Είναι ίσως από τις λίγες φορές που ένας νέος νόμος δοκιμάζεται στην πράξη με επιτυχία, ελάχιστο χρονικό διάστημα από τη θέσπισή του. Ο λόγος για τη νέα ρύθμιση που επιβάλλει την υποχρέωση σε γιατρούς, εκπαιδευτικούς, ψυχιάτρους και εργαζομένους σε μονάδες περίθαλψης ηλικιωμένων και αναπήρων να καταγγέλλουν στις Αρχές τα περιστατικά ενδοοικογενειακής και γενικά βίας που υποπίπτουν στην αντίληψή τους.
Αυτή τη διάταξη ενεργοποίησε με συναίσθημα ευθύνης γιατρός ιδιωτικής κλινικής, όταν διέγνωσε ότι η βαριά κακοποίηση, τα κατάγματα και οι βαριές κακώσεις που έφερε σύζυγος γνωστού δικηγόρου, δεν οφείλονταν –όπως η ίδια και ο σύζυγός της ισχυρίζονταν– σε πτώση από σκάλα.
Αρχικά απομάκρυνε τη γυναίκα από τον δράστη και κερδίζοντας την εμπιστοσύνη της τη ρώτησε αυτό που ρωτάει πάντα σε τέτοια θλιβερά γεγονότα: «Σε χτύπησε αυτός που σε έφερε;». Η γυναίκα κυριευμένη από τον φόβο κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και παραδέχθηκε τι είχε συμβεί.
Τότε ο γιατρός χωρίς δεύτερη σκέψη αμέσως κάλεσε την αστυνομία ενώ την ίδια ώρα προσπαθούσε να κάνει τη γυναίκα να νιώσει καλύτερα, να νιώσει ασφαλής.
Ήταν αποφασισμένος να τη σώσει και δεν επέτρεπε στον εαυτό του να αδιαφορήσει. Πέρασαν από το μυαλό του εικόνες με κακοποιημένες γυναίκες που σώθηκαν και εικόνες με γυναίκες που δεν τα κατάφεραν γιατί δε μίλησαν. Επίσης αυτό που σκεφτόταν ήταν πως αυτή η γυναίκα εκείνη τη στιγμή είχε μόνον εκείνο στήριγμα της. Είχε εναποθέσει όλες τις ελπίδες της πάνω του ακόμα κι αν φοβόταν να καταθέσει επίσημα τι είχε προηγηθεί.
Ο γιατρός δεν δίστασε πάρα το γεγονός πως μέχρι εκείνη την ώρα δεν γνώριζε ότι τον προστατεύει ο νέος νόμος Φλωρίδη ένας νόμος που ελάχιστοι γιατροί ή εκπαιδευτικοί γνωρίζουν. Αν γνώριζαν περισσότεροι ίσως ο αριθμός των γυναικών που θα γλίτωναν από τους κακοποιητές τους να ήταν μεγαλύτερος.