Η Δικαιοσύνη δεν απειλείται από κανέναν, αν η ίδια δεν τείνει ευήκοον ους στις εξωθεσμικές παρεμβάσεις και πιέσεις. Απειλείται, συνεπώς, μόνον από τον κακό εαυτό της
του Παναγιώτη Οθ. Πικραμμένου
Τον τελευταίο καιρό η Δικαιοσύνη βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας και, ως εκ τούτου, προκαλεί καθημερινά την δημοσίευση άρθρων, σχολίων, αναλύσεων, αλλά και πολιτικούς και κοινωνικούς τριγμούς.
Αν θέλουμε να αναλύσουμε την όλη κατάσταση θα πρέπει, πριν απ’ όλα, ως Δικαιοσύνη να εννοήσουμε το σύστημα απονομής και τους ανθρώπους που την υπηρετούν. Απειλείται, λοιπόν, πράγματι η Δικαιοσύνη και οι λειτουργοί της από εξωγενείς και εξωθεσμικούς παράγοντες, όπως είναι οι παρεμβάσεις πολιτικών ή οι πιέσεις από οικονομικά και άλλα συμφέροντα; Μπορούν άραγε οι παράγοντες αυτοί, με τις παρεμβάσεις τους, να επηρεάσουν την απονομή της σε τέτοιο βαθμό ώστε η εφαρμογή του νόμου στην συγκεκριμένη υπόθεση να μην γίνει κατά τρόπον αντικειμενικό και αμερόληπτο αλλά κατά τρόπο μονομερή και ενέχοντα διάκριση;
Ή μήπως κινδυνεύει η Δικαιοσύνη από τον ίδιο της τον εαυτό και συγκεκριμένα από τις μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή της, αλλά και από τον τρόπο λειτουργίας της και την συμπεριφορά των ανθρώπων που την υπηρετούν; Μήπως τα φαινόμενα αυτά κινδυνεύουν να την απαξιώσουν στην κοινωνία και να κάνουν τους πολίτες να χάσουν την εμπιστοσύνη τους σε αυτήν;
Θα αρκεστώ σε ορισμένες γενικότερες επισημάνσεις, καθώς και σε κάποιες ειδικότερες που αφορούν στην λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).
Θα ήθελα να παρατηρήσω ότι η Δικαστική Εξουσία δεν λειτουργεί εν κενώ. Επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο λειτουργίας των άλλων εξουσιών.
Καμμία δικαστική εξουσία δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική όταν από την άλλη πλευρά υπάρχει πολυνομία και κακονομία, ή ακόμα και ανεπαρκής δράση της Διοικήσεως. Τούτου δοθέντος, είναι προφανές ότι οι τρεις λειτουργίες πρέπει κατ’ αρχήν να συνεργάζονται μεταξύ τους για την επίτευξη του κοινού στόχου, που είναι η ευημερία των πολιτών και η ισχυροποίηση του Κράτους Δικαίου.
Ποιο είναι, όμως, το όριο αυτής της συνεργασίας; Προφανώς, οι προβλέψεις του Συντάγματος και των νόμων. Αντιλαμβάνομαι, δηλαδή, την συνεργασία των εξουσιών για την καλύτερη οργάνωση και διοίκηση της Δικαιοσύνης –π.χ. σε θέματα μηχανοργάνωσης, αξιοποίησης της πληροφορικής, πιθανή τοποθέτηση μάνατζερ.
Αντιλαμβάνομαι, επίσης, την συνεργασία της με την νομοθετική εξουσία για την ψήφιση νόμων οι οποίοι θα συμβάλλουν γενικότερα στην καλύτερη και ταχύτερη απονομή της.
Πολλές φορές, όμως, οι συνεργασίες αυτές ανοίγουν την όρεξη και δημιουργούν άλλες προσδοκίες. Το ίδιο συμβαίνει και με τις στενές επαφές με τον πολιτικό κόσμο, που από την φύση του έχει άλλους στόχους.
Και εδώ υπεισέρχεται, κατά την γνώμη μου, ο σπουδαιότερος παράγων: ο χαρακτήρας του Δικαστικού Λειτουργού. Ο χαρακτήρας που τού επιτρέπει ή όχι να αντιστέκεται. Ο Δικαστής πρέπει να αποφασίζει ανεπηρέαστος από παρεμβάσεις και επιρροές της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Την ώρα που κρίνει, δεν πρέπει να τον απασχολεί ότι πρέπει να φανεί αρεστός στους ανωτέρους του ή στον πολιτικό κόσμο, ή να επηρεάζεται από την συγκυρία που διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Πρέπει να βλέπει μακρυά και να μπορεί να διαβλέψει τις επιπτώσεις της απόφασής του στο μέλλον.
Η πολυετής εμπειρία μου, πάντως, με έχει διδάξει ότι η συντριπτική πλειονότητα των Δικαστών, ακόμη και αυτοί που έχουν επιλεγεί με καθαρά κομματικά κριτήρια, ανεξαρτητοποιούνται και αποστασιοποιούνται μετά την επιλογή τους και ακολουθούν την φωνή της δικαστικής τους συνειδήσεως, αντιλαμβανόμενοι το βάρος της ευθύνης τους και του έργου που επιτελούν.
Υπάρχει βέβαια και το μέγα θέμα της εσωτερικής ανεξαρτησίας των δικαστηρίων, αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος.
Τέλος, υπάρχουν και οι δικαστές εκείνοι που είτε λόγω χαρακτήρα είτε, κυρίως, λόγω της αδυναμίας να ανταποκριθούν στο έργο που τούς έχει ανατεθεί, θέλουν να φαίνονται πάντα ευχάριστοι και για τον λόγο αυτόν υποκύπτουν σε πιέσεις και προσπαθούν να ικανοποιήσουν άνωθεν ή έξωθεν επιθυμίες.
Αν οι δικαστές αυτοί ήταν απομονωμένοι, το πρόβλημα δεν θα ήταν μεγάλο. Όμως, τα τελευταία χρόνια συμβαίνει να εξαπλώνεται ο αριθμός τους, διότι επιδιώκουν να αποκρύπτουν την αδυναμία τους προάγοντας συναδέλφους τους που έχουν τις ίδιες ή και μεγαλύτερες αδυναμίες.
Το πρόβλημα διογκώνεται και έχει πάρει πλέον επικίνδυνες διαστάσεις.
Συμπέρασμα: Η Δικαιοσύνη δεν απειλείται από κανέναν, αν η ίδια δεν τείνει ευήκοον ους στις εξωθεσμικές παρεμβάσεις και πιέσεις.
Απειλείται μόνον από τον κακό της εαυτό, δηλαδή τους ανάξιους και άτολμους Δικαστές.
Σχετικά με το ΣτΕ
Το ΣτΕ ιδρύθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο για να αντιμετωπίζει τις υπερβάσεις της Διοίκησης. Καθ’ όλη την διάρκεια της μέχρι τώρα ύπαρξής του, ο θεσμός ανταποκρίθηκε –με ελάχιστες εξαιρέσεις– στις υψηλές προσδοκίες αυτών που τον ίδρυσαν και τον πίστεψαν.
Διαμόρφωσε με την νομολογία του μία παράδοση προάσπισης των ελευθεριών, των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, μία παράδοση αντικειμενικότητας και ορθής κρίσης. Κατόρθωσε να αποκτήσει σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη της κοινωνίας και των πολιτών και να εμπεδώσει στην συνείδησή τους ότι λειτουργεί πράγματι ανεξάρτητα.
Διαμόρφωσε μία σχέση συνεννόησης και ανταλλαγής απόψεων με τους δικηγόρους και τους διαδίκους. Διαμόρφωσε, τέλος, ένα πολιτισμένο κλίμα συνεργασίας μεταξύ των μελών του, όπου οι νεότεροι διδάσκονται από την εμπειρία των παλαιότερων και οι παλαιότεροι από τον ενθουσιασμό και την καινοτόμο σκέψη των νεότερων.
Ένα κλίμα συνεργασίας σε επιστημονική βάση, χωρίς εντολές και επίκληση της ιεραρχίας αλλά με ουσιαστικό σεβασμό προς αυτήν.
Διερωτώμαι τί συνέβη τον τελευταίο καιρό και άλλαξαν τα πράγματα. Ακούω διακεκριμένη δημοσιογράφο του δικαστικού ρεπορτάζ να κάνει την πρωτόγνωρη στα αυτιά μου διάκριση μεταξύ του κύρους της Δικαιοσύνης και του κύρους της ηγεσίας της Δικαιοσύνης!
