«Μάννα εξ ουρανού» ήταν για τον κ. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ αυτή η ιστορία με τους «δέκα φασίστες», στην ουσία μερικοί περίεργοι «φαιοί» είχαν κλειστεί σε ένα σχολείο, χαιρετούσαν φασιστικά και πλακώνονταν στις μαχαιριές με τις δυνάμεις των ΚΝΑΤ, ενισχυμένες με τους κονταροφόρους με τα τρίγωνα στριγκάκια στην άκρη, στην Σταυρούπολη.

Του Χρήστου Υφαντή

Ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ανακάλυψε μια μοναδική ευκαιρία να βγει από την αφάνεια που έχει περιπέσει «σε βαθμό αυτολύπησης», να ξαναδεί μπροστά του ένα «πεδίο δόξης αριστερής λαμπρό», να συνεγείρει το βασικό του ακροατήριο με τους μύθους της κινηματικής αριστεράς και να διαχειριστεί επικοινωνιακά (ουσία δεν υπάρχει καμία) μια αντιπαράθεση με την κυβέρνηση «σε δικό του γήπεδο».

Σε αυτό το, παρελθόντων ετών και συσχετισμού δύναμης, πιγκ-πογκ ανάμεσα στη φαντασίωση για την δήθεν «αναβίωση της Χρυσής Αυγής» με την ερυθρή πολιτοφυλακή που έχει κατοχυρώσει (με ποιες διαδικασίες άραγε;) δικαίωμα περιφρούρησης μιας νομιμότητας που η ίδια μόνο καταλαβαίνει, ο κ. Τσίπρας ξεκίνησε «να παίξει ένα παιχνίδι εν ου παικτοίς», να σπεκουλάρει πάνω «σε δέκα χαβαλέδες της Θύρας τάδε», να καλλιεργήσει φόβο και σύγκρουση για να εισπράξει (έτσι πιστεύει) δημοσκοπικά και πολιτικά οφέλη.

Δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα ή ηθικό ζήτημα ο κ. Τσίπρας και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να πουσάρουν όσο ξεκάθαρα μπορούν και πάλι την Χρυσή Αυγή, να την αναστήσουν (έστω επικοινωνιακά για μερικές μέρες), να την εγκαθιδρύσουν στο κέντρο μιας τηλεοπτικής αντιπαράθεσης και να παρουσιαστούν στην κοινωνία των πολιτών ως αυθεντικοί υπερασπιστές της αντιφασιστικής λογικής απέναντι σε μια κυβέρνηση η οποία, όπως ισχυρίζονται, «παίζει παιχνίδια με την ακροδεξιά και ευνοεί τον φασισμό για να καλύψει το ακροδεξιό της ακροατήριο».

Δεν είναι αστείο, ούτε πολιτικό ανέκδοτο! Ένας φοβικός (;) εισαγγελέας, που χρειάστηκε υπουργική παρέμβαση για να κάνει τη δουλειά για την οποία πληρώνεται, μερικά τηλεοπτικά συνεργεία που διψούσαν «για νέο αίμα» (ο κορωνοϊός δεν πουλάει πλέον και με τις θετικές ειδήσεις δεν ασχολείται κανένας) και «δέκα χαβαλέδες» στον αύλειο χώρο ενός σχολείου, που αντέδρασαν στην πίεση των κόκκινων του ΚΚΕ να μοιράσουν φυλλάδια και «πλακώθηκαν» στις μαχαιριές και στις κονταριές έφτασαν στον κ. Τσίπρα για να σηκώσει τη σημαία της αντιφασιστικής πάλης σε ένα ιδιότυπο διαγωνισμό αριστερισμού με τον Κουτσούμπα, που κέρδισε πόντους από την κηδεία του Μίκη.

Που κολλάει η κυβέρνηση σε όλο αυτό το πανηγύρι των κάθε λογής μπάχαλων; Στη φοβική της συμπεριφορά απέναντι στην ιδεολογική κυριαρχία (έστω και σε αποδρομή) της θυματοποιημένης αριστεράς και στο ότι δεν τολμάει να πάρει σημαντικές αποφάσεις για την οργάνωση του βαθέως κράτους (δικαιοσύνη) που εξακολουθεί να είναι μπαχαλοποιημένη σε βαθμό διάλυσης.

Αυτό το χάος πληρώνει, από αυτό τρέφονται οι κάθε λογής «μπάχαλοι», αυτό της κατατρώει τα σωθικά και θα την απειλήσει στο μέλλον.

Ότι το παραμύθι του κ. Τσίπρα και οι αντιφασιστικές κορώνες του δεν έχουν δράκο είναι γνωστό και δεδομένο.

Είναι κωμωδία να ακούει κανείς να επιτίθεται στην κυβέρνηση με κατηγορίες ότι «υποθάλπει» την Χρυσή Αυγή ο τέως πρωθυπουργός, αρχηγός μιας κυβέρνησης που έψαχνε πέντε χρόνια δικαστική αίθουσα για να ξεκινήσει η δίκη της Χρυσής Αυγής (που την ξεκίνησαν ο Σαμαράς με τον Δένδια), που στο διάστημα αυτό «οι ψήφοι της δεν μύριζαν» όταν τους χρειάστηκε, που έκανε αλλαξοκωλιές μαζί τους για να ψηφίσουν την τοποθέτηση της κυρίας Θάνου στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, που τους διατηρούσε ελεύθερους να περιφέρονται με άνεση και να ασκούν κοινοβουλευτική δραστηριότητα.

Ναι, επιτίθεται στην κυβέρνηση ο άνθρωπος που δεν είχε κανένα πρόβλημα να έχει συγκυβερνήτη τον Καμμένο, να αγκαλιάζεται και να χαριεντίζεται μαζί του στα μπαλκόνια, να του κλέβει στην ψύχρα τους βουλευτές και να ψηφίζει την κατάπτυστη Συμφωνία των Πρεσπών μαζί με μια Μεγαλοοικονόμου.

Βεβαίως, η ιστορία της Σταυρούπολης αποδείχθηκε μια «πολιτική απάτη» από εκείνες τις προβοκατόρικες που στήνονται από τους αριστερούς μηχανισμούς για να αναβιώσουν παλιές και καταδικασμένες εποχές, είναι η κλασική μέθοδος της κατασκευής αντιπάλου όταν η ζωή μας έχει ξωπετάξει στη γωνία και η κοινωνία δεν αναπολεί, ούτε ενδιαφέρεται για την ύπαρξη μας.

Ταυτόχρονα, είναι και μια ασφαλής μονάδα μέτρησης της συριζαίϊκης απελπισίας, έτσι όπως καταγράφεται παντού (και όχι μόνο στους αριθμούς) με την πραγματικότητα να εξακολουθεί να διαφωνεί ριζικά με τις δικές τους προτεραιότητες, «να τους το λέει κατάμουτρα» και να μην δέχεται να την ελέγξουν όπως τις παλιές καλές εποχές της πάνω και της κάτω πλατείας.

Άβυσσος η ψυχή του απελπισμένου, στην Χρυσή Αυγή θα κωλώσει;