Από την βιωσιμότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος εξαρτάται όχι μόνον η παραμονή των Συριζανέλ στην εξουσία αλλά και το πολιτικό μέλλον του Αλέξη Τσίπρα, εμπνευστή και δημιουργό αυτής της όχι και τόσο παρά φύσιν συμμαχίας.
Για τον Αλέξη Τσίπρα, τον άνθρωπο που θεωρεί τον εαυτό του κάτι σαν τον φον Κάραγιαν της πολιτικής, η αλήθεια είναι ίσως χειρότερη από «άπερκατ» του Κάσιους Κλέϊ στο κεφάλι.
Γι’ αυτό και οι αντιδράσεις του Μεγάρου Μαξίμου στις αποκαλύψεις των «Νέων» για τους πλειστηριασμούς υπήρξαν βίαιες σε χυδαιότητα και απειλές.
Πολύ απλά, η έρευνα της εφημερίδας αποκάλυπτε, για μιαν ακόμη φορά, ότι μεταξύ λόγων και έργων του προεκλογικού Αλέξη Τσίπρα και του σημερινού πρωθυπουργού υπάρχει τεράστιο χάος –και αυτό είναι μία πραγματικότητα, η οποία δεν συγχωρεί πλέον. Ακόμα χειρότερα, την ώρα που όλα τού πηγαίνουν δεξιά, χαλάει την σούπα ενός διδύμου που καλείται πλέον να παίξει τα ρέστα του.
Ο λόγος είναι σχετικά απλός, αλλά εξαιρετικά κρίσιμος. Διότι το 2018 θα φανεί αν τράπεζες και επιχειρήσεις μπορούν να απαλλαγούν από τα βάρη που τούς φόρτωσε η οκταετής κρίση, η οποία ακόμα κουβαλά όλα τα στοιχεία μίας πιθανής διαρθρωτικής κατάρρευσης. Την νέα χρονιά, όμως, η κατάσταση φθάνει στην τελική της κλιμάκωση, οδηγώντας είτε στην απόλυτη επιτυχία είτε στην καταστροφή. Καθώς το 2017 μετράει …μέρες, ο επόμενος χρόνος μοιάζει να είναι η στιγμή τού «όλα ή τίποτα» για την ελληνική οικονομία.
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι πρέπει να τονίσουμε ότι, δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης και οκτώ από την έναρξη της ελληνικής περιπέτειας, το 2018 είναι η χρονιά-κλειδί. Είναι πιθανόν να αποδειχθεί έτος εξόδου από την περίοδο των μνημονίων και εφαλτήριο ανάπτυξης, ή να γίνει οδός επιστροφής στα παλιά και άρα εξόδου από την ευρωζώνη.
Κλειδί οι τράπεζες
Όπως πολύ σωστά αναφέρει σε τελευταίο άρθρο της η Οικονομική Επιθεώρηση της Αλεξάνδρας Βοβολίνη, στην παρούσα φάση η άκρη του μίτου βρίσκεται εκεί από όπου όλα ξεκίνησαν: στο τραπεζικό σύστημα. Η διάψευση των διαβεβαιώσεων περί «θωρακισμένων τραπεζών και οικονομίας» ήταν που οδήγησε στο Καστελόριζο.
Προφανώς, το πρόβλημα του χρέους δεν προέκυψε εξ αιτίας των 28 δισεκατομμυρίων ευρώ με τα οποία η κυβέρνηση Καραμανλή επιχείρησε να προστατέψει τις ελληνικές τράπεζες από το παγκόσμιο τσουνάμι που προκάλεσε το τραπεζικό κραχ στις ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο του 2008.
Ούτε, όμως, οι επενδυτές θα ξεφορτώνονταν μαζικά τα ελληνικά ομόλογα αν προηγουμένως η διεθνής τραπεζική κρίση δεν είχε στραγγίσει τις αγορές από ρευστότητα και μηδενίσει την διάθεση ανάληψης οποιουδήποτε ρίσκου.
Παραφράζοντας το «Εγχειρίδιο Πολέμου» του Μπρεχτ, που βέβαια γράφτηκε για την μεγάλη κρίση του προηγούμενου αιώνα, η ελληνική κρίση γεννήθηκε από την τραπεζική κρίση, καθώς ο γυιος από την μάνα.
Η σχέση της κρίσης με τις τράπεζες δεν περιορίζεται στα αίτια. Είναι δυναμική, καθώς η αδυναμία των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία ήταν εκείνη που οδήγησε εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις σε θάνατο δια ασφυξίας ρευστότητας. Το σημαντικότερο για το παρόν είναι ότι, όσο οι τράπεζες αδυνατούν να επιτελέσουν τον βασικό τους ρόλο, διοχετεύοντας πόρους στην πραγματική οικονομία, ανάκαμψη δεν μπορεί να υπάρξει. Μόνο που, για να το κάνουν οι τράπεζες, θα πρέπει να έχουν αυτούς τους πόρους.
