Η φετινή επέτειος της 3ης Σεπτέμβρη 1974, της ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ, έρχεται σε μια πολύ κρίσιμη καμπή για τη μεγάλη δημοκρατική παράταξη.

Τα «πέτρινα χρόνια» που πλήγωσαν την παράταξη και πίκραναν τον κόσμο της, απομακρύνοντας μεγάλο τμήμα του, ανήκουν στο παρελθόν και το Κίνημα  ευελπιστεί να γίνει πάλι πρωταγωνιστής των εξελίξεων, ιδιαίτερα μετά την ανάδειξη της νέας ηγεσίας που θα βγει από τις εσωκομματικές κάλπες του Οκτωβρίου.

Η προ διετίας επαναφορά του ονόματος και των συμβόλων, συμβολίζει ακριβώς αυτή την ολική επιστροφή, συνδέοντας τη σημερινή πορεία του Κινήματος, με την ιστορική του διαδρομή στην πολιτική ζωή του τόπου.

Η 3η Σεπτέμβρη του 1974, δεν προέκυψε ξαφνικά. Η κυοφορία υπήρξε μακρά, με τις απολήξεις της να φτάνουν μέχρι το 1965, όταν η μεγαλειώδης λαϊκή αντίδραση στο βασιλικό πραξικόπημα, ανέδειξε το «κύμα ριζοσπαστισμού εντός της Ένωσης Κέντρου, που μορφοποιήθηκε στη λεγόμενη κεντροαριστερά, υπό τη φυσική ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου.

Από τότε ο αξέχαστος ηγέτης είχε αντιληφθεί την ανάγκη ρήξης με το χθες, του μετεμφυλιακού κράτους. Η δικτατορία των συνταγματαρχών κατέστησε ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη κι αυτό υπογραμμίστηκε από  τη δημιουργία του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος, γνωστού ως ΠΑΚ. Που είχε βέβαια, πρωτίστως, τα χαρακτηριστικά μιας αντιστασιακής οργάνωσης, με ξεκάθαρη όμως άποψη, για τη μεταδικτατορική Ελλάδα. Οι προγραμματικές επεξεργασίες του ΠΑΚ, αποτέλεσαν το πρόπλασμα, το προοίμιο  της ιδρυτικής διακήρυξης του ΠΑΣΟΚ.

Από σαράντα κύματα

Η πορεία ωστόσο προς την 3η Σεπτέμβρη, ήταν πιο δύσκολη και λιγότερο ευθύγραμμη, απ` όσο θα νόμιζε κανείς, μετά την κατάρρευση της χούντας, στις 23 Ιουλίου 1974. Η αρχική αντίδραση του Ανδρέα Παπανδρέου, ως αρχηγού του ΠΑΚ, υπήρξε απολύτως αρνητική, με το χαρακτηρισμό της νέας κατάστασης ως «αλλαγής νατοϊκής φρουράς», προδιέγραφε συνέχιση της αντιστασιακής δράσης.

Γρήγορα ωστόσο, με τη διορατικότητα που τον διέκρινε, ο ιστορικός ηγέτης της δημοκρατικής παράταξης, αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για μια ουσιαστική μεταβολή και ότι η τυχόν απουσία του από τις διαγραφόμενες εξελίξεις, θα απέκοπτε τον ίδιο, αλλά και το χώρο, από το λαϊκό κίνημα. Αφού δε απέκτησε σαφή εικόνα για τη νέα πραγματικότητα, από τις συνομιλίες με στενούς του συνεργάτες από την προδικτατορική περίοδο (Αλευράς, Χαραλαμπόπουλος, Λιβάνης) άρχισε να προετοιμάζεται για την επιστροφή.

Η οποία οριστικοποιήθηκε σε μεγάλη σύσκεψη στελεχών του ΠΑΚ, από όλες τις οργανώσεις του εξωτερικού, στις 6 Αυγούστου 1974, στην πόλη Βίντετουρ.

Αποφασίστηκε η αυτοδιάλυση του ΠΑΚ. Παράλληλα ανατέθηκε σε μια ομάδα στελεχών, η σύνταξη ενός «κειμένου αρχών». Ο δρόμος για την 3η Σεπτέμβρη είχε ανοίξει.

