Τον ασκό του Αιόλου για το Ελληνικό Δημόσιο άνοιξε το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφαση του πρώην αντιπροέδρου της Βουλής, Αλέξη Μητρόπουλου, με την οποία πλέον του ότι δικαιώθηκε, μπαίνει «ταφόπλακα» σε χιλιάδες αναδρομικούς φορολογικούς έλεγχους που έγιναν πλέον της πενταετίας ή της δεκαετίας, κατά περίπτωση.
Μετά την απόφαση αυτή του ΣτΕ δεν μπορεί να γίνει τακτικός έλεγχος προ 2011 και δεν μπορεί να γίνει έκτακτος ή επανέλεγχος προ του 2011, εφόσον ανακύψουν από τις φορολογικές αρχές νέα στοιχεία σε βάρος του φορολογουμένου. Ακόμη, από το χρονικό διάστημα μεταξύ 2005 και 2011 δεν μπορεί να γίνει έλεγχος εάν δεν ανακύψουν νέα στοιχεία σε βάρος του φορολογουμένου.
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας ερμηνεύοντας τη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του νόμου 3888/2010, υπογραμμίζουν ότι ο εν λόγω νόμος «αναφέρεται στο δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής φόρων, τελών και εισφορών, όχι όμως και κυρώσεων όπως είναι πρόστιμο για παράβαση των διατάξεων του ΚΒΣ».
Η απόφαση αυτή της 7μελούς, αυξημένης, σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, θα αποτελέσει πιλότο και νομικό όπλο για χιλιάδες φορολογουμένους στους οποίους έχουν επιβληθεί πρόστιμα για παλαιότερες φορολογικές παραβάσεις, αφού κρίνει, μεταξύ των άλλων, ότι οι συνεχείς παρατάσεις των ορίων παραγραφής αντιβαίνουν στις συνταγματικές αρχές ασφάλειας του δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, που επιβάλλουν τη σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου.
Έτσι, από την απόφαση αυτή ευνοούνται χιλιάδες φορολογούμενοι πολίτες οι οποίοι έχουν δεχθεί φορολογικούς ελέγχους (είτε επειδή περιλαμβάνονται τα ονόματά τους σε διάφορες «λίστες», είτε ξέχασαν να δηλώσουν κάποιο εισόδημά τους ή ακόμα απέκρυψαν εισοδήματα) και τους έχουν επιβληθεί ήδη υψηλά πρόστιμα.
Παράλληλα, η απόφαση του ΣτΕ μειώνει τα έσοδα του Ελληνικού δημοσίου καθώς δεν μπορεί να εισπράξει φόρους και πρόστιμα, λόγω φορολογικών παραβάσεων.
Από την άλλη πλευρά, η επίμαχη απόφαση του ΣτΕ κλείνει οριστικά την πόρτα στην πάγια τακτική του υπουργείου Οικονομικών να παρατείνει συνεχώς και αλόγιστα τον χρόνο παραγραφής των φορολογικών παραβάσεων και των φορολογικών ελέγχων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπ΄αρίθμ. 1623/2016 απόφαση του ΣτΕ με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Ειρήνη Σάρπ και εισηγήτρια την πάρεδρο Κωνσταντίνα Λαζαράκη, αποφάνθηκε οριστικά και αμετάκλητα ότι έχει υποπέσει σε παραγραφεί το πρόστιμο των 375.329,08 ευρώ που έχει επιβληθεί στον κ. Μητρόπουλο.
Υπενθυμίζεται ότι η παραγραφή παρατάθηκε αρχικά με το νόμο 3888/2010 και περαιτέρω με τους νόμους 4002/2011 και 4098/2012.
Ειδικότερα, ο πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής, είχε προσφύγει στο ΣτΕ και ζητούσε να αναιρεθούν δύο αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου (677/2015 και 3792/2015) με τις οποίες είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της υπ΄ αριθμ. 482/2013 πράξης του προϊσταμένου της Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών με την οποία του επιβλήθηκε το επίμαχο πρόστιμο των 375.329,08 ευρώ για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων κατά το έτος 1999.
Το επίμαχο πρόστιμο κατ΄ αρχάς, ανερχόταν σε 942.136,60 ευρώ, αλλά με απόφαση της επιτροπής διοικητικής επίλυσης φορολογικών διαφορών του άρθρου 70Α του ν. 2238/94, το ύψος του προστίμου μειώθηκε στο ποσό των 375.329,08 ευρώ.
Το Β΄Τμήμα του ΣτΕ, επισημαίνουν ότι η παράταση των προθεσμιών παραγραφής που επήλθαν με τους επίμαχους νόμους, αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας.
Αναλυτικότερα, η επίμαχη απόφαση του ΣτΕ, αναφέρει κατ΄αρχάς, ότι «δεν εμποδίζεται η φορολογική αρχή, έχοντας διενεργήσει στο παρελθόν έλεγχο στα βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία για ορισμένη χρήση (και έχοντας ακόμη εκδώσει και πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις που διαπιστώθηκαν κατά τη χρήση αυτή), να επανέλθει και ανεξάρτητα από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής στις προβλεπόμενες φορολογίες, να διενεργήσει επαναληπτικό έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων για την ίδια χρήση και ακολούθως να εκδώσει (και άλλη) πράξη επιβολής προστίμου για άλλες παραβάσεις που τυχόν διαπιστώνονται κατά τον έλεγχο αυτό».
Στη συνέχεια το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, υπογραμμίζει: «Η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των διατάξεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους.
Η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του φορολογουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας, να μην μπορεί να τίθεται επ΄ αόριστον εν αμφιβόλω».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας στην συνέχεια αναφέρουν:
«Συνακόλουθα, για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας και περαιτέρω για την επιβολή στον παραβάτη σχετικών κυρώσεων, όπως τα πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του ΚΒΣ, απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργίας της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον ενδιαφερόμενο, δύναται δε, κατ΄ εξαίρεση -υπό τον όρο της συνδρομής ειδικώς τεκμηριωμένων περιστάσεων- οποία είναι στενώς ερμηνευτέα, να παραταθεί.
Η παραγραφή αυτή πρέπει, επίσης, να έχει συνολικά εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε αφενός να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο της εκ μέρους των φορολογουμένων τήρησης των φορολογικών τους υποχρεώσεων, χωρίς όμως να ενθαρρύνει απραξία των φορολογικών αρχών και αφετέρου να μην αφήνει τους μεν φορολογουμένους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονομίας- και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος τη φορολογία περιουσιακού οφέλους, να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων ποσών προστίμων».
Αναφορικά με την περίπτωση του κ. Μητρόπουλου, οι σύμβουλοι Επικρατείας, επισημαίνουν ότι «μπορούσε η φορολογική αρχή να εκδώσει και κοινοποιήσει πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις του ΚΒΣ, διαπιστούμενες από συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου(2000) που έπεται εκείνης στην οποία αφορά η αποδοθείσα στον κ. Μητρόπουλο παράβαση (1999), εντός δεκαετίας από το τέλος της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου (2000), συμπληρούμενης στις 31.12.2010».
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις