Η ραγοειδίτιδα (uveitis) αποτελείται από μία ομάδα ασθενειών που χαρακτηρίζονται από φλεγμονή του ραγοειδούς χιτώνα, δηλαδή του μεσαίου στρώματος του οφθαλμού, το οποίο παρέχει του αίματος στα βαθιά στρώματα του αμφιβληστροειδούς. Η νόσος αυτή αποτελεί μια από τις κυριότερες αιτίες τύφλωσης παγκοσμίως και μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη όραση ή απώλεια της όρασης με την πάροδο του χρόνου στους ασθενείς.

Αίτια

Σε ένα ποσοστό σχεδόν 50%, δεν είναι εφικτή η εξακρίβωση της αιτίας για την εμφάνιση της νόσου και χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής ή άγνωστης αιτιολογίας.

Υπάρχουν πολλά αίτια, με τα κυριότερα να είναι:

• τραύμα ή χειρουργική επέμβαση

• αυτοάνοση διαταραχή (π.χ σαρκοείδωση, αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα)

• φλεγμονώδης διαταραχή (π.χ νόσος του Crohn)

• λοίμωξη (π.χ από γρατζούνισμα ζώου, από έρπητα ζωστήρα, από σύφιλη, τοξοπλάσμωση, φυματίωση, από τη νόσο του Lyme ή από τον ιό του Δυτικού Νείλου)

• καρκίνος που επηρεάζει τα μάτια, όπως το λέμφωμα.

Συνεπώς αποτελεί εκδήλωση ενός συστηματικού νοσήματος ή περιορίζεται αποκλειστικά στο μάτι.

Τύποι της ραγοειδίτιδας

Η ραγοειδίτιδα κατηγοριοποιείται βάσει της αιτίας, ως λοιμώδης ή ως μη λοιμώδης καθώς και βάσει του σημείου του ματιού, που υπάρχει φλεγμονή. Πιο συγκεκριμένα:

• Πρόσθια ραγοειδίτιδα (Ιρίτιδα), η οποία επηρεάζει το μπροστινό μέρος του ματιού και είναι ο πιο κοινός τύπος (40%)

• Διάμεση ραγοειδίτιδα (Κυκλίτιδα), που επηρεάζει το ενδιάμεσο τμήμα του ματιού (15%)

• Οπίσθια ραγοειδίτιδα (Χοριοειδίτιδα), που επηρεάζει το πίσω μέρος του ματιού (30%)

• Πανραγοειδίτιδα ή Διάχυτη ραγοειδίτιδα, που συμβαίνει όταν όλα τα στρώματα του εσωτερικού του ματιού (ραγοειδούς) έχουν φλεγμονή (15%)

Ποιους αφορά

Μπορεί να εκδηλωθεί από τη βρεφική ηλικία μέχρι και πολύ μεγάλες ηλικίες, ανεξαρτήτως φύλου. Οι ασθενείς, ωστόσο, είναι κυρίως άτομα ηλικίας 20 έως 65 ετών, που ανήκουν στον ενεργό πληθυσμό, αλλά και παιδιά.

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα της ραγοειδίτιδας μπορεί να εμφανιστούν ξαφνικά στο ένα ή και στα δύο μάτια των ασθενών και να επιδεινωθούν ραγδαία, ωστόσο ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να αναπτυχθούν και σταδιακά. Περιλαμβάνουν κυρίως:

• ερυθρότητα και πόνο στο μάτι

• ευαισθησία στο φως

• θολή ή μειωμένη όραση

• κινούμενες κηλίδες στο οπτικό πεδίο του ασθενούς (floaters)

Διάγνωση και Θεραπεία

Επειδή έως και στο 25% των περιπτώσεων η αιτία είναι κάποια λοίμωξη, το πρώτο που πρέπει αρχικά να διευκρινιστεί είναι αν η ραγοειδίτιδα είναι λοιμώδης ή όχι.

Είναι σημαντικό να επισημανθεί πως, παρά το γεγονός ότι για πολλές περιπτώσεις η αιτία παραμένει άγνωστη, ο ασθενής θα πρέπει να λαμβάνει την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία συμβάλουν καταλυτικά στη διατήρηση και βελτίωση της όρασης του ασθενούς.

Τόσο η διάγνωση όσο και η θεραπεία της ραγοειδίτιδας μπορεί να είναι περίπλοκες, αφού περίπου το ένα τρίτο των ασθενών με μη λοιμώδη αιτιολογία, έχουν επίσης διαγνωστεί με υποκείμενο αυτοάνοσο νόσημα και ενδέχεται οι ίδιοι ασθενείς να παρακολουθούνται από οφθαλμίατρο ή και άλλες ειδικότητες, όπως ρευματολόγο.

Επί του παρόντος, τα κορτικοστεροειδή συνιστούν τη βασική θεραπεία, εφόσον αποκλείονται υποκείμενες παθήσεις, όπως οι λοιμώξεις. Ωστόσο, τα κορτικοστεροειδή μπορεί να μην είναι αποτελεσματικά σε όλους τους ασθενείς και επιπλέον μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες, τοπικές και συστηματικές ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως γλαύκωμα, καταρράκτης, οστεοπόρωση κ.α.

Νέες ελπίδες, για τους ασθενείς με ραγοειδίτιδα έφερε η έγκριση του adalimumab από τον Ευρωπαικό Οργανισμό Φαρμάκων για τη θεραπεία της μη λοιμώδους ενδιάμεσης ραγοειδίτιδας, οπίσθιας ραγοειδίτιδας και πανραγοειδίτιδας σε ενήλικες ασθενείς με ανεπαρκή ανταπόκριση στα κορτικοστεροειδή, σε ασθενείς που απαιτούν σταδιακή μείωση της δόσης των κορτικοστεροειδών, καθώς και σε ασθενείς στους οποίους η θεραπεία με κορτικοστεροειδή αντενδείκνυται. Το adalimumab αποτελεί την πρώτη και μοναδική εγκεκριμένη βιολογική θεραπεία για αυτές τις ομάδες νοσημάτων.

Το adalimumab εγκρίθηκε για πρώτη φορά πριν από 13 έτη και κυκλοφορεί σε περισσότερες από 90 χώρες. Επί του παρόντος, χρησιμοποιείται για τη θεραπεία περισσότερων από 989.000 ασθενών σε ολόκληρο τον κόσμο για 13 διεθνώς εγκεκριμένες ενδείξεις μεταξύ των οποίων: η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, η αξονική σπονδυλαρθρίτιδα, η ψωρίασης κατά πλάκας, η ψωριασική αρθρίτιδα, η νόσος του Crohn, η ελκώδης κολίτιδα, η διαπυητική ιδρωταδενίτιδα και για 4 παιδιατρικές παθήσεις, γεγονός που καταδεικνύει το σταθερό προφίλ ασφάλειάς του.