Τη θέση του ότι δεν θα εγκρίνει την πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία επανέλαβε ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Μενέντεζ, ο οποίος κάλεσε την Άγκυρα να εγκαταλείψει την επιθετική της στάση.
Μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό Mega, ο κ. Μενέντεζ ανέφερε πως η πώληση μπορεί να απελευθερωθεί «αν και μόνο αν η Τουρκία εγκαταλείψει την επιθετική της στάση έναντι τόσο της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κύπρου, όσο και άλλες ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο που είναι αντίθετες στα εθνικά μας συμφέροντα και την εθνική μας ασφάλεια».
Ειδικότερα, τόνισε ότι «θα ήθελα η Τουρκία να είναι διαφορετική απ’ ό,τι είναι υπό την ηγεσία του προέδρου Ερντογάν. Να είναι ένα αξιόπιστος σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, να ακολουθεί τους διεθνείς κανόνες, να μην είναι επιθετική έναντι των γειτόνων της, να μην συλλαμβάνει και φυλακίζει δημοσιογράφους και δικηγόρους. Να μην κηρύσσεις ξαφνικά έναν από τους βασικούς σου πολιτικούς αντιπάλους ένοχο, για να τον αποκλείσεις από τις εκλογές και πολλά ακόμη. Οπότε, σε αυτό το πλαίσιο, είμαι αντίθετος στην πώληση των F-16, γιατί στο τέλος της ημέρας η πραγματικότητα είναι ότι δεν έχουμε δει την Τουρκία του Ερντογάν να ανταποκρίνεται σε αυτές τις προσδοκίες».
Όπως συμπλήρωσε, «αυτό που έχουμε δει είναι μια Τουρκία που απειλεί μια άλλη χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, την Ελληνική Δημοκρατία και την απειλεί χωρίς δικαιολογία, χωρίς αιτία. Οπότε στο μυαλό μου θα ήταν προβληματικό να πουλήσουμε στρατιωτικό υλικό, όταν προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες και όταν εκδηλώνει ξεκάθαρα ξανά και ξανά κάποιες από τις προθέσεις της. Ίσως η κυβέρνηση Μπάιντεν χρησιμοποιήσει τη δική μου στάση για την πώληση ως ένα μοχλό πίεσης για να κάνει την Τουρκία να συμπεριφερθεί διαφορετικά και, αν συμβεί αυτό, ας είναι, θα μπορούσε να είναι μια θετική εξέλιξη. Αλλά αυτή τη στιγμή σκοπεύω να εξακολουθήσω να κάνω αυτό που έχω πει πως θα κάνω, δηλαδή να μην εγκρίνω την πώληση. Κατά συνέπεια, δεν θα προχωρήσω σε έγκριση της πώλησης αυτή τη στιγμή».
Ο κ. Μενέντεζ χαρακτήρισε εξωφρενική τη ρητορική του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αποδίδοντάς τη στα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της Τουρκίας. «Δεν είναι αποδεκτή, αλλά πιστεύω ότι είναι απλά ρητορική» τόνισε. Ανέφερε, δε, ότι είναι λάθος το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το ΝΑΤΟ να τηρούν πολιτική ίσων αποστάσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και να ζητούν και από τους δύο να ρίξουν τους τόνους, καθώς μόνο η μία πλευρά επιτίθεται.
«Αν η Ελληνική Δημοκρατία ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο, όπως ο Ερντογάν συμπεριφέρεται απέναντι στην Ελλάδα, τότε θα καλούσα την Ελληνική Δημοκρατία να βρει έναν τρόπο να προχωρήσει σε συμφιλίωση με βάσει τους διεθνείς κανόνες και το διεθνές δίκαιο, αλλά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η Ελλάδα δεν κάνει υπερπτήσεις στον τουρκικό εναέριο χώρο. Η Ελλάδα δεν εισβάλει σε τουρκικά χωρικά ύδατα. Η Ελλάδα δεν απειλεί την κυριαρχία και την ασφάλεια της Τουρκίας» τόνισε.
Εξέφρασε πάντως την εκτίμηση ότι η Τουρκία δεν θα υλοποιήσει τις απειλές της για πόλεμο εναντίον της Ελλάδας, ενώ τόνισε ότι Αθήνα και Ουάσιγκτον έχουν συνεργαστεί για να χτίσουν μια πιο δυνατή αμερικανο-ελληνική αμυντική θέση. Συμπλήρωσε ότι η συνεργασία αυτή εκπέμπει μήνυμα στους γείτονες της Ελλάδας για τον κίνδυνο τυχόν ανάληψης στρατιωτικής δράσης, γιατί δεν είναι μόνο τα ελληνικά συμφέροντα που επηρεάζονται, αλλά θα μπορούσαν να πληγούν και τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Είπε επιπλέον ότι το ΝΑΤΟ θα πρέπει να συζητήσει τι θα συμβεί αν έρθει μια μέρα που μία χώρα μέλος του ΝΑΤΟ επιτεθεί απρόκλητα σε μια άλλη χώρα μέλος του ΝΑΤΟ. «Μου φαίνεται ότι είναι ο επιτιθέμενος που θα πρέπει να τιμωρηθεί και μου φαίνεται επίσης από αμερικανική σκοπιά ότι, όταν έχεις δύο συμμάχους στο ΝΑΤΟ αλλά ο ένας είναι ο επιτιθέμενος και είναι ξεκάθαρα αυτός που προκάλεσε τις συνέπειες, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να σταθούν στο πλευρό της χώρας που έχει δεχθεί επίθεση» συμπλήρωσε.