Την απόφαση του δικαστηρίου που αφορά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι κλήθηκε να σχολιάσει προ ημερών στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας 91,6 και 105,8 ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης επί ΣΥΡΙΖΑ, Σταύρος Κοντονής.

Αναφερόμενος στη δίκη στο Μάτι, σημείωσε: «έχει γίνει μια δίκη η οποία κράτησε πάρα πολύ καιρό, διότι υπήρχαν πάρα πολλοί κατηγορούμενοι, η οποία έγινε με βάση ένα νομικό πλαίσιο το οποίο όλοι το γνωρίζουμε. Και ποιο είναι αυτό; Ότι στις ποινικές υποθέσεις το δικαστήριο θα λάβει υπόψη του και θα δικάσει τους κατηγορούμενους που έχει μπροστά του, όχι με βάση τον τρέχοντα και ισχύοντα ποινικό νόμο, αλλά τον ευμενέστερο νόμο που έχει ψηφιστεί και που μπορεί να έχει καταργηθεί εν τω μεταξύ, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση. Προσέξτε το αυτό που λέω μπορεί να έχει καταργηθεί, αλλά ισχύει ο ευμενέστερος νόμος. Έτσι λοιπόν, αυτό το δικαστήριο και αυτοί οι δικαστές δίκασαν με βάση τον Ποινικό κώδικα, τον οποίο είχε ψηφίσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Τότε ήμουν εγώ Βουλευτής και είχα αντιδράσει και τα ξέρετε πολύ καλά-δύο με τρεις μέρες πριν διαλυθεί η Βουλή και έχω πει, έχω τοποθετηθεί για αυτό το ζήτημα κατ’ επανάληψη, ότι ήταν μια διαδικασία διαπλοκής που αφορούσε συγκεκριμένες καταστάσεις».

Ερωτηθείς εν συνεχεία, για το αν αυτοί οι άνθρωποι ουσιαστικά κρίθηκαν με βάση ένα νόμο που είναι αποτέλεσμα και προϊόν διαπλοκής, ο κ. Κοντονής υπογράμμισε «εγώ πιστεύω ότι η διαπλοκή αφορούσε συγκεκριμένα αδικήματα και είχα μιλήσει για τη δωροδοκία η οποία είχε γίνει η ενεργητική δωροδοκία από κακούργημα πλημμέλημα, ενώ η παθητική δωροδοκία είχε παραμείνει κακούργημα. Γι’ αυτό αναφέρομαι. Το ζήτημα όμως είναι ότι και οι αλλαγές οι οποίες έγιναν μέχρι την τελευταία και αυτές δεν επηρέασαν το νομικό πλαίσιο. Δηλαδή και πάλι εδώ η Βουλή δεν είδε κάτι που πρέπει ν’ αλλάξει. Επομένως, αυτοί οι κατηγορούμενοι δικάστηκαν μ’ αυτό το νόμο. Με άλλα λόγια, δεν μπορούσε η δικαιοσύνη να επιβάλλει κάτι άλλο. Περισσότερο δε σας λέω ότι μου προξένησε αλγεινή εντύπωση το γεγονός ότι κάποιοι, νομίζω και πολιτικά πρόσωπα αναφέρθηκαν στην αθωωτική κρίση του δικαστηρίου για κάποιους εκ των κατηγορουμένων».

«Η τραγωδία ήταν τεράστια» σημείωσε στο τέλος, επισημαίνοντας παράλληλα το εξής «αλλά το θέμα είναι πώς δικάζονται αυτοί οι άνθρωποι, με βάση ποιο νόμο, με βάση ποιες διατάξεις. Επομένως, εδώ χάθηκαν αυτές οι ζωές που χάθηκαν και βεβαίως είναι τραγικό αυτό αλλά και αυτοί οι άνθρωποι οδηγήθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου με βάση ένα κατηγορητήριο και με βάση τη νομοθεσία, η οποία ίσχυε ως ευμενέστερη γι’ αυτούς τη συγκεκριμένη περίοδο. Άρα, εγώ νομίζω, ότι δεν μπορούσε να αλλάξει το πλαίσιο της ποινής (…). Η απόφαση θα κριθεί σε δεύτερο βαθμό όπου μπορεί να μην αλλάξει τίποτα ή μπορεί να αλλάξει κάτι όσον αφορά την ενοχή ή την αθώωση, την ενοχή κάποιων που αθωώθηκαν ή την αθώωση κάποιων οι οποίοι καταδικάστηκαν. Αναλόγως».