Στις προκλήσεις γύρω από το φλέγον ζήτημα της ακρίβειας αναφέρθηκε ο νέος υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Τάκης Θεοδωρικάκος, μιλώντας στον ΣΚΑΪ.
Αρχικά, ο κ. Θεοδωρικάκος επεσήμανε ότι η κυβέρνηση νοιάζεται για το διαθέσιμο εισόδημα και κυρίως για τις μικρομεσαίες οικογένειες που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. «Το υπουργείο μας είναι της Ανάπτυξης κι όχι της Ακρίβειας, άρα μας ενδιαφέρει η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και η ανάπτυξη των εισοδημάτων των νοικοκυριών».
Στη συνέχεια, ο υπουργός ξεκαθάρισε ότι για το πρόβλημα της αποκλιμάκωσης των τιμών λύση είναι να ενώσουν δυνάμεις μια σειρά από φορείς για εξεύρεση λύσης, προσθέτοντας πως:
«Θα εντείνουμε και θα ενισχύσουμε τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, δεν έχει γίνει ολοκληρωμένα αυτό. Για αυτό και από 1η Ιουλίου θα προστεθούν 30 νέα στελέχη στη ΔΙΜΕΑ, ενώ θα ρίξουμε το βάρος σε 100 βασικά αγαθά στο παρατηρητήριο τιμών της υπηρεσίας. Σε πλήρη εφαρμογή θα παραμείνει το μέτρο της ανακοίνωσης των ανατιμήσεων, όμως ο ψηφιακός έλεγχος θα είναι διαρκής και για τις τιμές προμήθειας. Επίσης, θα ελέγχονται ακόμη περισσότερο και οι ίδιες οι πολυεθνικές εταιρείες».
«Δεν γίνεται να καταργήσουμε τον ΦΠΑ στα τρόφιμα - Η Ισπανία που το έκανε έχει σήμερα υψηλότερο πληθωρισμό τροφίμων από την Ελλάδα»
Παράλληλα, ο Τάκης Θεοδωρικάκος έστειλε μήνυμα τόσο στο καταναλωτικό κοινό, υπογραμμίζοντας πως επί 24ωρης βάσης λειτουργεί η πλατφόρμα e-katanalotis με 3.000 κωδικούς, όπου κάθε πολίτης μπορεί να βλέπει κάθε προϊόν που τον ενδιαφέρει, όσο και στους εκπροσώπους της επιχειρηματικότητας. «Θέλουμε να πηγαίνουν καλά οι επιχειρήσεις. Το κέρδος είναι θεμιτό, η κερδοσκοπία δεν είναι θεμιτή».
Συμπλήρωσε πως η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να ανακουφίσει τη μέση ελληνική οικογένεια, ενώ απαντώντας σε ερώτηση για τις πιέσεις της αντιπολίτευσης περί ΦΠΑ επανέλαβε:
«Το δοκίμασε η Ισπανία. Αν πάρετε την ημερομηνία που το ξεκίνησε μέχρι σήμερα, έχει περισσότερο πληθωρισμό τροφίμων από την Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει, γιατί τα χρήματα που πηγαίνουν στα κρατικά ταμεία και στον πολίτη, τώρα πηγαίνουν εκ νέου στα κέρδη των εταιρειών», καταλήγοντας ότι «οι τιμές δεν πέφτουν με έναν νόμο και ένα άρθρο».