Η αυξημένη LDL-C είναι μία διαταραχή της χοληστερόλης ή/και των λιπιδίων στο αίμα και είναι αναγνωρισμένη ως σημαντικός παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Στις ΗΠΑ ζουν σχεδόν 11 εκατομμύρια άτομα με αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο (ASCVD) και/ή FH τα οποία έχουν μη ρυθμιζόμενα επίπεδα LDL-C που υπερβαίνουν τα 70 mg/dL, παρά τη θεραπεία με στατίνες ή άλλες θεραπείες μείωσης της χοληστερόλης.
Περισσότερο από το 60% των ασθενών υψηλού κινδύνου στην Ευρώπη αδυνατούν ακόμα να μειώσουν επαρκώς τα επίπεδα της LDL-C με στατίνες ή άλλους εγκεκριμένους αντιλιπιδαιμικούς παράγοντες . Μεταξύ των ασθενών πολύ υψηλού κινδύνου, το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 80% . Υπολογίζεται ότι στις περισσότερες χώρες διαγιγνώσκεται λιγότερο από το 1% των πασχόντων από οικογενή υπερχοληστερολαιμία (ετερόζυγο και ομόζυγο).
Δεδομένα που παρουσιάσθηκαν στο πλαίσιο του Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας (ESC 2016) σύμφωνα με τα οποία η ουσία evolocumab μειώνει σταθερά την χοληστερόλη χαµηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL-C) σε ασθενείς διαφόρων υποομάδων υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου ή με οικογενή υπερχοληστερολαιμία (FH - familial hypercholesterolemia).
«Οι αναλύσεις αυτές συνεχίζουν να διαμορφώνουν τα κλινικά στοιχεία για το evolocumab και βοηθούν να κατανοήσουμε περαιτέρω την ικανότητά του να ωφελεί τους ασθενείς», δήλωσε ο Sean E. Harper, MD, εκτελεστικός αντιπρόεδρος του τμήματος Έρευνας και Ανάπτυξης της Amgen. «Τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο ESC παρέχουν περαιτέρω γνώσεις για τον αντίκτυπο του evolocumab σε πολλαπλούς πληθυσμούς ασθενών που διατρέχουν υψηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο και χρήζουν πρόσθετων θεραπευτικών επιλογών».
Ερευνητές που εξέτασαν την «Αποτελεσματικότητα του evolocumab σε ασθενείς που ανήκουν σε όλες τις υποομάδες καρδιαγγειακού κινδύνου κατά ESC/EAS» ταξινόμησαν συνολικά 2.532 ασθενείς από τρεις Φάσης 3 μελέτες διαρκείας 12 εβδομάδων, βάσει των τεσσάρων κριτηρίων κινδύνου (πολύ υψηλός, υψηλός, μέτριος και χαμηλός) της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης (ESC/EAS). Η ανάλυση έδειξε ότι η αγωγή με 140 mg evolocumab ανά δύο εβδομάδες ή 420 mg ανά μήνα μείωσε σταθερά, σε όλες τις ομάδες κινδύνου, τα εναρκτήρια επίπεδα της LDL-C και άλλων λιπιδίων έως τον μέσο όρο των 10 και 12 εβδομάδων σε σύγκριση με εθελοντές που λάμβαναν εικονικό φάρμακο ή εζετιμίμπη (ezetimibe). Για παράδειγμα, μεταξύ ασθενών πολύ υψηλού κινδύνου, το evolocumab μείωσε τα επίπεδα της LDL-C από την αρχική τιμή κατά 65,2% περισσότερο απ’ ό,τι το εικονικό φάρμακο και κατά 40,7 % περισσότερο απ’ ό,τι η εζετιμίμπη. Τα ποσοστά των συνολικών ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν παρόμοια στις τρεις ομάδες, με τη συχνότητα εμφάνισης να είναι 43,1%, 50,5% και 40,8% στους ασθενείς που έλαβαν evolocumab , εζετιμίμπη και εικονικό φάρμακο αντίστοιχα.
Σε μία άλλη παρουσίαση, οι ερευνητές που εξέτασαν την «Μακροπρόθεσμη ασφάλεια, ανεκτικότητα και αποτελεσματικότητα του evolocumab σε ασθενείς με ετερόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία» διαπίστωσαν ότι η αγωγή επί 48 εβδομάδες με evolocumab οδήγησε σε αξιοσημείωτες μειώσεις διαρκείας των επιπέδων της LDL-C σε αυτούς τους ασθενείς. Η ανάλυση έδειξε ότι το evolocumab σε συνδυασμό με την καθιερωμένη θεραπεία μείωσε τα επίπεδα της LDL-C από την αρχική τιμή κατά 53,6% στις 48 εβδομάδες (n = 279), σε σύγκριση με αύξηση κατά 2,1% με την καθιερωμένη θεραπεία μόνο (n = 139). Στη συγκεντρωτική ανάλυση συμπεριλήφθηκαν 440 ασθενείς με ετερόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία (HeFH) οι οποίοι ολοκλήρωσαν τις μελέτες της Amgen RUTHERFORD-1 (Φάσης 2) ή RUTHERFORD-2 (Φάσης 3) και εντάχθηκαν σε ανοιχτές μελέτες επέκτασης (OSLER-1 ή OSLER-2). Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν στις μελέτες επέκτασης ώστε να λάβουν μόνο την καθιερωμένη θεραπεία ή το evolocumab συν την καθιερωμένη θεραπεία.
Το evolocumab ήταν καλά ανεκτό στις μελέτες επέκτασης, δίχως να παρατηρηθούν νέα σημεία ασφάλειας. Τα ποσοστά των συνολικών ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν παρόμοια για τις δύο ομάδες, με συχνότητα εμφάνισης 80% στους ασθενείς που λάμβαναν evolocumab και 67% στους ασθενείς που λάμβαναν την καθιερωμένη θεραπεία.
«Αυτά τα μακροπρόθεσμα δεδομένα έρχονται να προστεθούν στο αυξανόμενο σύνολο των επιστημονικών στοιχείων που υποστηρίζουν την ικανότητα του evolocumab να μειώνει ουσιαστικά τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης στους ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία,» δήλωσε ο G. Kees Hovingh, MD, Ph.D., από το Τμήμα Αγγειακής Ιατρικής του Ακαδημαϊκού Ιατρικού Κέντρου στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας. «Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία είναι μία κληρονομική πάθηση που οδηγεί σε εκ γενετής υψηλά επίπεδα LDL χοληστερόλης τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένο κίνδυνο πρόωρης καρδιαγγειακής νόσου τους ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία. Οι νέες γνώσεις είναι σημαντικές για τους ασθενείς με HeFH στους οποίους ο επαρκής έλεγχος των επιπέδων της χοληστερόλης με τους άλλους εγκεκριμένους αντιλιπιδαιμικούς παράγοντες ήταν έως τώρα δύσκολος».
Πρόσθετα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο περιλαμβάνουν μία σύντομη παρουσίαση (rapid fire abstract) με τίτλο «Διάγνωση οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας: Η περίπτωση της χαμένης ευκαιρίας» σύμφωνα με την οποία μόνο ένας στους 10 ασθενείς με FH μπορεί να διαγνωστεί. Τα στοιχεία ασθενών που είναι διαθέσιμα στη βρετανική βάση δεδομένων γενικών ιατρών Clinical Practice Research DataLink (CRPD) κατέδειξαν επίπτωση της FH της τάξης των 1,3 κρουσμάτων ανά 1.000 άτομα, η οποία αυξάνεται σε 11,7 περιστατικά ανά 1.000 άτομα εάν υπολογιστούν και τα αδιάγνωστα περιστατικά.