Μέχρι τώρα εκείνο που είχαν ήταν τεράστιες τρύπες στους ισολογισμούς τους –είτε επειδή κουρεύτηκαν ομόλογα του Δημοσίου που κατείχαν, είτε επειδή οι δανειολήπτες αδυνατούν να αποπληρώσουν τις οφειλές τους, είτε επειδή οι ίδιες έχασαν την πρόσβαση στην διατραπεζική αγοράς της ευρωζώνης ή στον τακτικό μηχανισμό χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Τα δύο βασικά μέτρα του παραπάνω προβλήματος είναι η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από την Έκτακτη Ενίσχυση Ρευστότητας (ELA) που προσφέρει η ΕΚΤ και ο βαθμός των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στα χαρτοφυλάκιά τους. Ο πρώτος δείκτης παρουσιάζει σημαντική βελτίωση το τελευταίο διάστημα. Ήδη οι τράπεζες επιχειρούν να αντλήσουν κεφάλαια μέσω καλυμμένων ομολόγων. Η επιστροφή στην ομαλότητα θα επέλθει όταν ο ELA μηδενιστεί, η χρηματοδότηση γίνεται μέσω του τακτικού μηχανισμού της ΕΚΤ και της διατραπεζικής αγοράς και τα ομόλογα των τραπεζών δεν χρειάζεται να είναι καλυμμένα για να έχουν υποφερτά επιτόκια.
Κρίσιμος παράγοντας για να συμβούν αυτά είναι η ουσιαστική βελτίωση του δεύτερου δείκτη, που στα τέλη του πρώτου εξαμήνου βρισκόταν στο 50%. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν καταστρώσει, σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος και την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή, συγκεκριμένα σχέδια αποκλιμάκωσης αυτών των ανοιγμάτων, στο επίπεδο του 33,9%, μέχρι το τέλος του 2019.
Τέσσερα εργαλεία
Για να το πετύχουν αυτό, έχουν πλέον στην διάθεσή τους τέσσερα εργαλεία: τις ρυθμίσεις δανείων βάσει του αναμορφωμένου Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων, την πώληση δανείων σε ειδικευμένα μη τραπεζικά ιδρύματα (funds) και την πραγματοποίηση πλειστηριασμών προς ανάκτηση μέρους των οφειλών και κυρίως προς συμμόρφωση όσων μπορούν αλλά συνεχίζουν να μην πληρώνουν.
Πρόκειται για τα αποτελέσματα θεσμικών μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν την προηγούμενη διετία από την Τράπεζα της Ελλάδος και τον Γιάννη Στουρνάρα, και το υπουργείο Οικονομίας. Συνεπώς, αρχής γενομένης με τους πλειστηριασμούς, έχουμε μπει στην φάση της συνολικής ενεργοποίησης του οπλοστασίου αυτού.
Τους επόμενους μήνες θα φανεί κατά πόσον τα εργαλεία αυτά μπορούν να λειτουργήσουν κατά το δοκούν. Αν όντως αυτό συμβεί, σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις στην οικονομία που ολοκληρώνονται με την 3η αξιολόγηση και την επιστροφή του Δημοσίου στις αγορές, θα επιτρέψουν στην οικονομία να αλλάξει σελίδα.
Αντίθετα, αν φανεί ότι οι τράπεζες δεν μπορούν να εξυγιάνουν τα χαρτοφυλάκιά τους ή αν αυτό οδηγήσει σε νέο κύμα λουκέτων στην αγορά, τότε θα ανοίξει ο δρόμος για ένα ακόμη Μνημόνιο. Και αυτό γιατί, στην μεν πρώτη περίπτωση θα δικαιωθούν οι Κασσάνδρες που κάνουν λόγο για ανάγκη νέας κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών και άρα νέο δάνειο, στην δε δεύτερη η οικονομία θα επιστρέψει στην ύφεση τορπιλίζοντας τους δημοσιονομικούς στόχους.
Είναι δε αμφίβολο αν υπάρχουν αποθέματα αντοχής για ένα τέταρτο Μνημόνιο, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Μετά τον τελευταίο γύρο εκλογικών αναμετρήσεων στις άλλες χώρες της ευρωζώνης, οι συσχετισμοί δείχνουν χειρότεροι από ποτέ, στην ελληνική οικονομία έχει στεγνώσει κάθε «λίπος» και στην ελληνική κοινωνία, εκτός από υπομονή, πλέον δεν φαίνεται να υπάρχει ούτε ελπίδα.
Στην ελπίδα ποντάρει ο Αλέξης Τσίπρας για να παρουσιάσει ένα νέο, πλασματικό βέβαια, αφήγημα, ώστε να πετύχει τους στόχους του στις προσεχείς εκλογές. Πλειστηριασμοί και όπλα στην Σαουδική Αραβία είναι, όμως, δύο σοβαρά προβλήματα που μπορούν να γίνουν εφιάλτης.