Διαβάζω άρθρα που αναφέρονται σε ακατάλληλα πρόσωπα που έχουν τοποθετηθεί σε ηγετικές θέσεις, και άλλα πολλά. Όλα αυτά δίνουν μεγάλη στενοχώρια σε όλους εμάς που αγαπήσαμε και πονέσαμε αυτό το Δικαστήριο και αναλώσαμε την ζωή μας για να κρατήσουμε ψηλά το κύρος και τις παραδόσεις του για την προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών.
Θα ήθελα λοιπόν να πω ορισμένα πράγματα. Θα προσπαθήσω να είμαι πολύ προσεκτικός και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του.
Είναι ενδεχομένως ανθρώπινο ο κάθε δικαστής να θεωρεί ότι η σπουδαιότερη υπόθεση είναι αυτή που ο ίδιος εκδικάζει.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ανθρώπινη και κάποια σχετική έπαρση που μπορεί να ακολουθεί την συγκεκριμένη πεποίθηση.
Όμως, την κρίσιμη ώρα, ο δικαστής οφείλει να κάνει την προσωπική του υπέρβαση και να σταθεί με ευθύνη και εντιμότητα απέναντι στο καθήκον του, μακρυά από εγωισμούς, ανθρώπινες αδυναμίες και τακτικισμούς, που θα επιβαρύνουν τελικά το σύνολο της Δικαιοσύνης την οποία υπηρετεί αλλά και την κοινωνία στην οποία είναι τελικά υπόλογος.
Όλοι κάποια στιγμή κληθήκαμε να δικάσουμε σημαντικές υποθέσεις. Θεωρώ, όμως, ότι τις δικάσαμε με πλήρη συμμόρφωση με τις διαμορφωμένες παραδόσεις του Σώματος και καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια να μην τεθεί εν αμφιβόλω το κύρος του Δικαστηρίου. Και εξηγούμαι:
1. Δικάζαμε υποθέσεις το ταχύτερο δυνατόν και φροντίζαμε ώστε οι διασκέψεις να γίνονται και η απόφαση να εκδίδεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
2. Φροντίζαμε, σε υποθέσεις μεγάλης βαρύτητας, η επιλογή των συνθέσεων που τις εκδίκαζαν να γίνεται κατά τον πλέον αδιάβλητο και αντικειμενικό τρόπο.
3. Οι εισηγήσεις ήσαν εγκαίρως στην διάθεση των μελών του Δικαστηρίου προς ενημέρωσή τους. Γινόντουσαν πολύ υψηλού επιπέδου συζητήσεις βάσει των εισηγήσεων. Κατεγράφησαν μάλιστα και σημαντικές από επιστημονική άποψη, αλλά και λιγότερο σημαντικές, μειοψηφίες.
4. Υπήρξαμε πάντα πολύ προσεκτικοί στην μη παραβίαση του εσωτερικού κανονισμού του Δικαστηρίου.
Θα ήμουν πράγματι ευτυχής να μάθω ότι τηρούνται μέχρι κεραίας αυτές οι πρακτικές, που αντανακλούν τις λαμπρότερες παραδόσεις του Σώματος.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να υπενθυμίσω στους συναδέλφους μας ότι έχουμε ορκιστεί να φυλάμε το Σύνταγμα και τους νόμους και ότι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ. Θα μού πείτε: «Τί μάς λες τώρα Πρόεδρε; Το αυτονόητο;».
Όμως, καμμιά φορά, μέσα στην παραζάλη της δουλειάς και της έντονης καθημερινότητας, είναι καλό να επανερχόμεθα στα βασικά και στα αυτονόητα.
Να επανερχόμεθα σε αυτά από τα οποία ξεκινήσαμε και να μην θαμπωνόμαστε από την εξουσία –που έρχεται και παρέρχεται.
Και μία επισήμανση. Όλοι εμείς, οι πρώην Πρόεδροι, παραλάβαμε αλλά και παραδώσαμε το Συμβούλιο της Επικρατείας διατηρώντας υψηλό το κύρος του και την αποδοχή του στην κοινωνία.
Αυτή η παράδοση δεν είναι διαπραγματεύσιμη και αναμένουμε όλοι να την δούμε να συνεχίζεται.
*Επίτιμος πρόεδρος του ΣτΕ, πρώην πρωθυπουργός
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις