Ορθάνοιχτο είναι πλέον το ενδεχόμενο τροποποιήσεων στον εκλογικό νόμο στην κατεύθυνση στήριξης του πρώτου κόμματος και δημιουργίας προϋποθέσεων για την επίτευξη αυτοδυναμίας με μικρότερο ποσοστό.
Αν και ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε επανειλημμένα διαβεβαιώσει στο παρελθόν ότι δεν τίθεται τέτοιο θέμα, εντούτοις οι τελευταίες εξελίξεις κυρίως γύρω από την υπόθεση Ανδρουλάκη και το ρήγμα στις σχέσεις Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ άνοιξε το δρόμο για δεύτερες σκέψεις, καθώς το σενάριο για το σχηματισμό συμμαχικού σχήματος την επομένη των εθνικών εκλογών έχει ήδη απομακρυνθεί.
Σύμφωνα με το νόμο που η Νέα Δημοκρατία βιάστηκε μάλλον να ψηφίσει στις αρχές του 2020, το πρώτο κόμμα χρειάζεται πάνω από 38% για να μπορέσει να κατακτήσει τις πολυπόθητες και αναγκαίες 151 έδρες και να μπορέσει να κυβερνήσει, χωρίς την ανάγκη εταίρου. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η Νέα Δημοκρατία πρέπει να αγγίξει ένα ποσοστό, πλησιάζοντας ουσιαστικά την εκλογική επίδοση του 2019, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο υπό τις παρούσες συνθήκες.
Από τη στιγμή που ο Νίκος Ανδρουλάκης αποφάσισε να σηκώσει ένα τείχος απέναντι στην κυβερνητική παράταξη, μετά και από τις εξελίξεις στο μείζον θέμα των επισυνδέσεων, στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου βλέπουν πλέον τις εκ νέου αλλαγές στον εκλογικό νόμο ως μονόδρομο, για να «μπορέσει η χώρα να κυβερνηθεί».
Ούτως ή άλλως, η σταθερότητα συνιστά ένα βασικό στοιχείο της πολιτικής Μητσοτάκη, ενόψει και των μεγάλων προκλήσεων που βρίσκονται μπροστά.
Μπορεί σύσσωμη η αντιπολίτευση να περιμένει την Κυβέρνηση στη γωνία για να ρίξει τα πυρά της, ωστόσο η ζυγαριά γέρνει πλέον προς την κατεύθυνση των τροποποιήσεων, δεδομένης και της δημοσκοπικής υπεροχής της Νέας Δημοκρατίας, παρά τις αναταράξεις που καταγράφονται τις τελευταίες εβδομάδες στο πολιτικό σκηνικό.
Η ανθεκτικότητα της κυβερνητικής παράταξης είναι αξιοσημείωτη, γεγονός που την οδηγεί στο να αναζητά τρόπους για να δημιουργήσει τις συνθήκες για νέα μονοκομματική Κυβέρνηση το 2023.