Σήμερα, το Μουσείο Βαν Γκονγκ στο Άμστερνταμ ανακοίνωσε πως ο συγκεκριμένος πίνακας είναι πιθανόν το μοναδικό έργο που ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ φιλοτέχνησε κατά τη διάρκεια ενός ψυχωσικού επεισοδίου το καλοκαίρι του 1889, όταν είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο της γαλλικής πόλης Σεν Ρεμί.
Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του πάλεψε με τους δαίμονες της παράνοιας, ίσαμε τον θάνατό του το 1890 σε ηλικία 37 ετών, ως αποτέλεσμα αυτοπυροβολισμού.
Ο πίνακας αποκτήθηκε από το Εθνικό Μουσείο της Νορβηγίας το 1910 έναντι 10.000 γαλλικών φράγκων, ποσό που ισοδυναμεί σε 100.000 σημερινά ευρώ.
Η αυθεντικότητα του πίνακα αποτέλεσε αιτία σύγκρουσης για τους ειδικούς έπειτα από ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε σε διεθνές περιοδικό Τέχνης το 1970, στο οποίο υποστηριζόταν πως η χρωματική παλέτα και η χρήση σπάτουλας διέφερε από τον τρόπο εκτέλεσης των άλλων αυτοπροσωπογραφιών του καλλιτέχνη.
Πάντως, ο ειδικός του Μουσείου Βαν Γκογκ, Λούις βαν Τίλμποργκ, τόνισε πως η λεπτομερής ανάλυση του πίνακα απέδειξε πως οι αμφισβητίες της αυθεντικότητάς του είχαν άδικο.
Όπως αιτιολόγησε ο ίδιος, οι αρχικές διαφωνίες προέκυψαν από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Βαν Γκογκ επιχείρησε να αναπαραστήσει τη δική του νοητική παραζάλη, ενός «φοβισμένου ασθενούς», όπως τονίζει ο βαν Τίλμποργκ, χρησιμοποιώντας σκοτεινότερα και πιο μουντά χρώματα, και όχι τα συνήθη έντονα κίτρινα, μπλε και πράσινα.
Η ανάλυση απέδειξε πως η μπογιά που χρησιμοποιείται είναι ίδια με τους άλλους πίνακες του Ολλανδού «μαέστρου του χρωστήρα» , ενώ κι ο ίδιος αναφέρει την ύπαρξή του στην αλληλογραφία του κατά τις έξι εβδομάδες που παρέμεινε στο γαλλικό νοσοκομείο. Όπως πληροφορεί σε μία επιστολή του στον αδελφό του Τεό, ο πίνακας «είναι μία προσπάθεια μέσα στην αρρώστια μου».
Ο πίνακας θα επιστρέψει στο Όσλο, μετά από την επίδειξή του στη θεματική έκθεση «Μέσα στον πίνακα», που θα διοργανωθεί στο Μουσείο Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ στις 21 Φεβρουαρίου.