπη Παυλόπουλου), ιδιαίτερα δε με αυτούς που είχαν παραμεριστεί από τον Αντώνη Σαμαρά και κάποιους άλλους που δεν τούς πήγαινε ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Παράλληλα, με την βοήθεια ανθρώπων που διατηρούσαν καλές σχέσεις με τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας, ο Ν. Παππάς γνωρίζεται και με κορυφαίους επιχειρηματικούς παράγοντες και πείθει ορισμένους από αυτούς ότι ο Αλ. Τσίπρας είναι η λύση στα καυτά προβλήματα της χώρας.
Δύσκολα θα ξεχάσω την αποστροφή κορυφαίου σήμερα υπουργού της κυβέρνησης ο οποίος, σε πρόγευμά του με επώνυμους επιχειρηματίες στις αρχές του 2014, τούς είπε: «Ε, καλά, δεν είπαμε να παίρνετε στα σοβαρά αυτά που λέμε».
Ακόμα, Νίκος Παππάς, Αλέξης Τσίπρας και Γαβριήλ Σακελλαρίδης λένε, τότε, εμμέσως πλην σαφώς, στην Γιάννα Αγγελοπούλου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι για τις ΗΠΑ το μάτι τους στην Ευρώπη και, κυρίως, μοχλός πίεσης κατά της γερμανικής υπεροχής.
Για όσους ενθυμούνται την καχυποψία με την οποία ο Μπιλ Κλίντον, ως πρόεδρος των ΗΠΑ, έβλεπε την επανένωση των δύο Γερμανιών και την γερμανική επιρροή στην Κεντρική Ευρώπη, η πρόταση των ανθρώπων του ΣΥΡΙΖΑ ηχούσε καλά στα αμερικανικά ώτα. Εξ ου και η αμέριστη υποστήριξη των ΗΠΑ προς τον Αλέξη Τσίπρα.
Όλα αυτά έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα στην εξουσία. Αλλά χωρίς πρόγραμμα, χωρίς καμμία απολύτως εμπειρία και, κυρίως, χωρίς προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Έτσι, ύστερα από τραγικά λάθη διακυβέρνησης, τόσον ο Αλ. Τσίπρας όσο και ο Νίκος Παππάς είχαν να διαχειριστούν μία εκρηκτική κατάσταση.
Και, αντί να προσπαθήσουν να καταλάβουν ποια είναι τα δεδομένα της πραγματικότητας που τούς περιβάλλει, εξακολουθούν να κυβερνούν μέσω τακτικισμών και επικοινωνιακών τεχνασμάτων που δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος.
Όπως αναφέρεται στο Unfollow, από την άνοδο στην εξουσία το 2015 μέχρι σήμερα, ο Νίκος Παππάς έχει διαμορφώσει μία κλειστή ομάδα συνεργατών οι οποίοι κατέχουν κομβικές θέσεις στο κυβερνητικό σχήμα (Γεροβασιλείου, Σπίρτζης, Κρέτσος, Τζανακόπουλος, Βασιλειάδης).
Τμήμα αυτής της ομάδας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμάχη που άνοιξε ο Νίκος Παππάς με τους καναλάρχες στο όνομα της δήθεν ανατροπής του παλιού καθεστώτος της διαπλοκής –αλλά στην πραγματικότητα στην προσπάθεια να διαμορφωθεί μία νέα πολιτική τάξη πραγμάτων, με τις δικές της συμμαχίες στον κόσμο του πλούτου και της επιχειρηματικότητας.
Απώτερος στόχος του Νίκου Παππά είναι να δημιουργήσει ένα υπερκράτος-φέουδο, μέσα στο οποίο θα υφανθούν νέες σχέσεις διαπλοκής, αλλά με επιχειρηματίες που θα είναι ελεγχόμενοι από το ντουέτο Τσίπρας-Παππάς.
