Σίλβιο Μπερλουσκόνι: ο Cavaliere του ιταλικού ποδοσφαίρου. Μια σχέση από την οποία επωφελήθηκαν τα μέγιστα και οι δύο πλευρές.
Το ποδόσφαιρο μετατράπηκε σε βατήρα της διασημότητάς του την οποία εξαργύρωσε σε πολιτικά αργύρια, φτάνοντας μέχρι τον πρωθυπουργικό θώκο.
Το μακρύ ταξίδι του στο calcio ξεκίνησε στις 20 Φεβρουαρίου 1986 όταν αγόρασε τη Μίλαν με την οποία παρέμεινε συνδεδεμένος μέχρι τον Απρίλιο του 2017.
Φίλος των Ροσονέρι από μικρός, μια αγάπη την οποία του είχε μεταγγίσει ο πατέρας του Λουίτζι, ο Cavaliere ανέβασε τη Μίλαν στην κορυφή του Ολύμπου και ταυτόχρονα έφερε επανάσταση στον τρόπο διοίκησης και εμπορικής εκμετάλλευσης του ποδοσφαίρου ανοίγοντας νέους ορίζοντες με τις ιδέες του.
Ο Μπερλουσκόνι είναι ο άνθρωπος στον οποίον οφείλεται η μετεξέλιξη του format του παλιού Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο σημερινό Τσάμπιονς Λιγκ και τον πακτωλό χρημάτων που επέφερε με τη σειρά του.
Τα προεόρτια των όσων θα ακολουθούσαν ήταν ο τρόπος που συστήθηκε στη Μίλαν και στον ποδοσφαιρικό κόσμο. Αφίχθηκε στην Arena Civica του Μιλάνου μαζί με τους συνεργάτες του με ελικόπτερα μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ποδοσφαιριστών και των 10.000 φίλων της ομάδας που τον έβλεπαν σαν Μεσσία που θα έβγαζε από την ανυποληψία τη Μίλαν.
«Μας έκαναν πλάκα, αλλά με τα ελικόπτερα ο πρόεδρος έδειξε αμέσως την επιθυμία του να εκπλήξει. Και καταλάβαμε πως το ρεύμα είχε ήδη αλλάξει», έλεγε χρόνια αργότερα η «σημαία» της Μίλαν, Φράνκο Μπαρέζι
Οταν ήρθε ο Σάκι
Την πρώτη του μεγάλη κίνηση την έκανε το 1987 με την πρόσληψη του σχεδόν ημι-άγνωστου εκείνα τα χρόνια, Αρίγκο Σάκι στη θέση του προπονητή, παρά την γκρίνια του Τύπου και των φιλάθλων. «Αυτός είναι ο προπονητής, είτε σας αρέσει είτε όχι», τους είχε στείλει μήνυμα.
Μαζί με τον Σάκι στο Μιλανέλο ήρθαν οι Ολλανδοί Φαν Μπάστεν, Ράικαρντ και Γκούλιτ που πλαισιώθηκαν από τους ιταλούς παικταράδες Ντοναντόνι, Μπαρέζι, Κοστακούρτα, Τασότι και Πάολο Μαλντίνι.
Σκουντέτο την πρώτη σεζόν, δύο συνεχόμενα κύπελλα πρωταθλητριών, αντίστοιχα ευρωπαϊκά σούπερ καπ και διηπειρωτικά και ένα ιταλικού σούπερ καπ ήταν η συγκομιδή της τετραετούς συνεργασίας της Μίλαν με τον Σάκι που από ημι-άγνωστος αναβαθμίστηκε σε γκουρού του αθλήματος.
Ακολούθησαν κι άλλα μεγάλα και επιτυχημένα στοιχήματα του Cavaliere. Φάμπιο Καπέλο, ο οποίος έφερε την περίφημη νίκη με 4-0 στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ του 1994 στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας επί της Ντριμ Τημ της Μπαρτσελόνα του Κρόιφ και τον Κάρλο Αντσελότι που έφερε άλλα δύο Τσάμπιονς Λιγκ (το δεύτερο του Καρλέτο και έβδομο του κλαμπ επίσης στην Αθήνα).
Ο Μπερλουσκόνι μπερδευόταν στα πόδια των προπονητών του, ενίοτε τους προέτρεπε να παίξουν με συγκεκριμένα αγωνιστικά συστήματα και φυσικά οι επισκέψεις του στα αποδυτήρια ήταν τακτικές.