 

Η επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα προσδιορίστηκε για τις 16 Αυγούστου. Κατά δραματικό τρόπο συνέπεσε με την ολοκλήρωση της εθνικής καταστροφής στην Κύπρο, με τον «Αττίλα 2». Η λαϊκή υποδοχή που του επιφυλάχθηκε, παρά τη δύσκολη συγκυρία, ξεπέρασε κάθε προσδοκία, επιβεβαιώνοντας ότι ο Ανδρέας ήταν το «αντίπαλο δέος» της Δεξιάς. Έτσι τον αντιμετώπιζε άλλωστε και το πολιτικό προσωπικό της τελευταίας, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του, τον μοναδικό αντίπαλο τους.

Είναι χαρακτηριστική προς τούτο, η διήγηση του. Ενθουσιασμένος από την παλλαϊκή υποδοχή, αν και συγκρίσεις με την αντίστοιχη κινητοποίηση της βραδιάς, της πτώσης της χούντας, ήταν μάλλον υπερβολική, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ετοιμαζόταν για το επόμενο βήμα. Που δε μπορούσε να είναι άλλο, με βάση τα όσα είχαν προηγηθεί  από τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού φορέα, που θα συνιστούσε ρήξη με το προδικτατορικό πολιτικό πλαίσιο, θα ενσωμάτωνε τις αγωνιστικές παραδόσεις και δημοκρατικές παρακαταθήκες του κεντρώου χώρου, αλλά θα υπερέβαινε τα πολιτικά και ιδεολογικά του όρια.

Τα παλαιά, κεντρογενή στελέχη, ωστόσο, δεν πίστευαν ή δεν είχαν ερμηνεύσει σωστά, την πορεία του Ανδρέα Παπανδρέου, το συμβολισμό της ίδρυσης του ΠΑΚ και τις δικές του τοποθετήσεις. Γι' αυτό και υποδέχθηκαν τον «γιο του Γέρου», ως το φυσικό διάδοχο του Γεωργίου Παπανδρέου και «νόμιμο κληρονόμο» της Ένωσης Κέντρου.

Όταν δε αντιλήφθηκαν ότι άλλες ήταν οι προθέσεις του, αντέταξαν, με «μπροστάρη» τον Γιάννη Αλευρά: «Ανδρέα, δεν είναι καιρός για κινήματα. Το θέμα είναι να κοιτάξουμε την παράταξη και να ανατρέψουμε τον Καραμανλή». Για να εισπράξουν την απάντηση: «Για να ανατραπεί ο Καραμανλής χρειάζεται οργάνωση και στρατηγική».

Οι αντιρρήσεις επεκτάθηκαν και στην ενσωμάτωση της έννοιας του σοσιαλισμού, στο όνομα του νέου φορέα. Όμως και σ` αυτό ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν αμετάπειστος. Απέκρουσε δε και την άποψη να προστεθεί ο όρος «δημοκρατικός» με το καταλυτικό επιχείρημα: «Εξ ορισμού ένα σοσιαλιστικό κίνημα είναι δημοκρατικό».

Ήταν φανερό πια πως το «ποτάμι δε γυρνούσε πίσω». Η «3η Σεπτέμβρη» ήταν πλέον τετελεσμένο γεγονός. Ο μόνος που επέμεινε στη διαφωνία του ήταν ο Γιάννης Αλευράς, που έλειπε από εκείνη την ιστορική σύναξη στο ξενοδοχείο «Κινγκ Παλλάς». Στο ξεπέρασε τις αντιρρήσεις του και εντάχθηκε στο Κίνημα.

Είναι ενδεικτική των όσων μεσολάβησαν σ` εκείνο το 20ήμερο, όπου πύκνωσε κατά πολύ ο χρόνος, είναι η περιγραφή του πολιτικού επιστήμονα Μιχάλη Σπουρδαλάκη: «Με μαεστρία και διακριτικότητα, ο Παπανδρέου παρακάμπτει, χωρίς πολιτικούς δογματισμούς και αποκλεισμούς, άμεσες και έμμεσες προσκλήσεις  για επανίδρυση της Ένωσης Κέντρου.

Ήδη την άλλη μέρα της άφιξης του, θέτει σε κίνηση διεργασίες για τη διατύπωση ενός καταστατικού κειμένου, που θα οδηγούσε στην ίδρυση νέου πολιτικού φορέα. Στις αποσκευές του έφερε ένα κείμενο πολιτικής διακήρυξης. Το κείμενο αυτό ήταν αποτέλεσμα πολυετών διαβουλεύσεων και επεξεργασιών στο εκτός Ελλάδας ΠΑΚ. Αυτό ακριβώς το κείμενο αποτελεί τη βάση των συζητήσεων ανάμεσα σε μικρό αριθμό στελεχών του ΠΑΚ, μετατρέπουν εκείνο το προσχέδιο σε κείμενο διακήρυξης».