Το πρόβλημα, όμως, στις μέρες μας είναι ποιοι από τα βαθύ ΠΑΣΟΚ θα καταφέρουν να μπουν στην «αυλή» των Τσίπρα-Παππά, για πόσο καιρό και, κυρίως, με ποιο κόστος για τον Τσίπρα.
Στο επίπεδο αυτό, η τελευταία παρέμβαση του Κώστα Λαλιώτη υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έγινε ενθουσιωδώς δεκτή από τα φιλοκυβερνητικά Μέσα, πλην όμως είναι ένα πολύ επικίνδυνο δώρο. Για ποικίλους λόγους.
Ο Αλέξης Τσίπρας απέχει πολύ από το ανάστημα του Ανδρέα Παπανδρέου και σε καμμία περίπτωση δεν εμπνέει την αποκαλούμενη «πεφωτισμένη κεντροαριστερά». Από την άλλη, ο ίδιος θα αισθανόταν πολύ άβολα έχοντας απέναντί του κάποια στελέχη της κεντροαριστεράς τα οποία δύσκολα θα ακολουθούσαν τον πρωθυπουργικό λαϊκισμό.
Όσο εξουσιομανείς και αν είναι, κάποιοι πολιτικοί έχουν φραγμούς στην ψευδολογία και στην εξαπάτηση.
Οι όποιες προσπάθειες, λοιπόν, των Κ. Λαλιώτη, Παν. Κουρουμπλή και Χρ. Σπίρτζη να «καπελώσουν» την κεντροαριστερά με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα, είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο –αν όχι ηράκλειο.
Από την άλλη πλευρά, όμως, ούτε και το δίδυμο Τσίπρα-Παππά θα ήθελε να έχει δίπλα του στελέχη με άποψη του κεντροαριστερού ΠΑΣΟΚ.
Από δύο λέξεις του Κώστα Σημίτη («είναι ανόητοι»), το συριζαϊκό δίδυμο γνωρίζει πολύ καλά ποια είναι τα αισθήματα του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ απέναντί του.
Στο μέτρο λοιπόν που οι Τσίπρας-Παππάς, στο κλειστό σύστημα που επιδιώκουν να φτιάξουν, θέλουν απέναντί τους μόνον υπηκόους, η εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά θα είναι καρφί στα πλευρά τους.
Κατά συνέπεια, εκτίμησή μας είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα προσπαθήσει να σταθεροποιήσει με το μέρος του το αποδυναμωμένο βαθύ ΠΑΣΟΚ, που ψοφάει για την εξουσία και τα δώρα της, ώστε με μία κομματική περιουσία της τάξεως του 15%-20% να έχει πρώτο λόγο στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Με ποια ανταλλάγματα, όμως; Την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πρόβλημα απήχησης, το βαθύ ΠΑΣΟΚ θα παίξει τα ρέστα του. γνωρίζει πάρα πολύ καλά ότι το 4% εκτινάχθηκε στο 38% χάρη σε αυτό, και κυρίως στις προσπάθειες που έκανε να υποβαθμίσει το «άλλο» ΠΑΣΟΚ –αυτό της Ευρώπης και του «εκσυγχρονισμού».
Έτσι, το βαθύ ΠΑΣΟΚ θα απαιτήσει μεγαλύτερο μερίδιο στην νομή της εξουσίας. Αυτό σημαίνει ότι θα θελήσει «πασοκοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ. Στο επίπεδο αυτό, όμως, υπάρχει πρόβλημα και σοβαρό μάλιστα.
Για έναν απλό λόγο. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ «πασοκοποιηθεί», πάει περίπατο ο «τσιπρισμός» που θέλει να επιβάλει το προαναφερόμενο δίδυμο.
Κατά συνέπεια, υπάρχει ένα άτυπο ανοικτό μέτωπο στο πέρα από την ΝΔ χώρο, στο οποίο καθοριστικός θα είναι πλέον ο ρόλος του «άλλου» ΠΑΣΟΚ.