Κάποιες από τις ατάκες του έχουν μείνει στην ιστορία:
«Δίδαξα τη Μίλαν πως να παίζει ποδόσφαιρο».
«Εστειλα επιστολή: από τη Δευτέρα κάθε προπονητής της Μίλαν είναι υποχρεωμένος να παίζει με τουλάχιστον δύο επιθετικούς. Δεν είναι αίτημα, είναι υποχρέωση».
«Μιλάμε για τη Μίλαν του Σάκι, του Τζακερόνι ή του Αντσελότι αλλά ποτέ δεν μιλάμε για τη Μίλαν του Μπερλουσκόνι. Ωστόσο είμαι εγώ που φτιάχνω την ομάδα για 18 χρόνια, υπαγορεύοντας τους κανόνες και αγοράζοντας παίκτες. Μοιάζει σαν να μην υπάρχω».
«Εχω τον σωστό προπονητή: τον Μπερλουσκόνι».
«Στο ποδόσφαιρο τρεις ομάδες έχουν γράψει ιστορία. Ο Αγιαξ του Κρόιφ, η Μίλαν των τριών Ολλανδών και η Μπαρτσελόνα του Γκουαρντιόλα».
Μυθική είναι επίσης η ομιλία του προς τον Ντέγιαν Σαβίσεβιτς πριν τον τελικό της Αθήνας, το 1994, εναντίον της Μπαρτσελόνα.
«Κοίταξε, σε υπερασπίζομαι για δύο χρόνια. Αν είσαι ιδιοφυΐα απέδειξε το». Και το απέδειξε σημειώνοντας ένα από τα ωραιότερα γκολ που έχει επιτευχθεί σε τελικό με λόμπα από τριάντα μέτρα.
Ο Μπερλουσκόνι επαναλάμβανε αυτό που το έλεγε ο πατέρας του: ό,τι έχει κάνει τατουάζ τη Μίλαν στην καρδιά του.
Το 2017 πούλησε τις μετοχές του στον κινέζο επιχειρηματία Γιονγκχόνγκ Λι, κλείνοντας τον πιο επιτυχημένο κύκλο στην ιστορία της Μίλαν στη διάρκεια του οποίου οι Ροσονέρι κατέκτησαν 29 τρόπαια, ανάμεσά τους οκτώ Σκουντέτι και πέντε Τσάμπιονς Λιγκ.
Και η Μόντσα
Δεν μπόρεσε όμως να μείνει για πολύ καιρό μακριά από το ποδόσφαιρο. Αγόρασε τη Μόντσα όταν αγωνιζόταν στην τρίτη κατηγορία. Την ανέβασε πέρυσι στη Serie A και φέτος, ως νεοφώτιστη, κατετάγη στην 11η θέση.
Στην τελευταία χριστουγεννιάτικη γιορτή της ομάδας και παρουσία πολλών γυναικών ο Μπερκουσκόνι, σε μια από τις πολλές σεξιστικές του εκρήξεις, υποσχέθηκε στους παίκτες της Μόντσα πως θα τους φέρει ένα λεωφορείο γεμάτο ιερόδουλες αν νικούσαν τη Γιουβέντους και τις άλλες μεγάλες ομάδες.
Το ποδόσφαιρο χάρισε φήμη και διασημότητα στον Μπερλουσκόνι τις οποίες εξαργύρωσε στο ταμείο της πολιτικής. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το όνομα που επέλεξε για το κόμμα που δημιούργησε και τον έστειλε μέχρι την κορυφή της πολιτικής εξουσίας, την πρωθυπουργία: Forza Italia. Το αγαπημένο σύνθημα των τιφόζι όταν παίζει η εθνική τους ομάδα. Με δύο λέξεις άφησε να εννοηθεί πως η επιτυχία του στο ποδόσφαιρο θα έχει συνέχεια και στην πολιτική. Και όπως αποδείχτηκε, έπεισε πολλούς.
Σε μια δημοσκόπηση το 50% των ψηφοφόρων τον είχαν επιλέξει ως τον ιδανικό πρόεδρο των αγαπημένων τους ομάδων. Όταν ρωτήθηκε σχετικά με το συγκεκριμένο εύρημα ο Μπερλουσκόνι είχε απαντήσει: «Είναι γιατί είμαι όμορφος».